Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η διαίσθηση, το ένστικτο.

Απευθείας απόδοση του αμερικάνικου spider-sense ήδη στις παλιές ελληνικές εκδόσεις, προέρχεται από την αραχνοαίσθηση του Σπάιντερμαν, την υπερφυσική του προαίσθηση, την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται επερχόμενους κινδύνους και πιθανές απειλές.

Λέγεται κυρίως από γνώστες και χομπίστες των κόμιξ, αλλά έχει διαδοθεί ευρύτερα χάρη στη δημοφιλία του συγκεκριμένου υπερήρωα.

  1. – O Michael Moorcock επιστρέφει με ένα βιβλίο Dr. Who! Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου απ'ότι λέει το Amazon: Dr Who: The Coming of the Terraphiles
    – Η αραχνοαίσθησή μου λέει: πατάτα! αλλά θα το πάρω όπως και δήποτε.
    (από εδώ)

  2. Εκεί που προχωρούσα αμέριμνος και ρέμβαζα το τοπίο.... σε ανύποπτο χώρο χρόνο και χωρίς να προειδοποιήσει η αραχνοαίσθηση μου για τον ερχόμενο κίνδυνο.... Πλατς... μου κολάει στην ζελατίνα μου μια .... πράσινη κάρτα !!!! (από εδώ)

  3. – ήθελα να πω The Seventh Seal,αλλά η αραχνοαίσθηση μου μου λέει ότι ίσως είναι HIDALGO.
    – Α ρε δαλάη.... επιμενεις να εμπιστευεσαι το ενστικτο, σου το'χω πει πως δε θα πας μπροστά έτσι....
    (από εδώ)

βλ. και ψυχανεμίζομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μας προέκυψε από το γαλλικό vampire αλλά η ετυμολογία του δεν είναι ξεκάθαρη (κάποιοι το φτάνουν στο Τατάρικο ubyr: «μαγεύω» κι άλλοι στο Σλάβικο pij: «πίνω» που μπορεί να έχει κι ελληνική προέλευση ή και από πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «πετώ».)

Ενώ η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των βρικόλακας και αιμ(ατ)ορουφήχτρα σαν πιο εύπλαστη αποτελεί τη μήτρα των: βαμπ, βαμπίρι, βάμπιρος, βάμπιρας, βαμπιρέλ(λ)α, βαμπιρέλος, βαμπιρίζω, βαμπιράκι, βαμπιρίνα, βαμπιρικός, βαμπιρισμός, βαμπιροφονιάς, βαμπιρολογία κι ενός σωρού άλλων σύνθετων.

Κυριολεκτικά σημαίνει:

  • Ένα Νοτιο-αμερικάνικο είδος αιμοβόρου νυχτερίδας,
  • το μυθολογικό εκείνο νυχτόβιο ον (νεκροζώντανος ή απέθαντος άνθρωπος ή υπερφυσική οντότητα) που απομυζεί την élan vital των θυμάτων του (κυρίως απομυζώντας το αίμα τους αλλά όχι μόνο). Κάτωχρο, με ανεπτυγμένους πλην αποκρυπτόμενους κυνόδοντες, με υπερφυσικές ικανότητες, αισθήσεις και δυνάμεις, αλλά και ιδιάζουσες υπερευαισθησίες, στη σημερινή του μορφή (εντόνως σεξουαλικό), αποτελεί απόγονο της λαϊκής κουλτούρας των Βαλκανικών λαών αν και συναντάται στις λαϊκές δοξασίες παγκοσμίως αποτελώντας έμπνευση για κάθε είδους έργο τέχνης.

Όσο για τα χαρακτηριστικότερα παράγωγα:

Η βαμπ είναι όρος που προέρχεται από τους κριτικούς κινηματογράφου και τα κινηματογραφόφιλα σινάφια (σύντμηση του αγγλοαμερικανικού vampiress: θηλυκό βαμπίρ).

Περιγράφει μια έκδοση της femme fatale σαν μια αισθησιακή πλην σκληρή, πλανεύτρα γόησσα που καταστρέφει χωρίς ενδοιασμούς (κυρίως οικονομικά και ηθικά) με την ακαταμάχητη σεξουαλική σαγήνη της τους άντρες που πέφτουν στα νύχια της.

Στη σημερινή εποχή της απομυθοποίησης και της αποθέωσης του ξέκωλου, χρησιμοποιείται και σαν ενδυματολογικός όρος που αφορά στην εμφάνιση κάποιων που πολύ θα ήθελαν να είναι, αλλά απέχουν κάτι έτη φωτός ακόμη κι απ’ τα δαχτυλιδάκια καπνού της Gilda.

Για όσες «τους τρώνε όλα τα δαχτυλίδια και τους έχουν να κοιμούνται στα σανίδια» υπάρχει το «βαμπίρ» σκέτο χωρίς την άλω της βαμπ.

Το βαμπιρέλα προέρχεται το ομότιτλο κόμικ όπου ηρωίδα ήταν μια σέξι βρικολακίνα. Σήμερα μαζί με το βαμπιρέλος χρησιμοποιούνται σαν δηλωτικά του φύλλου ενός βαμπίρ συνήθως με μια σατυρική, υποτιμητική κι απαξιωτική χροιά για τους ήρωες σχετικών ταινιών.

Παρεμπιπτόντως: αν και η σεξουαλικότητα των βαμπίρ ξεχειλίζει, δε σημαίνει πως είναι και σαφώς καθορισμένου είδους στυλάκι «αίμα να ‘ναι κι απ’ όπου να ‘ναι» κατά το «τρύπα να ‘ναι κι όπου να ‘ναι».

Το βαμπιρίζω σημαίνει (i) ξαγρυπνώ / βρικολακιάζω αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο, (ii) συμπεριφέρομαι / ντύνομαι / βάφομαι σαν βαμπίρ και αφορά συνήθως τους νεαρούς λάτρεις της σχετικής παραφιλολογίας που απολαμβάνουν και μέσω κινηματογράφου και τηλεόρασης, (iii) (σαν μεταβατικό) σημαίνει την δράση του βαμπίρ σε κάποιο... θύμα τόσο κυριολεκτικά(!) όσο και μεταφορικά σαν εκμεταλλεύομαι / απομυζώ / ρουφάω.

Μεταφορικά όπως και το «βρικόλακας» σημαίνει αυτόν:

  • που ξαγρυπνά (μπορεί και συστηματικά αλλά όχι απαραίτητα υποφέροντας από αϋπνία),
  • που νυχτοπερπατά περιφερόμενος άσκοπα,
  • που δουλεύει βράδυ ή νυχτερινή βάρδια, που χτυπά σερί γερμανικά,
  • που εκβιάζει ή εκμεταλλεύεται κάποιον άλλον.

Πιο σλαγκικά:

  • (σε σινάφια «μετα / παρα -φυσικά» / εσωτεριστικά) «βαμπίρ» / «βαμπίρια» (αυτοαπο)καλούνται οι οπαδοί διαφόρων δοξασιών που έχουν να κάνουν με έναν τρόπο ζωής (από αντίληψη των πραγμάτων μέχρι εμφάνισης και κουλτούρας) σχετικό με τη βαμπιρολογία και το βαμπιρισμό,
  • (από τους αιμοδότες) οι αιμολήπτες νοσοκόμοι (βλ τον ορισμό του GATZMAN εδώ),
  • τους δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά κανάλια που τρέχουν όπου αίμα για να πουλήσουν θέαμα και πόνο χειραγωγώντας με τρομοκρατία ή μελόδραμα το κοινό.
  • αυτόν που παραμένει σε μια θέση / πόστο (συνήθως εξουσίας οποιουδήποτε είδους) παρά το περασμένο της ηλικίας του και για πάρα πολλά χρόνια, εμποδίζοντας τους νεώτερους και τους νεωτεριστές προς όφελος (συνήθως οικονομικό και νομής εξουσίας) ενός οπισθοδρομικού κατεστημένου – προσωπικής αυλής. Πολύ κοντά στο δεινόσαυρος. Ειδικότερα: «βαμπίρ / βρικόλακας της πολιτικής» αποκαλείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βλ μήδι εδώ κι εδώ). [Πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Δελαστίκ στο «Πολιτικό Καφενείο» στις 06/11/2008] Κι επειδή αμαρτίες γονέων παιδεύουσει τέκνα, η Ντόρα αποκαλείται «βαμπιρέλα»,
  • οι τοκογλύφοι (ανέκαθεν και σε πολλές γλώσσες), οπότε σαν εξέλιξη σήμερα: οι παντός είδους εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου δηλαδή αφεντικά και πλουτοκράτες, οι τράπεζες και λοιποί κερδοσκόποι, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, κ.ά.), οι πολυεθνικές εταιρίες (π.χ. πετρελαϊκές), οι εκπρόσωποί τους (τροϊκανοί, κυβερνήσεις και καθεστώτα όχι απαραίτητα εμφανώς δικτατορικά), οι αντιπρόσωποι και τα εκτελεστικά τους όργανα (εφορείες, κλπ) κι όσοι εμμέσως στηρίζουν το όλο οικοδόμημα (ΜΜΕ, μπλογξ κ.ά).

(Μια σημείωση: Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Gap: Βαμπίρ και κανίβαλοι» (2004) χαρακτηρίζει έτσι τη γενιά των baby boomers. Καθ’ ημάς πρόκειται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ότι χρησιμοποιείται είναι γεγονός, αλλά διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το ευρύ της χρήσης και κατανόησής του όπως και της μελλοντικής πορείας του σαν σλαγκ καθ’ αυτού. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς το σλαγκικό: Για μένα είναι φανερό πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του «βαμπίρ»: τοκογλύφος (σχεδόν δόκιμο) και του «βαμπίρ»: διαπλεκόμενος (αν μη τι άλλο) μπλογκίστας. Εξάλλου πρώτος ο François Quesnay (1694 –1774) παραλλήλισε την κυκλοφορία του χρήματος με αυτήν του αίματος, ενώ σήμερα αναλύεται οικονομολογικά ο βαμπιριστικός / παρασιτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού και η Goldman Sachs αποκαλείται «βαμπίρ των αγορών» σχεδόν απ’ όλους. Προφανώς, η αργκό έχασε έναν όρο της που τον κέρδισε η υπόλοιπη γλώσσα ενώ παράλληλα απλώνεται σε άλλα παρεμφερή πεδία - εξού κι ο πλούτος του λήμματος).

  • κράτη που αιματοκυλούν λαούς ολόκληρους (π.χ. Ισραήλ)
  • (σε σινάφια ασθενοφόρων, τροχαίας, αστυνομίας) τα άτομα εκείνα που ελκύονται από το μακάβριο και υπνωτισμένα παρατηρούν (ή και σχολιάζουν) με αρρωστημένη λαγνεία τραυματίες ή και πτώματα σε τόπους ατυχημάτων (π.χ. κάποιοι απ’ όσους μαζεύονται γύρω από τρακαρισμένα αυτοκίνητα ντεμέκ μήπως μπορέσουν να βοηθήσουν ή κάποιοι απ’ τους επισκέπτες της εξαιρετικής μεν απρόσμενα υπερπετυχημένης δε έκθεσης ανατομίας «Bodies»).

Να τονίσω πως σε πλείστες περιπτώσεις θα μπορούσε να χρησιμοποιείται χαλαρά το βρικόλακας ή και τα δράκος και λάμια αλλά νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει αγγλοαμερικανική επιρροή στο όλο φαινόμενο.

  1. «…Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να καταργήσεις το θάνατο, με την συμμετοχή σου σε κάποιο δαιμονικό σχεδιασμό; Ίσως να σε ‘καναν να πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις. Απ' ότι ξέρω στα βαμπίρια έτσι λένε. Αλλά πες μου γνώρισες κάποιον να ξέφυγε; Ακόμη κι εμείς που ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε και προσδοκούμε ανάσταση νεκρών…»

  2. «..Εάν ασχολείται με τον εσωτερισμό, τη μεταφυσική κ.α. είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αόρατους συντρόφους - οδηγούς από τα ενεργειακά βαμπίρ, παντός τύπου. Ο άνθρωπος που δεν έχει αντιστάσεις, δεν είσαι σε θέση να το κάνει αυτό, με αποτέλεσμα να αφήνει να εισχωρούν στη ζωή του οντότητες οι οποίες λειτουργούν αρνητικά απέναντί του, τον καθοδηγούν και τον βαμπιρίζουν. Είναι η κλασική περίπτωση των ψυχασθενών, που τους ακούμε να ομιλούν μόνοι και να δρουν μη φυσιολογικά...»

  3. «Λίγο, τους λέω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς του αιματολογικού, στην πραγματικότητα είστε βαμπίρια, και μετά τις εξετάσεις κάθεστε και τα πίνετε! Γέλασαν πολύ τα βαμπίρια. Αλλά δεν με λυπήθηκαν. Μου το πήραν το αιματάκι μου (…) Ευχαριστώ και (…). τα παιδιά στο βαμπιρολογικό, τους ακτινολόγους και όλους τους εργαζόμενους που παρά τον πολύ κόσμο και τις καθυστερήσεις, (…) μας έκαναν να αισθανθούμε άνετα….» (αιμοληψία στο ΑΧΕΠΑ)

  4. «…τα κανάλια που χρόνια παρακαλάμε να δείξουν κανένα αγώνα τώρα θυμήθηκαν τους αγώνες μόνο και μόνο για να αποδείξουν πάλι τι βαμπίρ είναι...»
    (αναφέρεται σε ατύχημα με νεκρό ανήλικο, σε πίστα αγώνων)

  5. «…Εάν γινόταν μία εθελουσία έξοδος τώρα, ας πούμε με καλούς όρους, όσοι θα φεύγανε θα ήταν οι απογοητευμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) και οι καλοί. Τα βαμπίρια θα μένανε εκεί ακίνητα ή αν φεύγανε θα δημιουργούσανε συνθήκες απολύτου ελέγχου...» (αναφέρεται στην ηλικία συνταξιοδότησης μελών ΔΕΠ)

  6. «…Επίσης, επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει, αυτό το βαμπίρ προσπαθεί να αλλάξει και την ιστορία της Αποστασίας του 1965...»

  7. -«Ν. μην το παρακάνεις με τους χαρακτηρισμούς· στο φινάλε η Ντόρα ήταν αξιοπρεπέστατη χτες στην ήττα της. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι και να μην έψαχναν δικαιολογίες στις ορδές των νεφελίμ.
    -Φίλε Ν., με φειδώ τα κοπλιμάν στη βαμπιρέλα. Η ανωτερότητα και το σπόρτινγκ σπίριτ ενέκυψαν αίφνης ψες…» (Σχολιάζουν της στάση της Μπακογιάννη μετά τα λυπηρά γι’ αυτήν αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών)

  8. «Α!, τώρα τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας θα σκούξουν ότι κι ο Ασάνζ είναι… δεξιός. Κακή χρονιά γεμάτη θανατικό, καρκίνο κι άπειρες μεταστάσεις εύχομαι στους banksters, στον ΓΑΠ, στη συμμορία του, στο ΔΝΤ και σ’ όλα ανεξαιρέτως τα λαμόγια….» (Αναφέρεται στην εκδικητικά βιτριολική τρίλια του Julian Assange για την Bank of America, ξεσκεπάζοντας ειρωνευόμενος όσους θεωρεί πως εξυπηρετούνται απ’ τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας).

  9. «Ο Αρχιεπίσκοπος Οργανισμού Λαμπράκη και Τέως Ελλάδος εξακολουθεί ανερυθρίαστα να προκαλεί. Την μια συγχρωτίζεται με τα βαμπίρ του τόπου σε ανθρωπιστικά galla σε ναούς και νοσοκομεία (oh, how sweeet...) ή εμφανίζεται εκτάκτως σε δηλώσεις συμπαράστασης σε έναν εφοπλιστή που απήχθη, και ….»

  10. «Είναι προφανές ότι αυτή τη γενιά τη προορίζουν για σουβλατζίδικα και McJobs. Έχουν πέσει τα βαμπίρια στα λεφτά και δε μένει τίποτα για υποδομές προς τη νέα γενιά….»

  11. «Η βουλή προσκυνά τα «βαμπίρ» της τρόικας... Στρος-Καν και Όλι Ρεν θα μιλήσουν με όλες τις τιμές για να πείσουν ότι η «κατοχή» που μας επέβαλαν θα μας σώσει.»
    (Τίτλος κι υπότιτλος πρώτης σελίδας εφημερίδας)

  12. «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Σχολή του Σικάγο ηθικοί αυτουργοί αυτής της τρέλας, πέθαναν στις 15-09-2008 με την κατάρρευση στην Αμερική της Lehman Brothers. Στην Ευρώπη και στην Αμερική όμως, τριγυρνάνε ακόμα βαμπίρ και απειλούν να βάλουν ταφόπλακα στα Εθνικά μας Κράτη…»

  13. «…Στην ίδια γραμμή ο καραγκιόζης του ΙΟΒΕ με τις μελέτες του κώλου περί “ανοίγματος επαγγελμάτων και αύξησης του ΑΕΠ”, αλλά και η βαμπιρίνα Ξαφά [πρώην στέλεχος του ΔΝΤ] (την οποία σημειωτέον ξεφτίλισε κανονικότατα και με το γάντι χθες ο Βαρουφάκης στο Σκάι)»

  14. «…Μας νοιάζουν όλοι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο να τους πίνει το αίμα η γενιά των γονιών μας, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων πάνω κάτω, που βαμπιρίζουν γαντζωμένοι στην καρέκλα ενώ ξέρουν πως ο χρόνος τους τελείωσε. Baby boomers ή θρυλική Γενιά του Πολυτεχνείου, δεν υπολόγισαν συλλογικά τις επόμενες γενιές. Έκαναν την Παιδεία μας κενό γράμμα. Άδειασαν τους κουμπαράδες των Ταμείων. Σπατάλησαν, μόλυναν, και τώρα έχουν και το θράσος να μιλούν για απείθαρχους, ατίθασους νέους ή κουκουλοφόρους…»

  15. «…Τα βαμπίρ [εννοεί τους Ισραηλινούς] ετοιμάζονται να ανοίξουν το φρέαρ της αβύσσου. Το θέμα είναι να μην εμπλέξει το Έθνος μας ο λούστρος των ραβίνων σ’ αυτή την τελετή…» (αναφέρεται στον δήθεν επαπειλούμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή)

(Όλα από το δίχτυ)

  1. Ακούς; Δώσε σήμα στους πυροσβέστες και το ΕΚΑΒ. Να ξέρουν: Δυο στο τιρ τρεις στο πεζώ. Ο ένας οδηγός τη βγάζει δε τη βγάζει. Στείλε κάνα δυο ακόμη για την κυκλοφορία. Ναι, άρχισαν μαζεύονται και τα βαμπίρια. Γαμώ το φελέκι μου, άρχισαν τις φωτογραφίες!! Όβερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι εξαντλημένος, σε βαθμό που δεν έχω δυνάμεις για τίποτα, δεν παίρνω τα πόδια μου. Στα αθλητικά, έχω απαράδεκτη απόδοση, κυρίως λόγω κούρασης πάλι, αλλά και γενικότερα.

  2. Είμαι μεθυσμένος.

  3. Είμαι συναισθηματικά συντετριμμένος.

Κοινό χαρακτηριστικό των εννοιών είναι η ιδέα της ισοπέδωσης, της εξίσωσης με το έδαφος, όπως στο παραπλήσιο είμαι χώμα. Ευνόητο είναι πως λέμε και γίνομαι λάσπη. Υποψιάζομαι ότι αποτελεί περισσότερο βορειοελλαδίτικη έκφραση, αφού το έχω ακούσει ελάχιστα ή καθόλου στα νότια.

Πρβλ. κατεβάζω ασφάλειες, είμαι χώμα, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, οφ, αλοιφή, κομματιανός, ζόμπι, λιώμα, πίτα, κουνουπίδι αλλά, με άλλη έννοια: λάσπη.

1α. Από εδώ (διασκευή):
Δυστυχώς φίλοι μου μόλις γύρισα απ’ τη δουλειά (και από 3ήμερη αποστολή κιόλας)! Και στην γιορτή μου δούλευα... Είμαι λάσπη παιδιά, πολύ θά ’θελα να ήμουν εκεί στο καλαμπούρι και στην παρέα σας...

1β. Από το μπλογκ ενός κουρασμένου φαντάρου εδώ (γεια σου ρε φίλε Chris-Top...):
Εάν δεν βγάζετε άκρη με πολλά από αυτά που γράφω δεν φταιν τα μάτια σας εγώ είμαι λάσπη και δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα στα προηγούμενα posts με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνομαι. Ευχαριστώ για την κατανόηση κωλοφάνταρο είμαι στο κάτω κάτω :)

1γ. Από εδώ:
Στο γκολ, δημιουργεί χώρο ο Μουσλι και από θέση τρέιλερ έρχεται ο Ίβιτς φάτσα ,γι’ αυτό παίζει πίσω από τον Μουσλι και όχι δίπλα, αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύεται, δουλεμένο γκολ, και δεν είχε καμιά δουλειά ο Αντου να τον μαρκάρει, ή ο αμ.χαφ ή να βγει πιο ψηλά και γρήγορα ο 2ος σέντερ μπακ. Εάν ο Άρης ήταν λάσπη στον τελικό αλλά έπαιρνε τελικά το κύπελλο με 1-0 θα είχες ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ;

[Σ.σ. Παραθέτω σαν μπόνους την συνέχεια του κειμένου:] Αγαπάς υπερβολικά την ομάδα σου και δεν βλέπεις τις ατέλειες της, όπως το παθαίνω εγώ με την γυναίκα μου που είναι σαν ινδικός δράκος αλλά... πάρε τα μάτια μου να δεις, εγώ την βλέπω ΚΟΥΚΛΑ.

2α. Από εδώ:
Θωμά γουστάρω!!!Να γίνουμε λάσπη στο τσίπουρο και μετά μια ομαδική κλήση ταξί για να μας γυρίσουνε..!

2β. Από εδώ:
Χρόνια πολλά σε όλους Ίντι και καλή χρονιά. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και όλες τις κούκλες σου. Όπως θα κατάλαβες, είχα γίνει λίγο λάσπη-λιάρδα-χώμα-κουνουπίδι μετά που σε είδα και δεν κατάφερα να έρθω. Να περάσετε καλά!

  1. Από εδώ:
    μια φορά έκανα το λάθος να δω το γάμο μου στο βίντεο. οι μισοί που ήταν στην εκκλησία είναι νεκροί σήμερα. Το ξεκίνησα για πλάκα αλλά έγινα λάσπη :(

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.

  1. Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;

  2. Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία