Τα παρελκόμενα.

Όπως οι όρχεις είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά τα παρελκόμενα του πέους, έτσι και ο όρος «αρχιδιές» χαρακτηρίζει τα παρελκόμενα εν γένει.

Συνήθως πολυάριθμα, ευπρόσδεκτα μεν, αλλά η απαρίθμησή τους θα κούραζε και θα αποσπούσε πιθανώς την προσοχή.

  1. - Καλά το νέο Clio είναι πρώτο στην τιμή και έχει και ένα σωρό αρχιδιές, ABS, Airbag Climaaa....

  2. (αληθινός διάλογος):
    - Πάρε το IVάρι* της Italeri, και πιο φτηνό και πιο καλό!
    - Ναι αλλά η Tamiya δίνει και μπαρμπαδάκια** και αρχιδιές!

  • Pzkpfw IV
    ** φιγούρες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάθε εξάρτημα μηχανήματος που συνήθως προεξέχει και δεν έχει συγκεκριμένο όνομα η τουλάχιστον εμείς δεν το γνωρίζουμε.

- Για πέσε από κάτω και ψάξε, εκεί δίπλα στο κάρτερ πρέπει να έχει ένα γκαβλιτσέκι , πιάστο και ξεβίδωσέ το.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνομοταξία των λέξεων με τις οποίες δηλώνεται ο συρφετός άχρηστων μικροπραγμάτων έχει και Κρητικό μέλος: είναι η λέξη κούρκουτα.

Από τις άλλες σχετικές λέξεις που έχουν λημματογραφηθεί αναφαίνονται δυο κατηγορίες, σχηματικά, α) αυτά που έχουν να κάνουν με αποσκευές και φορητή οικοσκευή: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, ζυμπράγκαλα, τσουμπλέκι(α), τσαμπασίρια β) τα ακίνητα, αυτά που έχουν συσσωρευθεί σε ένα τόπο: καλαμπαλίκια, τσάντζαλα μάντζαλα.

Επίσης, είτε ως περιληπτικά ουσιαστικά, είτε ως δηλωτικά ενός μεμονωμένου μικροπράγματος, υπάρχουν και τα μπούμπιστρο, καλαμπαλίκι, καβλιτζέκι.

Η κατηγοριοποίηση είναι σχηματική και εκτενής ανάλυση υπάρχει στα περισσότερα λήμματα. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να οριστούν οι όροι που ακριβώς υπάρχουν για να μας διευκολύνουν όταν δε θέλουμε να ορίσουμε κάτι.

Σε κάθε περίπτωση ο όρος κούρκουτα είναι εξαιρετικά εύχρηστος στην Κρήτη. Τα κούρκουτα ανήκουν μάλλον στη δεύτερη από τις πιο πάνω κατηγορίες, είναι για τον Κρητικό τα πράγματα που συσσωρεύονται σε ένα τόπο και εμποδίζουν. Πολύ συχνά είναι τα πράγματα που μαζεύουν είτε τα παιδιά είτε οι γέροι: κουτιά και παρακουτάκια, ντενεκεδάκια, σπασμένα μικροέπιπλα, μπιμπελό τις κακιάς ώρας κλπ...

Τα κούρκουτα παραπέμπουν και στον ήχο που κάνουν, τη φασαρία που προκαλείται κατά το συμμάζεμά τους ή όταν κάποιος σκοντάφτει πάνω τους. Γι' αυτό και θεωρώ ότι είναι ηχοποιήτη λέξη. Στο γλωσσάρι του ο Ξανθινάκης θεωρεί τη λέξη συγγενική με το κουλουβάχατα και το κουλουκούτερα (=χωρίς τάξη, ανακατωμένα).

Απαντά με την ίδια έννοια και η λέξη κουρκουταρία.

Απαντά επίσης το ρήμα κουρκουθιαίνω (κουρκουτιαίνω) = μπουνταλιάζω, γίνομαι χαζός, γίνομαι κουφιοκέφαλος, κούφιος όπως τα άδεια συνήθως κούρκουτα.

1....Ίντα μωρέ μου τ' αναμάζωξες έτανά τα κούρκουτα, γαμώ τον αντίθεό σου...

  1. - (Στα Αγγλικά των παιδικών μας χρόνων)
    - Τι κουρκουταρία ρε μαλάκα έχεις στην κασετίνα σου....Μπράβο...
    - (με υπερηφάνεια) Φίλε, δεν έχω πετάξει ούτε ένα κουτί μυτών μηχανικού μολυβιού από την πρώτη μικρή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη παντός καιρού. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα, εργαλείο ή συσκευή, συνήθως μικρού ή μετρίου μεγέθους. Δεν είναι κακή επιλογή αν πρέπει οπωσδήποτε να μεταφράσουμε το gadget και είναι καλή μετάφραση για το widget. Για όσους τους απασχολούν αυτά.

Όπως και η συγγενής λέξη ματζαφλάρι, και το μαραφέτι χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για το πέος.

  1. Graphics Tablet είναι εκείνο το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στυλό και το σκίτσο μεταφέρεται στον υπολογιστή (Από forum για anime)

  2. Όλισβος ονομάζεται το εργαλείο εκείνο που αντικαθιστά το μαραφέτι που λείπει (ναυτικός - οδοιπόρος - χαμένο κορμί), ή το μαραφέτι που πάσχει από αφλογιστία / κοκορογαμία / μαλθακότητα (χαλβάς, πρόωρος εκσπερματιστής, ανίκανος) ή το μαραφέτι που δεν προσφέρεται (ποιος τη γαμεί αυτή). (Από το gourounia.livepage.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μικρό και όχι απαραίτητα άχρηστο κούρκουτο, το κρητικό ξαδερφάκι του μπούμπιστρου. Μπιρμπιτσόλι είναι το μικροαντικείμενο και κυρίως το μικροεξάρτημα που δεν ξέρουμε ή βαριόμαστε να το κατονομάσουμε. Παραφράζοντας τον Τζίζα στο μπούμπιστρο:

Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του εκνευρισμού που προκαλεί το φαινομενικά ασήμαντο ή δυσδιάκριτης χρησιμότητας μπιρμπιτσόλι, επειδή δεν ξέρεις αν είναι απαραίτητο για κάτι και αναγκάζεσαι να το κρατάς, εκνευρισμός ο οποίος εντείνεται από το ότι δεν ξέρεις πώς λέγεται.

Συνώνυμα ή κοντινά σε σημασία από άλλες περιοχές τα τζιβιτζιλίκι, καυλιτσέκι, καβλιτσέκι, γκαβλιτσέκι, τζιβιτζιλίκι κ.α.

Σπάνια χρησιμοποιείται για το γαριδάκι.

Αγνώστου ετύμου κατά βάση.

  1. Μαλάκα αυτά τα μπιρμπιτσόλια μην τα χάσεις, γιατί ξεχωριστά δεν τα ξαναβρίσκεις...

  2. - Μα τι σκατά είναι όλα τούτα τα μπιρμπιτσόλια; Άμε να τα πετάξεις...
    - Μηηηηη, τα θέλω...

  3. - Βάλανε το σκατοβαφτιστίρι μου 3 χρονών να μου ζητήσει αυθόρμητα παπούτσια... Τι τις ήθελε τις συντεκνιές ο μαλάκας ο πατέρας μου....
    - Πάρ' του ένα πλεϋμομπίλ με λαχταριστά μπιρπιτσόλια υψηλού κινδύνου κατάποσης....

  4. - Ιντά 'ναι το μπιρμπιτσόλι σου και ήθελες και γυμνισμό...

βλ. και ψιψιψόνια, σκατολοΐδια, γαμίδι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία