Επιπλέον ετικέτες

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι θλιβερό γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσαμε την βουκολική αυτή λέξη μέχρις ότου ο ευφραδής Βύρων Πολύδωρας (επινοητής του Στρατηγού Ανέμου και της ασύμμετρης απειλής) αποφάσισε να μας την υπενθυμίσει και να της δώσει νέα διάσταση με μια εξαίσια αγόρευσή του στη Βουλή από την οποία το μόνο νόημα που βγαίνει είναι πως γράνα θα πει υδραγωγός. Όλα τα υπόλοιπα λεγόμενά του μάλλον σε χαζό τριπάκι φέρνουν και η αποκρυπτογράφησή τους χωρίς τη λήψη ναρκωτικών είναι μάταιη και ουτοπική.

Η λέξη γράνα λοιπόν είναι σλαβικής προέλευσης, ενσωματώθηκε στην ελληνική γλώσσα στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιείται ιδιωματικά και όντως θα πει υδραγωγός, αλλά και χαντάκι.

Η εν λόγω αγόρευση/διδασκαλία του Πολύδωρα έγινε αυτό που λέμε instant classic και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της καλτ κληρονομιάς μας μαζί με την επική τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το άσμα «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» από την ταινία «Καμικάζι αγάπη μου», τον παράγοντα Εδεσσαϊκού και τα τόσα άλλα μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ας τα διαφυλάξουμε γιατί, εν τέλει, «γι' αυτά πολεμήσαμε»!

  1. (Η αγόρευση του Βύρωνος Πολύδωρα)

«Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους εργάτες -εντός εισαγωγικών- του πεδίου!

Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδ-ρα-γω-γός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε!»

  1. (Από εδώ)
    «Είχε προηγηθεί , από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο Ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
    Κατάλοιπα αυτής της εγκατάστασης είναι τα διάφορα τοπωνύμια που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν (Βυδισοβα στο Δήμο μας και Γαράντζα - Παυλίτσα - Γαρδίτσα στον περίγυρο). Επίσης λέξεις με καθαρά αγροτικό νόημα (όπως γράνα, σβάρνα, λόγγος, καρβέλι, κ.λ.π).»

Η αγόρευση που άφησε εποχή. (από Cunning Linguist, 25/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το να έχεις στην Κρήτη έναν ελαιώνα, ένα σπαρμένο (δημητριακά), ένα αμπέλι, ένα κοπάδι ή οτιδήποτε άλλο «συμισιακό» σημαίνει ότι, επειδή εσύ μένεις μακριά, έχεις ξεκουτιάνει, έχεις κληρονομήσει το χωράφι αλλά δεν έχεις ιδέα από αγροτικά ή δεν έχεις τρακτέρ, βαριέσαι ή έχεις την εισοδηματική πολυτέλεια να μην ασχοληθείς, εκχωρείς σε κάποιον άλλο μερικώς το δικαίωμα εκμετάλλευσής του, με άλλα λόγια, βάζει αυτός τη δουλειά με αντάλλαγμα ένα μεγάλο ή μικρό μέρος της σοδειάς (δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητα μοίρασμα εξ ημισείας, για την ακρίβεια σχεδόν ποτέ δεν είναι, συνήθως ο «κεφαλαιούχος» έχει μεγαλύτερη μερίδα αλλά ο «εργάτης» μπορεί να κλέψει).

Αυτή η πολύ παλιά και διαδεδομένη ακόμα και σήμερα μορφή σύμβασης δεν είμαι σίγουρος ότι έχει αποκλειστικά ή κυρίως φεουδαλική προέλευση (ειδικά στην Κρήτη δύσκολο, λόγω περιορισμένων γενικά μεγεθών του κλήρου), και μάλλον προέρχεται από τις συμφωνίες μικροκαλλιεργητών, όπως φανερώνει και το όνομα των συμβαλλομένων: συζευτές (ή και ζυζευτές), αυτοί, δηλαδή, που συζευγνύουν, έχουν από κοινού ένα βόδι για το όργωμα (η συγκεκριμένη συμφωνία ονομαζόταν συζεψιά, αλλά ο όρος συζευτής επικράτησε για κάθε είδους συμισιακή συμφωνία, βλ. και το ριζίτικο:

[I]Φωνήν και κλάημαν άκουσα στ' Ορθούνι και στσι Λάκκους,
το Γιάνναρη σκοτώσανε, χαημός στο παλικάρι.
Δεν πάει μπλιο στον Ομαλό στα ρημοκούραδαν του
να βρει τσι συζευτάδες του, να ιδεί και τσι βοσκούς του,
να τωνε δείξει χειμαδιό και τόπους εδικούς του.[/I])

Στην Κρήτη ο όρος συμισιακά βρίσκει πλήθος μεταφορικές χρήσεις. Επειδή στη σχέση μεταξύ συζευτών εμφιλοχωρούσε πάντα η προσπάθεια ο ένας να κλέψει τον άλλο και κάθε είδους μανιαμουνιά στο μοίρασμα της γαιωπροσόδου, χρησιμοποιείται ο όρος για να σκωφθούν περιπτώσεις μοιράσματος κείνων που παραδοσιακά δεν πρέπει να κανείς να τα μοιράζεται: γυναίκα, αμάξι, μπιστόλι κλπ (βλ. και την παροιμία «συμισιακό σκουτέλι [μικρή γαβάθα για νερό, μέλι κλπ] σπάσιμο ή χύσιμο θέλει»).

Ετυμολογία: φαντάζομαι συν+ημισειακός.

- Μού 'πε η Κρίστι να πάμε το Σαββατοκύριακο στο χωριό μου, θέλει λέει να το δει....
- Ίντα διάολο, συμισιακή θα την έχομε;
- Ντα δεν έχετε χωρίσει μωρέ;
- Κατέω 'γω; Απροχθές, πάντως, π' επήγα να πάρω τσι πετσέτες μου από το σπίτι τζη τα ξαναφιάξαμε τρεις-τέσσερις φορές εκειά στο ντιβάνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνουν ιδιαιτέρως συχνά στην Κρήτη αυτό το μπλακχουμοράκι με αντικείμενο την κατά περιπτώσεις κατάντια των βαποριών που μπαίνουν στα δρομολόγια προς Πειραιά.

Φαλκονέρα ως γνωστόν είναι:

«Aκατοίκητη νησίδα (βραχονησίδα) του Νοτίου Αιγαίου, στο Μυρτώο Πέλαγος, και που απέχει 42 μίλια ΒΔ. από το Ακρωτήριο Μαλέας και 25 μίλια ΔΒΔ. από τη Νήσο Μήλο. Βρίσκεται ακριβώς επί των διεθνών θαλάσσιων γραμμών Μαλέα–Σμύρνης και Πειραιά–Χανίων, εξ αυτού και θεωρείται λίαν σημαντική στη Ναυσιπλοΐα αλλά και αρκετά επικίνδυνη ιδίως για τα ιστιοφόρα «εν γαλήνη και άπνοια» λόγω των παρ΄ αυτής ισχυρών ρευμάτων. Στην ανατολική άκρα της νησίδας που ονομάζεται «Παναγιά των ρευμάτων» φέρεται φάρος αυτόματος φωτοβολίας 23 μιλίων. Το 1941 το φάρο αυτό ανατίναξαν οι Γερμανοί όπου και ακολούθησαν πολλά ναυάγια. Μετά την απελευθέρωση ο φάρος επισκευάσθηκε και αποκαταστάθηκε η λειτουργία του. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας σημειώθηκε το πολύνεκρο ναυάγιο του Πορθμείου Ηράκλειον όπου χάθηκαν 273 ψυχές».

Τα παραπάνω από Βικούλα.

Όπως καταλαβαίνετε, παίζουν πολλές παραλογές όπως falconera sea lines, falconera cruises, F/B Falconera, Falconera Dolphin, Falconera Express, HighSpeed Falconera καθώς και η ναυτιλιακή κοινοπραξία Falconera - Skylopnichtis Maritime.

- Με συγχωρείτε, ποιο πλοίο είναι για σήμερα;
- Το Αρκάδι
...
- Falconera express μάγκες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του «είμαι Θεσσαλονικιός και μένω σε πολυκατοικία».

Πολλοί Θεσσαλονικείς απορούν γιατί η έκφραση αυτή προκαλεί χαμόγελα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

- Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Φοιτητικά Διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη (...) Εδώ και δύο χρόνια μένω στην οικοδομή αυτή. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που έχω μόνο θετικές είναι. (εδώ)

- Μένω στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα απέναντι από το Δημαρχείο Συκεών. Η οικοδομή μας αποτελείτε από 3 οροφοδιαμερίσματα μια πυλωτή και ένα μαγα ...
(εκεί)

- Εγω παλι εχω καταγωγη απο Κρητη αλλα δεν παω συχνα..Το πρωτο που ακουσα ηταν προσεχε με ποιους κυκλοφορεις και πως ντυνεσαι γιατι εδω δεν ειναι θεσσαλονικη, θα σε προσβαλλει κανενας..Κι εγω αφελεστατα..μα γιατι,τι του κανα; Προσβαλλω τελικα σημαινει φλερταρω..και αλλες 2 λεξεις που θυμαμαι ειναι το διερμιζομαι(συμμαζευω)..ειναι δυνατον παθητικη φωνη;και μην αγλακας μπρε παραουλε...χαχα(μην τρεχεις ρε βλακα)Και επισης εκει ηταν που γελουσαν για το οτι μενω σε οικοδομη..γκρρρρ...
(παραπέρα)

- ΕΙΣΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ:
(...)
50. ... λες ότι μένεις σε πολυκατοικία και όχι σε οικοδομή
(...)
(παραδίπλα)

Μαντέψτε σε ποια πόλη βρίσκεται αυτή η πινακίδα :-) (από Vrastaman, 17/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αναψυκτικό 7-up (εφτά-κι-απά(νω)) σε κάποιες περιοχές της επαρχίας.

Πιάσε ένα 'φτά κι απά.

(από Galadriel, 30/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία