Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαίσθηση, το ένστικτο.

Απευθείας απόδοση του αμερικάνικου spider-sense ήδη στις παλιές ελληνικές εκδόσεις, προέρχεται από την αραχνοαίσθηση του Σπάιντερμαν, την υπερφυσική του προαίσθηση, την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται επερχόμενους κινδύνους και πιθανές απειλές.

Λέγεται κυρίως από γνώστες και χομπίστες των κόμιξ, αλλά έχει διαδοθεί ευρύτερα χάρη στη δημοφιλία του συγκεκριμένου υπερήρωα.

  1. – O Michael Moorcock επιστρέφει με ένα βιβλίο Dr. Who! Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου απ'ότι λέει το Amazon: Dr Who: The Coming of the Terraphiles
    – Η αραχνοαίσθησή μου λέει: πατάτα! αλλά θα το πάρω όπως και δήποτε.
    (από εδώ)

  2. Εκεί που προχωρούσα αμέριμνος και ρέμβαζα το τοπίο.... σε ανύποπτο χώρο χρόνο και χωρίς να προειδοποιήσει η αραχνοαίσθηση μου για τον ερχόμενο κίνδυνο.... Πλατς... μου κολάει στην ζελατίνα μου μια .... πράσινη κάρτα !!!! (από εδώ)

  3. – ήθελα να πω The Seventh Seal,αλλά η αραχνοαίσθηση μου μου λέει ότι ίσως είναι HIDALGO.
    – Α ρε δαλάη.... επιμενεις να εμπιστευεσαι το ενστικτο, σου το'χω πει πως δε θα πας μπροστά έτσι....
    (από εδώ)

βλ. και ψυχανεμίζομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψαγμένη, ως προς την προφορά, απόδοση του αγγλικού psycho: ο ψυχασθενής με παράξενη ή και βίαια συμπεριφορά.

Παράλληλα και με τα δυο παίζει (περισσότερο προφορικά αυτό) και το ψάικο ενίοτε και σαν πσάικο. Και βεβαίως – βεβαίως όλα προέρχονται από το ψυχή είναι άκλιτα και εμφανίζονται σαν ουσιαστικά, επίθετα κι επιρρήματα.

Οι στατιστικές τοποθετούν τους Έλληνες ως προς την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων στις πρώτες θέσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής λίστας. Άρα τι; Βρήκαμε επιτέλους τι παράγουμε σαν χώρα; -μια και αφού πουλάμε τρέλα θα ήταν περίεργο να μην την παράγουμε, νο; Ή έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος που αναπαράγεται με τρομερή επιτυχία βασικά, δια της μολυσματικής δράσης του; Ά! Ναι! Και ποιος κρίνει (αν μη τί άλλο, ως προς τα όρια) ποιος είναι ποιος και τι είναι τι;

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στις ταινίες «Ψυχώ» (“Psycho” -1960-) του Alfred Hitchcock με σενάριο από νουβέλα του Robert Bloch (-1959- βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) και “American Psycho” (2000) της Mary Harron με σενάριο από νουβέλα του Bret Easton Ellis (1991) που έχουν γράψει μια κάποια ιστορία.

1. Παιδιά αυτός ο Μ… δεν είναι φυσιολογικός διευθυντής. Είναι ..σάικο! Λέει σε συνέντευξη του ότι: i) Έχει σπάσει τζαμαρίες στο control όταν έχασε θέμα. ii) Του πήγαν άθραυστα τζάμια και τα χτυπούσε επί δέκα λεπτά με καρέκλες μέχρι που τα έσπασε. iii) (…) μια φορά έπιασε να πνίξει έναν τεχνικό επειδή έχασε ένα link. iv) Έσπασε μια πόρτα του σταθμού και μαζί τα δάχτυλα του. Μας συγχωρείτε αλλά αυτός δεν είναι άνθρωπος ούτε χιονάνθρωπος. Μάλλον έχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να το δει.

2. Δεν κατάλαβα τίποτα. Σε μένα μιλάς; Σε ξέρω; Με ξέρεις; Τι Σαββόπουλο τσαμπουνάς; Μπας και βλέπεις παντού φαντάσματα των πρώην σου; Μπας και είσαι λίγο σάικο;

3. Ο βλαχού έχει πάντα έναν και μόνο έναν κολλητό συμβλαχού με τον οποίο κάνουν αστεία για πούτσες και γαμήσια ή απλά γελάνε επαναλαμβάνοντας την ίδια ατάκα, πχ «ατσάαα» και «ίσι μουρφή!» Εκατό φορές τη μέρα. Κατά τ' άλλα είναι λιγομίλητος τύπος. Αν επιχειρήσεις οποιαδήποτε κοινωνική επαφή πάνω από μούγκρισμα, θα σου ρίξει ένα psycho βλέμμα που θα φρίκαρε και τον πληκτρά των Rammstein.

4. Θες να μας πεις ότι θα κόψεις το τσιγάρο, έμμεσα; Καλό ήταν, αλλά μου φάνηκε κάποια στιγμή λίγο psycho να κάθεσαι και να μιλάς με το character και να σαι no life!

5. Πωωωω ρε φίλε psycho-φάτσα δες!!! Μαζεύτε τον ρεεεεεεε....

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.

  1. Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;

  2. Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία