Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ξάδελφος του πριονού, αλλά πιο άγριος και προσανατολισμένος. Το πριόνι φτιάχνεται όμως, ενώ το καθαρό γεννιέται.

Καθαρό είναι ένα μηχανάκι ψηλό, Motocross ή Motard, άντε και Enduro, σπάνια πάνω απο 450 κυβικά, που είναι κατασκευασμένο για χρήση μόνο σε πίστα και όχι για τον δρόμο. Είναι σκληρό, άνετο όσο δέκα παλούκια στον κώλο, και δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Ένα καθαρό μηχανάκι χρησιμοποιείται για αγώνες ή για διασκέδαση, για την καύλα.

Καθαρό, από το καθαρόαιμο, σαν τα άλογα για τις ιπποδρομίες, τα σκυλιά για ειδικούς σκοπούς, αυτό που είναι μεγαλωμένο, σχεδιασμένο, αφοσιωμένο σε ένα και μόνο σκοπό και που τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει.

Δεν έχει πινακίδα, ούτε φώτα πολλές φορές, ούτε ήσυχη εξάτμιση γιατί από τη μάνα του δεν έχει σχεδιαστεί να έχει. Κάτοχοί του είναι ως επί το πλείστον 20χρονοι κάγκουρες και αλητάμπουρες, γνωστοί και ως αληκάγκουρες.

Αυτό ήταν ο ορισμός. Τέλος. Ό,τι ήταν να μάθετε το μάθατε. Όποιος έχει όρεξη τώρα ας συνεχίσει.


Τα καθαρόαιμα πάντα ενέπνεαν σεβασμό και γοητεία στα απανταχού δέκα+ είκοσι+ χρονών παιδιά, αλλά και σε μεγαλύτερα, εξαιτίας της αγριάδας τους, μα πάνω απ' όλα για το μύθο και το όνειρο που συνοδεύει τα άκουσμα του ονόματός του.

Husqvarna (Παναγιά μου!), YZF και WR τα Yamaha , WR τα Χάσκυ λέω, οι Bergoι, τα CRF 450, SMR το 510, κάθε γράμμα και δέκα ιστορίες για κάποιον που την είχε και τον έφαγε, που την είχε και τη πούλησε γιατί δεν άντεχε και άλλα...

Ψηλά και περήφανα, λιτά και απέριττα, όμορφα με την γύμνια και την απλότητά τους, σέλα για έναν έχουμε, γκάζι έχουμε, φρένα έχουμε, στήσιμο περισσεύει, και τίποτα άλλο δεν θέλουμε.

Πολλοί εζήλεψαν, αλλά τα λεφτά για την συντήρηση καθαρόαιμου είναι πολλά. Κάθε τόσες ώρες λάδια και κάθε άλλες λύσιμο, είναι πολύ, ευτυχώς που υπάρχουν και τα ημίαιμα.

Τα οποία είναι ενδιάμεση κατάσταση, όπως φανερώνει και το όνομά τους. Στήσιμο, γκάζι άμεσο και απότομο, φρενάρες, παντιλίκια, σούζες, όλα. Όχι τόσο αποτελειωτικά, τόσο απόλυτα όσο τα καθαρά, τούτα εδώ δείχνουν έλεος και συγχωρούν το λάθος. Σιχαίνονται και αυτά τις ευθείες και τρελαίνονται για στροφιλίκι και γυαλισμένη άσφαλτο. Μα χωρίς την αίγλη του παράνομου. Και όσοι τα 'χουνε τους πετούνε τις πινακίδες και τα ρέστα για να μοιάσουν λίγο ακόμα παραπάνω στα αδέρφια τους.
Τα πριόνια που λέγαμε δηλαδή.

Ωσεκτουτού, όταν κάποιος αποφασίσει να βγάλει ένα από δαύτα με 17άρες στον δρόμο, μέσα στην πόλη, θα έχετε παρατηρήσει όλοι σας, ότι αυτοί που τα οδηγούν αυτά, δεεε πάνε σαν τους άλλους.

Πάνε πραγματικά ανόητα, ανώφελα επικίνδυνα, με παντιλίκια και καγκουριές κάθε είδους, θέτοντας σε ρίσκο την υγεία εαυτών και αλλήλων. Μερικοί γιατί είναι καυλοτίμονοι όπως πολύ σωστά ορίζεται, άλλοι όμως το κάνουν σε άδειους δρόμους, μόνοι τους, για την αδρεναλίνη και την ψυχική κάθαρση που προσφέρει.

Από φανάρι σε φανάρι 1η-2η-3η σκασμένη, φασαρία, ο κώλος, ωωω ο κώλος έφυγε πολύ, δεν το περίμενε ούτε αυτός, αλλά το 'σωσε. Και ξανά μανά στο επόμενο.

Ο λόγος είναι απλός.

Δεν οδηγούνται αλλιώς. Τα καθαρόαιμα τα ψηλά, αλλά και μερικά ημίαιμα, δεν οδηγούνται αλλιώς. Αν τα πας αργά σε κουράζουν.
Αν αράξεις πάνω τους, χωρίς να μετακινείς το σώμα στη σέλα, χωρίς να αλλάζεις συνεχώς γωνίες στα χέρια και στα πόδια, σε 25 λεπτά το πολύ σε έχει εξοντώσει. Με αργή οδήγηση είναι σα να σε δέρνουν 10 νίντζα.

Θέλει συνεχή κίνηση και ζωντάνια, κάτι αρχίδια ναααα και πολύ βλακεία, ροή και αγωνία και τότε μπαίνει το μηχανάκι στο στοιχείο του και τραγουδάει. Μην τους παρεξηγάτε αυτούς που τρέχουνε έτσι στους σκατόδρομους της πόλης με τα καθαρά και ημί-. Ειδικά αν φοράνε και κρανάκι και μπουφανάκι και δεν φαίνονται τελειωμένοι κάγκουρες. Οχι πως δεν είναι όλοι λίγο, αλλά το παιχνίδι με αυτά είναι τόσο εθιστικό και ερεθιστικό που δεν μπορείς να σταματήσεις.

Όταν σου μιλάει ένα μηχανάκι καθαρό, σου λέει:
«Άκου να δεις αγόρι μου, εγώ δεν είμαι για ήρεμες βόλτες, σουλάτσο το καλοκαιράκι με τη Λίλιαν πάνω (Την ποια; Να την βάλω πού;)
Δεν κάνω για αραλίκι και καθημερινή διαδρομή.
Δεν είμαι για χορούς και χάδια, αυτές είναι άλλες, (Βλ. Moto-Guzzi)
εγώ είμαι ατσούμπαλη και τα χέρια μου είναι τραχιά.
Θα σε πατήσω και θα σε γδάρω, θα σε κουράσω και θα σε πονέσω.
Τέτοια γούτσου-γούτσου μη μου ζητήσεις. Θέλω σεξ και βία! »

Για να δαμάσεις οτιδήποτε είναι τόσο εξωφρενικά καύλα και είσαι τόσο πωρωμένος μαζί του είναι πολύ δύσκολο. Θέλει υπομονή, επιμονή και αυτοσυγκράτηση. Αλλά είναι γιατρικά τα γαμημένα.

Επίσης, για τους φίλους μας τους Paul Moore είναι εξαιρετικό μέσο επίδειξης σε πιτσιρίκους άγνωστους, φιλαράκια και σελογκομενάκια στις καφετέριες, στα φανάρια, στις στάσεις ελαιοφορείων, παντού.

Το «φίλε καθαρό είναι αυτό, ε;» καθώς ζαχαρώνουν CRF, είναι προσφιλής έκφραση στα καγκούρια κάθε ηλικίας (δηλαδή μικρής) καθώς και σε αυτούς που θα ήθελαν να είναι λίγο καγκούρια.

Ααατάαα!


Το ξέρω ότι δεν είναι σλανγκ και ότι είχε κάμποσες οθονιές. Σκασίλα μου. Βαθμολογήστε με 0, πείτε μου την και σε σχόλιο και αφήστε το ήσυχο.
Εγώ μόνο να το γράψω ήθελα, γιατί δεν θα κοιμόμουν αν δεν τό 'κανα.
Και καυλώς σας βρήκα!

Ακούγεται από το βάθος το μονοκύλινδρο να έρχεται σκασμένο
(Μπαααμ, μποοοααααα, μπααα, μπαραμπακαμπουμ!)

-(Μάκης): Πωωω, το ακούς; Δες, δες πως έρχεται!
-(Λάκης): Τι λες να 'ναι, κάτσε κάτσε πλησιάζει...

Μπααααααααα..... (και φεύγει όπως ήρθε, κομμάτια)

-(Λάκης): SX-F; SX-F δεν ήτανε; Καθαρό!
-(Μάκης): Δεν ξέρω, σφύριζε όμορφα, αλλά με αυτά τα πλαστικά που είχε τα όλα μαύρα δεν ξέρω, παίζει και φτιαγμένο ημίαιμο, και δεν πρόλαβα να δω καλά ρε πστ μου! -(Τάκης): Καθαρό ήταν παιδιά, ΚΤΜ SX-F 450 τούμπανο, από αγώνες, τον ξέρω αυτό που το 'χει
-(Όλοι μαζί): Γαμάτοοοοο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.

Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.

Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»

- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδού μια όσο σύντομη γίνεται, υποκειμενική και σίγουρα γεμάτη ελλείψεις αναλυσούλα:

Ο Ρομαντισμός (χοντρικά: τέλη 18ου αι.) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υπέστη κατά τον 20ό αιώνα -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεγάλη υποτίμηση, παρά την ψευδο-επιστροφή σε αυτόν, και παρά την μέχρι στιγμής αδιάκοπη (αν και όχι εύκολα ορατή) επιρροή του σε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης τέχνης.

Η οριστική και αμετάκλητη υποτίμησή του επήλθε με τα απανωτά σοκ που πέρασε ο δυτικός κόσμος κατά το πρώτο μισό του 20ού: τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Οκτωβριανή επανάσταση, την πτώση των αυτοκρατοριών και την κατάπτωση της θρησκείας, σοκ τα οποία τον προσγείωσαν απότομα στην ωμή ζωή, πάνω που ανθούσε η παλιά καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων (με όλα της τα πλην αλλά και τα συν), γκραν φινάλε της οποίας υπήρξε η Μπελ Επόκ.

Τα σοκ αυτά, μαζί με άλλους παράγοντες, έθεσαν υπό απόλυτη αμφισβήτηση τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνοντας, συγχρόνως, την νεότερη εποχή. Όμως ο ρομαντισμός (που κατά τη γνώμη μου, όσο ακραίο και να ακούγεται αυτό, ελλοχεύει ακόμα και σε ωμά μοντέρνα κινήματα σαν τους αξιονιστές) ήταν ένα σπουδαίο -αν και πολύ συχνά υπερβολικό- κίνημα, που εξέφρασε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου νοσταλγία για τη φύση και τις αγνές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά στις πόλεις: η ζωή του και η σχέση του με τον συνάνθρωπο άλλαξε προς αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα. Ως προς αυτή την διάθεσή του, ο ρομαντισμός είναι το πρώτο νεωτεριστικό κίνημα.

Επειδή είχε μεγάλη πέραση στην εποχή του, κακοποιήθηκε αργότερα -όπως οτιδήποτε έχει γνωρίσει επιτυχία με την αξία του σε αυτόν τον ντουνιά. Και ήταν εύκολο θύμα γιατί, σε πρώτη ανάγνωση, ο ρομαντισμός δείχνει «εύπεπτος». Το βάθος του εκφράζεται με μέσο την θλίψη και την γλυκιά μελαγχολία και όχι την ωμότητα ή τη βία.

Η κακοποίησή του συνίσταται στην κακέκτυπη απομίμησή του, η οποία είναι αυτό που λέμε «ρομαντζούρα». Πλην αλλ' όμως, όσοι (οι περισσότεροι δηλαδή) απαξίωσαν στα νεότερα χρόνια να εντρυφήσουν στον ρομαντισμό και τον προσπέρασαν κατευθείαν, αντιμετωπίζοντάς τον υποτιμητικά, ακριβώς λοιπόν επειδή ποτέ δεν τον γνώρισαν σε βάθος, αποφάσισαν πως οποιαδήποτε ρομαντζούρα είναι το ίδιο και το αυτό με τον καθαρόαιμο ρομαντισμό, άρα τον απέρριψαν -και τον απορρίπτουν ακόμα- ως ρομαντζούρα και τον ίδιο.

Όσα τρωτά σημεία και να έχει το Ρομαντικό κίνημα (τα οποία, προσωπικά, εντοπίζω περισσότερο στη ζωγραφική του, λιγότερο στη λογοτεχνία του και ακόμα λιγότερο στη μουσική του), η πλήρης απαξίωσή του είναι μια καθαρά κομπλεξική και βιαστική αντιμετώπιση, που πηγάζει από ταμπού ταξικοκοινωνικής φύσης, κττμγ.

Υπάρχουν όμως ρομαντζούρες. Είναι, για να μιλήσουμε για σημερινά πράγματα, οι new age κιέτσ' μουσικές που χαρακτηρίζονται ως σούπες. Είναι τα μυθιστορήματα τύπου άρλεκιν και το 70% της σημερινής παγκόσμιας «λογοτεχνικής» παραγωγής. Είναι οι πίνακες του Μπομπ Ρος. Είναι δηλαδή το κιτς ή η ξεπέτα που φέρει και εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία ρομαντικά για να ξεγελάσει αφενός τον αδαή, αφεδύο τον με στεγανά και στερεότυπα κριτή.

Κατά το «ρομαντζούρα» πάει και η κλασικούρα, η γενικούρα, κλπ.

Δύο παραδείγματα όπου τα πράγματα είναι εντελώς τελείως ανάποδα και παρεξηγημένα:

  1. - Σ΄αρέσει ο Σοπέν;
    - Αμάν ρε φίλο, ξεκόλλα με αυτές τις ρομαντζούρες πια...

  2. - Σ' αρέσει ο Μπομπ Ρος;
    - Αχ ναι, είναι πολύ ρομαντικά τα τοπία του...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)

  1. Έλα να γυρνάει ο μπάφος.
  2. Θα σκάσουμε κάνα μπάφο;
  3. Τι μαλακίες λες ρε! Ληγμένο μπάφο ήπιες;
  4. Παίζει πολύ μπάφος στο παρκάκι.

Κύπριος αδελφός Μπάφος Μπάφους (από Vrastaman, 20/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη του Αριστοφάνη, από το έργο Ειρήνη. Κυριολεκτικά σημαίνει οπίσθια τόσο σπάνια ωραία, που τα βρίσκεις μια φορά στα 5 χρόνια.

- Πω πω ρε φίλε, τι παιδί είναι αυτό, κοίτα ένα κώλο!
- Θεϊκός λέμε, σκέτη πρωκτοπεντετηρίς...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορική μάρκα αθλητικών ειδών, η οποία κατέληξε να γίνει συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού. Μία από τις πρώτες εταιρίες αθλητικών που εισήγαγε μαζικά αθλητικά παπούτσια στην Ελλάδα. Με το πέρας του χρόνου, η μάρκα καθιερώθηκε στη συνείδηση και το καθημερινό λεξιλόγιο του Έλληνα, ως το Ersatz του αθλητικού παπουτσιού.

  1. - Ωραίο το σπορτεξάκι, καινούργιο είναι;
    - Ναι, χθες το πήρα.
    - Με γεια!

  2. - Μπαμπά, θέλω να αγοράσω καινούργια σπορτέξ, τα παλιά έχουν σκιστεί!

(από krepsinis, 14/09/08)el viela (από MXΣ, 26/04/11)

Βλ. και ελβιέλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ακριβές, συνήθως χωρίς λόγο, τιμές.

Βασίζεται στις ακριβές τιμές που συναντάμε συνήθως στα πλοία, αλλά εκφράζει παράλληλα και την χαμηλή ποιότητα.

Αυτό συμβαίνει διότι παλαιότερα στα πλοία ο καφές ήταν απλά ανακατεμένος, όχι χτυπημένος, για λόγους ευκολίας.

(Παρέα που βρίσκεται σε πλοίο, πηγαίνοντας διακοπές, πληρώνει με μεγάλη έκπληξη τον φραπέ της 5 €, σε πλαστικό ποτήρι.)

- Καλά ρε ... 5 € τον καφέ σε πλαστικό;
- Άσ' τα αδελφέ ... βαπορίσιο τον πληρώσαμε...

(από Vrastaman, 04/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία