Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Είναι το βερνίκι νυχιών όπως το λένε (παρωχημένα;) στην βόρεια Ελλάδα. Από τη γαλλική augée.
Στο νότο είναι το γνωστό μανό(ν), άγνωστης ωστόσο ετυμολογίας, πιθανότατα παλαιά εμπορική ονομασία. (απ' εδώ).
τύπου Οβελίξ

  1. Νευρικό κλονισμό υπέστη φοιτήτρια από τη Θεσσαλονίκη που προσπαθούσε να αγοράσει όζα στην Αθήνα. (εδώ)
  2. Και χημεία να μην τελειώσαμε, την μίξη οζα+ασετόν παντα την πετυχαίνουμε!! (εδώ)
  3. Λέω στη κοπελιά τι χρώμα όζα σου αρέσει και με κοιτούσε σαν σπάνιο γραμματόσημο.
  4. Ξυπνάς πρωί ..ζητάς γαλλικό και πάει και σου φέρνει η άλλη μανό-όζα να σου βάψει τα νύχια... (εδώ)
  5. Μετά την Θεσσαλονίκη...μόνο τα ασετόν είναι περήφανα για την λέξη "όζα" (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κάθε λογής γυναικείο παπούτσι που σκοπό έχει να κάνει την γυναίκα να μοιάζει με στριπτιζού, βιζιτού, αγριόμουνο, σικ πλουσιέξ, τεσπα το παπούτσι που παραπέμπει σε ανεπανάληπτες στιγμές στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο και όπου αλλού, σε βρώμικο ή υπέρκομψο γαμήσι, σε ό,τι.

Πρόκειται συνήθως για παπούτσια τα οποία αφήνουν τα δάχτυλα να φαίνονται, αλλά μπορεί, πχ, να είναι και μπότες. Πολύ συχνά δε είναι σε στυλ πλατφόρμα.

- Άτσα και καβλοπάπουτσο το Κατερινάκι μες το ντάλα χειμώνα; Τι έγινε ρε παιδιά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που, όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο, σημαίνει τον άχρηστο, αυτόν που είναι για πέταμα, το σκουπίδι, το τσόλι (που υπονοείται έντονα μια και είναι παρά φι ομόηχα), τον αναξιοπρεπή, τον μικροπρεπή, που δεν έχει περιεχόμενο, ουσία άρα και ποιότητα, αυτόν που το ηθικό του ανάστημα θυμίζει φιλαράκι της Χιονάτης χωρίς τα φημολογούμενα προσόντα.

Πολύ κοντά στο άδειο μύδι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκολότερα στο γραπτό λόγο στη θέση βαρύτερων και σλανγκικότερων χαρακτηρισμών.

Όταν εκτοξεύεται σα βρισιά είναι -εκτός των παραπάνω- κοντά στα: «βλάκας», «ανόητος», «μισή μερίδα» και ανάλαφρες εκδοχές του «μαλάκας».

Μέχρι εδώ, ξέρει πάνω – κάτω κι ο Μπάμπης.

Παίζει σε εκφράσεις όπως:

---ακόμη δεν βγήκε απ’ το τσόφλι καθόλα ισάξιο του «ακόμη δεν βγήκε απ’ τ’ αυγό» που εκτοξεύεται προς μοιράκια, στραβάδια, νέοπες και γενικά νιάτα κάθε είδους.

---ούτε τσόφλι: τίποτε, καθόλου, κανένας, ούτε κατά διάνοια, ούτε μυρωδιά, ούτε δείγμα.

---άσ’ τα τσόφλια: άσ’ τα σάπια / τα πούστικα που ξέρεις / τις μαλακίες / τις βλακείες / τα μα και μου, όπως φαίνεται και στο π.χ. που δίνει ο GATZMAN εδώ.

Όταν αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο (συνήθως είδος εξοπλισμού, σκαρί, κατασκευή, ακόμη και μηχανοκίνητο) υπονοεί πως από τη μάνα του είναι εύθραυστο, προβληματικό, ευτελές, με περιορισμένες δυνατότητες σε σύγκριση με κάποιο άλλο.

Μ’ αυτή την έννοια, εκτός από απαξιωτικά, μπορεί να εκφέρεται και χαϊδευτικά αφού ακόμη κι αν όταν ονειρεύεσαι Maserati παθαίνεις απανωτές φλοκοδιαρροές, η σχέση λατρείας – μίσους που σε δένει με το όποιο σαραβαλάκι σου δεν σου επιτρέπει παρά μόνο πικραμένη γλύκα στη φωνή όταν το βρίζεις. (Απόρροια του δεσίματος με τα καθημερινά αντικείμενα σε συνδυασμό με το φετιχισμό που καλλιεργεί η καταναλωτική κοινωνία και, κάπου – κάπου, ένα υφέρπον ταξικό μίσος ζευγαρωμένο με φανερή ζήλια για τους έχοντες και κατέχοντες).

1.
Τα σοσιαλιστικά τσόφλια που ψήφισαν το μνημόνιο παρεούλα με την τελειωμένη και τον κωλοτούμπα, δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην διαφωνία. Αν διαφωνούν, ας το δείξουν στο Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου, αλλιώς, μόκο και ταβλάκι στο καφενείο της Βουλής.

2.
Σοβαρά το νόημα της ζωής είναι το να έχεις ζωή, όποτε σταματήστε να διαβάζετε χαζά βιβλία και get a life! Που μου διαβάσατε τον τίτλο και νομίζατε ότι θα μιλήσουμε για αστρικό ταξίδι, τσόφλια!!!!

3.
Εγώ που δεν έζησα τίποτα ουσιαστικό, για την ηλικία μου. Κοιτώ τους εικοσάρηδες κι αισθάνομαι ότι έχω γεράσει. Στα 34 μου. Φαντάζομαι ότι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο. Ποιος είσαι εσύ, που θα βρεις μόνιμη δουλειά, ακόμη δεν βγήκες απ’ το τσόφλι;

4.
Ήμασταν καμιά 100αριά άτομα, από τις 8.30 το πρωί. Είχαμε σταθεί στην κύρια είσοδο με πανό και ντουντούκες, διακριτικά «κλεισμένοι» από μια διμοιρία μπλε για να μην κόβουμε την είσοδο. Γύρω (εκτός όσων συνοδεύανε κρατουμένους) μπόλικοι ασφαλίτες, πεζοί και με μηχανάκια, κόβανε κίνηση. Από φασίστες, ούτε τσόφλι.

5.
Μπορεί να είναι ανθεκτικά αλλά χαλάνε. Το ντουλαπάκι και σε εμένα και σε όλους χαλάει εντάξει μου το πέρασαν στην εγγύηση. Εγώ το μεγάλο πρόβλημα που έχω σε 5θυρο και οι πίσω πόρτες είναι οι χειρότερες πόρτες που έχω δει. Είναι τσόφλια τελείως, το έχω ένα χρόνο και κουνιούνται χωρίς να τους κάνω πολύ χρήση. Το χερούλι είναι τελείως πλαστικό σε αίσθηση και τα πλαστικά στις πόρτες σε ανωμαλίες στο οδόστρωμα (όχι λακκούβες) τρίζουν. Αν δείτε 5θυρο ανοίξτε και κλείστε τις πίσω πόρτες να δείτε. Δοκιμάστε μετά και τις μπροστά...

6.
Και μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει «πειστήρια». Τι είδους; μια ανάλυση λαδιών μετά από ΧΨ χιλιάδες χιλιόμετρα. Εδώ σε CATERPILLAR, λάδια ημισυνθετικά γνωστής εταιρίας μετά από 200 ώρες non-stop χρήσης (αν γνωρίζει κανείς από Τσιμέντα Χαλκίδος ξέρει για τι τέρατα μιλάω) σε τρελές θερμοκρασίες και καταπονήσεις, ύστερα από ανάλυση και τα λάδια μπορούσαν να βγάλουν κι άλλο και τα κρατάγανε μέχρι 240-250 ώρες!! Και μιλάμε τώρα για το τι καταπόνηση δέχεται το λάδι στα τσόφλια μας;

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βορειοελλαδίτικος όρος για την μικρή ψησταριά (την μεταλλική κατασκευή, όχι το μαγαζί ταβέρνα-εστιατόριο). Έχει χώρο για τα κάρβουνα και από πάνω σχάρα για να ψήνονται τα κρεατικά, τα καλαμπόκια, τα κάστανα.

Ενδεχομένως ηχοποίητη λέξη. Το βικιλεξικό υποστηρίζει εδώ, χωρίς να επεκτείνεται, τουρκική ετυμολογία. Ο Τριανταφυλλίδης προτείνει εδώ ιταλική.

  1. - Τα κρέατα πού θα τα ψήσουμε;
    - Λίγα-λίγα ρε συ, στη φουφού. Ό,τι γίνεται το βάζουμε στο πιάτο!
    - Σωραίος!

  2. Από το τραγούδι «Να βάλω τα μεταξωτά», Γιάννης Τσατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας:

[...]
Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά
[...]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως γνωστόν και από το λήμμα του Γκατσανδρός στα Λιντλ σε ψωνίσανε;, τα καταστήματα Lidl προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, πολύ χαμηλότερες από όλα τα άλλα. Ένας από τους τρόπους που το καταφέρνουν είναι, μεταξύ άλλων, και το ότι διάφορα προϊόντα τα προσφέρουν όχι σε κάποια γνωστή μάρκα που είναι ακριβότερη, αλλά σε κάποιες φτηνότερες μάρκες ή και σε δικές τους συσκευασίες.

Ο πάντα καχύποπτος Έλληνας θεωρεί ότι "το φτηνό είναι και ακριβό", άρα για να είναι τόσο σκανδαλωδώς φτηνά τα προϊόντα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακής πχοιότητας. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και σχετικά ανέκδοτα, συνήθως πολύ κακής ποιότητας, κυριολεκτικά ανέκδοτα από τα Λιντλ (ινσέψιο). Μια ακόμη διάσταση του φαινομένου Λιντλ είναι ότι πρόκειται για εταιρεία γερμανικών συμφερόντων, οπότε έχει εμπλακεί στη γενικότερη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον καιρό του Μνημονίου, που θεωρείται από κάποιους ότι ευνοεί τα γερμανικά συμφέροντα.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έκφρασης έγκειται κυρίως στο παρακάτω: Όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι είναι από τα Λιντλ εννοούμε ότι είναι σαν να μοιάζει με κάποιον/ κάτι άλλο, μόνο που είναι πολύ χειρότερης ποιότητας. Είναι δηλαδή κακέκτυπο, κακή απομίμηση, σαν να είναι μαϊμού του άλλου. Υποτίθεται ότι έχει παρόμοια λειτουργία με κάτι άλλο, είναι όμως πολύ κατώτερης αξίας. Στην εποχή των Μνημονίων η έκφραση μπορεί να συσχετιστεί και με τα περίφημα γενόσημα, δηλαδή φάρμακα που κάνουν περίπου την ίδια δουλειά, όντας λιγότερο ακριβά, ή και τα ισοδύναμα μέτρα (όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά τέσπα). Λ.χ. ένας πολιτικός που για να το παίξει αντισυμβατικός έρχεται στη Βουλή με μηχανή, όμως είναι χοντρός, πατσοκοιλιάς με διπλοσάγονο και χωρίς την ιδιαίτερη σαγήνη του Yanis λέμε ότι είναι Βαρουφάκης από τα Λιντλ.

Κατά μία ευρύτερη χρήση η έκφραση μπορεί να δηλώσει ο,τιδήποτε κακής ποιότητας, χωρίς κατ' ανάγκην σύγκριση με κάτι άλλο.

Μπορούν βεβαίως να προκύψουν και δυσκολίες κατανόησης, όταν λ.χ. διαβάζεις τον τίτλο είδησης "ανθελληνική πρόκληση από τα Λιντλ" δεν καταλαβαίνεις αν έχουν κάνει τα Λιντλ κάποια πρόκληση ή αν έχει κάνει ανθελληνιά κάποιος Μέτερνιχ ή Σόιμπλε από τα Λιντλ.

Ανθελληνική πρόταση από τα Λιντλ. (Εδώ. Ceci n'est pas παράδειγμα της σλανγκ χρήσης).

Έχουμε επίσης και μερικά ενδιαφέροντα ινσέψιο. Λ.χ. ο αντιμνημονιακός αγώνας που επικεντρώνει στο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τα Λιντλ μπορεί να χαρακτηριστεί ως

Αντιμνημόνιο από τα Λιντλ. (Σλανγκ χρήση και ινσέψιο εδώ).

Ενώ το κτήριο των Λιντλ που καταστρέφεται αμέσως με τον πρώτο σεισμό ή πλημμύρα είναι Λιντλ από τα Λιντλ κ.ο.κ.

Ινσέψιο

Άλλα (μη ινσέψιο) παραδείγματα:

  1. Προφυλακτικά από τα Lidl..γιατί τα παιδιά είναι ευτυχία! (Χιούμορ από τα Λιντλ εδώ).
  2. ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΙΚΑΛΗ "ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΑΠΟ ΤΑ LIDL!!! "Aνασχηματισμός από τα LIDL". (Κουρδιστό Πορτοκάλι).
  3. Διακοπές από τα Lidl!! (Τατζικιστάν) (Εδώ).

Περισσότερα παραδείγματα στα μήδια.

Βλ. και κινέζικο, κινεζιά (κυρίως το σχόλιο εδώ) και μέιντ ιν τσάινα, αλλά και μάρκα μ' έκαψες, φόλεξ, περιπτερέημπαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι τηγανιτές πατάτες που είναι κομμένες στο χέρι, σε αντίθεση με τις κακής ποιότητας κατεψυγμένες προτηγανισμένες τύπου φαστφούντ. Λέγετε και για τα σπιτικά ζυμαρικά.

-Ωραίες πατάτες ρε!

-Χερίσιες αφού.


-Μμμμμμμμ! Τι είναι αυτά με τη γέμιση μέσα;

-Πελμένι, χερίσια ζυμαρικά, ρώσσικα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε στύση, κάργα στύση.

Η γραβάτα λειτουργεί ως μεταφορά του πέοντα και σε άλλες εκφράσεις, βλ. το αββασιδικό τον έχω κάνει γραβάτα, όπου η γραβάτα παραπέμπει στον και καλά ξεχειλωμένο από την υπερβολική μαλακία πέοντα, ή το κχάνειο γραβάτα, αναφερόμενο σε ειδική σεχουαλική πρακτική γνωστή και ως ισπανικό ή βυζομαλακία.

Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Γραβάτα είναι ο εντελώς τελείως καυλωμένος πέοντας (μελάτες μεσοβέζικες καταστάσεις αποκλείονται), ανεξαρτήτως μεγέθους, σχήματος ή ιδιαίτερων σεχουαλικών προτιμήσεων. Σημασία έχει μόνο το κατακόρυφο της στάσης, η ορθοστασία.

  1. - Την Τρίτη που μας πέρασε με παίρνει τηλέφωνο ο Βασίλης. Προφανώς ήθελε διακαώς να γαμήσει, γιατί με άρχισε σε κάτι πουτσιλίκια του τύπου «έλα βρε μωράκι, που χάθηκες» και «μαύρα μάτια κάνουμε να σε δούμε», παρότι ήταν αυτός που είχε εξαφανιστεί για καμιά βδομάδα. Είπαμε, φρη σχέση, αλλά όχι κι έτσι ρε φίλε. Τεσπά, μετά τις εισαγωγικές μαλακίες μου το σερβίρει: «τι θα κάνεις το βράδυ, θες να έρθω να δούμε καμιά ταινιούλα παρέα;». Του λέω ξέχνα το, έχω γυναικολόγο την επόμενη μέρα και μου έχει πει να μην κάνω τίποτα την προηγούμενη γιατί αλλιώς η εξέταση πάει στράφι. «Μα δε θα κάνουμε τίποτα βρε μωράκι, μόνο καμιά αγκαλίτσα θα σε πάρω που μου 'λειψες». «Βασιλάκη άσ' τα σάπια» του λέω, «θες να γαμήσεις, κι εγώ μπορεί να θέλω, αλλά υπάρχουν κι άλλες προτεραιότητες σ' αυτή τη ζωή». Μη στα πολυλογώ, μου ζάλισε τ' αρχίδια με υποσχέσεις οτι θα 'ναι Παναγία και τέτοια, και του 'πα να έρθει. Σκάει που λες ο δικός σου κύριος, βλέπουμε την ταινία, πίνουμε κι ένα ποτάκι για το καλό, όλα χαλαρά, ούτε το βυζί δε μου 'πιασε. Σε μια φάση του λέω «πάω να κάνω ένα μπάνιο και μετά θα την πέσω, είμαι ερείπιο». «Ναι βρε μωρό πήγαινε κι εγώ μια απ΄τα ίδια, δεν την παλεύω. Μπαίνω για μπάνιο, όλα καλά, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, λέω ο τύπος θα έπεσε ξερός για ύπνο. Τελειώνω, φοράω μπουρνούζι και κάνω να βγω απ' το μπάνιο. Και τι να δω: ο Βασίλης ακριβώς έξω απ΄την πόρτα του μπάνιου, καθισμένος σε καρέκλα, γυμνός και με τον πούτσο γραβάτα. »Δεν περνάς απο δω αν δε σε γαμήσω, κατάλαβες πουτανάκι;«. Μια ταραχή την έπαθα η γυναίκα, λέω »ώπα τι κάνουμε τώρα«. - Και τελικά του 'κατσες;
    - Εσύ τι λες μωρή, λες να άφηνα τέτοια ψωλή καυλωμένη ανεκμετάλλευτη;
    - Γιατί, πόση την έχει;
    - Να σου πω, δεν το λες και φίδι, είναι όμως τίμιο, τη δουλειά του την κάνει με το παραπάνω. Και αντοχή ο πούστης. Τέσσερις φορές με ξέσκισε και ήθελε κι άλλο, είδα κι έπαθα να τον μαζέψω. Και το καλύτερο δε στο 'πα: την ώρα που με γαμούσε, να πετάει προστυχιές του τύπου »σε μένα παλιοπουτανάκι, πουστριλίκια για γυναικολόγους και ρέστα δεν πιάνουνε, το 'πιασες;«. Δυο φορές έχυσα, pas mal.

  2. - Με τέτοια εγκλήματα που περνάνε απο δω μας έχει γίνει ο πούτσος γραβάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία