Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει, κι ας το χρησιμοποιούμε κατά κόρον.

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Ο εθισμένος στην πρέζα, την ηρωίνη. Ηρωινομανής. Ειδικότερα αυτός που λαμβάνει την ουσία ενδοφλεβίως, με ένεση.

Η έκφραση έχει μεγάλη ιστορία, απαντάται σε παλιά ρεμπέτικα (βλ. π.χ. εδώ ή εδώ).

Υπάρχει και η ουδέτερη βερσιόν: πρεζάκι.

Συνώνυμα:

  1. πρεζόνι
  2. ζακιπρέ (ποδανά)
  3. ζάκι (ποδανά εξελιγμένα)
  4. τζάνκι (ουδ.) ή τζάνκης (αρσ.). Από το αγγλικό junkie, που εξηγεί θαυμάσια ο Mπάροουζ στο ομώνυμο ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο του.
  5. δοσάκιας (πρέζα = δόση)
  6. ενεσάκιας
  7. χουχλαράκιας (δλδ κουταλάκιας, από το κοχλιάριον, λαϊκιστί χου(χ)λιάρι)
  8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)
  9. χαρτάκιας (από το χαρτί: εκεί όπου τυλίγεται μια δόση ηρωίνης, συνεκδοχικά η ίδια η δόση (το περιέχον αντί του περιεχομένου).
  10. τοξότης (από την τοξοβολία)
  11. αρρωστάκι (γιατί ούτως ή άλλως ένα πέρασμα απ' το τρελάδικο δεν το γλυτώνουν). Το αρρωστάκι θέλει τον γιατρό του.

Γιατί όμως πρεζάκιας και όχι πρέζας ή πρεζάς; Γιατί το υποκοριστικό;

Διότι ο πρεζάκιας είναι το παιδί της μεγάλης παραμύθας, αυτή τον κυβερνά σ' όλες του τις σκέψεις και σ' όλες του τις κινήσεις. Ο πρεζάκιας είναι πάντα ο αιώνιος έφηβος.

Ο προσδιορισμός συνοδεύεται συχνότατα από χαρακτηρισμούς όπως καμένος, κατεστραμμένος, πεθαμένος, ξέφτιλος, παρτάλι. H λέξη βρίσκεται διαρκώς στα χείλη και των ίδιων των πρεζάκηδων, πάντα έτοιμων να βγάλουν πρεζάκια τον οποιοδήποτε (Μηχανισμός Προβολής)

Το Λεξικό της Ντάγκλας δίνει για τον πρεζάκια τον εξής ορισμό:

«ο ξεφτίλας ήρωας του περιθωρίου / που μπορεί να φτάσει στα άκρα / που δεν ξέρει καν τα όριά του / που κάθε μέρα πεθαίνει κι ανασταίνεται / και δεν καταλαβαίνει τίποτα / κρατήστε τον μακριά σας».

  1. Μ' έναν κνίτη πρώτα, και μ' έναν χριστιανό
    Μ' έναν ξαναμμένο μωαμεθανό
    Και μ' ένανε πρεζάκια παρδαλό

(Νικόλας Άσιμος, «Καταρρέω». Πρώτη εκτέλεση Β. Παπακωνσταντίνου στο δίσκο «Χαιρετίσματα», 1988)

  1. Να ο πρεζάκιας λένε όλοι σαν με βλέπουνε
    μοιάζω με πλοίο που το ρίξανε στην ξέρα
    θέλω ν' αλλάξω και τον κόσμο να μη ντρέπομαι
    όμως συνήθισα το βρώμικο αέρα...

(«Ο Βρώμικος Αέρας», από την ταινία «Η Στροφή», 1982. Εκτέλεση Βλάσης Μπονάτσος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αριστεροφιλελές, αναρχοφιλελές

Εναλλακτικές ταμπέλες για τους φιλελέφτ.

Πρόκειται για συνομοταξία φιλελέδων με αριστερές ανησυχίες (αντικληρικοί, ελευθεριακοί, διεθνιστές, φουντικοί, φίλοι των ΛΟΑΤ) και δεξιές τσέπες (υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ιδιωτικής περιουσίας, πολέμιοι του κολεκτιβισμού και σφόδρα αντικρά). Προξενούν αποτροπιασμό σε κάθε συντηρητικό, δεξιό τε και αριστερό.

Αριστεροφιλελέδες ή αναρχοφιλελέδες θα βρείτε εκεί που γαμιένται τα αναρχίδια με τσι βλαχοφιλελέρες.

Libertarian anarchists που λένε και στο χωριό μου.

1.
Δεν ήμουν ποτε ΣΥΡΙΖΑ! Κινούμαι στο χωρο της αριστεροκεντροδεξιάς! Είμαι αυτό που λέμε Αριστεροφιλελές!

2.

Σέβομαι την Ορθόδοξη παράδοση ως συγκροτητική της εθνοκρατικής υπόστασης και με αηδιάζουν οι αριστεροφιλελέ φραστικές χυδαιότητες κατά των ''τραγοπαπάδων'', του ''παπαδαριού'' κλπ.
(από το φουμπού)

3.
Ο αναρχοφιλελές παππούς κυνηγά την κοπέλα-κορμοράνο!

4.
Φιλελευθερισμος ή φορομπηξια εγραφε ενας αναρχοφιλελες σε τοιχο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το εξαιρετικής ποιότητας και γλυκύτητας χασίς.

  2. Η εξαιρετικής καλλονής γυναίκα, ιδιαίτερα νεαρή σε ηλικία.

  1. Α: - Τί μας λέει;
    Β: - γκουχ, γκουχ, Καϊνάρι μεγάλε... Γεια στα χέρια σου.

  2. Γνώρισα την αδερφή της Μιχαέλας χτες... Τι καϊνάρι είν' αυτό, Παναγία μου!

(από joe909, 29/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.

- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φέρων πλεξούδες ράστα, με ότι αυτό συνεπάγεται (αλλά όχι με την κυριλέ έννοια). Μιλάμε για ακατέργαστες και οργανικές τζίβες της συνομοταξίας ίντυ, εμποτισμένες με θυμάρι, φασκόμηλο και ευωδιαστή ούρδα χασισέλαιου. Σύμφωνα με αστικούς μύθους, συχνά φιλοξενούν αειφόρα οικοσυστήματα πανίδας και χλωρίδας.

Αλλά, δεν περιγράφω άλλο· για πληρέστερη κοινωνιολογική ανάλυση της φυλής, βάμος στο παράδειγμα.

Ασίστ: Dr. Steve Brule.

Την τελευταία δεκαετία έχουν έρθει και φύγει πολλές μόδες από την Ψαροκώσταινα

[…] Μία κατηγορία όμως παραμένει ζωντανή και ακμάζουσα. Ο τζιβάτος, μπαφάτος, χαρτζιλικωμένος χίπης.

[…] Επί το πλείστον ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και διασπασμένοι ακόμα και με τον εαυτό τους, οι τζιβάτοι είχαν μια τάση προς τα αριστερά κινήματα με τα πολλά αρχικά: Ε.ΝΕ.Ρ.Γ.ΕΙ.Α, Α.Ρ.ΧΗ. ΑΣ.ΠΡΟ.Δ.ΟΝ.ΤΗ.Σ. και παρόμοιες παρατάξεις ξεπηδούσαν κάθε δεκαπενθήμερο στα τραπεζάκια της σχολής. Και όλα ήταν στελεχωμένα με αφανοφόρους μουσο-ξερόλες και άσχημες γκόμενες με στυλάκι «προσπαθώ να γίνω ακόμα πιο άσχημη».

[…] Ο σωστός τζιβάτος φοράει μεταχειρισμένο σαλβάρι μωβ-μαύρο, all-starάκια που έχουν γίνει παντόφλες απ' τα πολλά σκισίματα και από πάνω μπλούζα 8 νούμερα μεγαλύτερη, συνήθως άσπρη με στάμπα «Ψαροταβέρνα ΤΟ ΚΥΜΑ» ή κάτι παρόμοιο.

[…] Ο τζιβάτος, εκτός από τζιβάτος και μπαφάτος, είναι επίσης σκαλάτος, πεζουλάτος ΚΑΙ γρασιδάτος. Δεν κάθεται σε καφετέριες και μπαρ γιατί είναι σύμβολα της καπιταλιστικής παρακμής στην οποία έχει πέσει η κοινωνία μας και διάφορα άλλα copy-paste απ' το Zeitgeist. Αντ' αυτού, προτιμάει να κάθεται σε μέρη με δέντρα και πράσινο για να είναι πιο κοντά στη φύση που τον εκφράζει. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: η Αθήνα ΔΕΝ ΕΧΕΙ πραγματικά μέρη με δέντρα και πράσινο! Ο τζιβάτος ναι μεν θέλει γρασίδι για τον κώλο του, αλλά ταυτόχρονα δε θέλει να απομακρυνθεί και πολύ απ' τις γειτονιές του κέντρου που βγαίνουν όλα τα μουνιά. Οπότε καταλήγει να κάθεται (οκλαδόν πάντα) σε κάτι νησίδες 2 τετραγωνικών μέτρων γεμάτες σκατά σκύλων, με αμάξια και χιλιάδες πεζούς να περνάνε γύρω του, διατηρώντας ταυτόχρονα υφάκι «Ααααχ! Αυτή είναι χαλάρωση...».

[…] Λοιπές δραστηριότητες του μπαφάτου περιλαμβάνουν τζάμπα συναυλίες, συμμετοχή σε βαρετά φεστιβάλ του ΣυΡιΖα, πορείες όπου αν φάει μισό μιλιγκράμ δακρυγόνο θα μας πρήζει τον πούτσο για κανά μήνα, λιώσιμο σε καταλήψεις πάρκων, παρακολούθηση εξαρχειακών μπάχαλων από ασφαλή απόσταση, διάβασμα ποίησης και πούλημα μούρης σε όσους δε διαβάζουν ποίηση.

(Clopyright: «Νομιμοποιήστε το μπάφο, φυλακίστε τους μπαφιάρηδες!», εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διεθνής και υπεραιωνία κατηγορία πότη που καταναλώνει μόνο ουίσκι και δεν καταδέχεται άλλο ποτό. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει κύρος, σε αντίθεση με το ουισκάκιας που δηλώνει τον ντεμέκ ουισκά, ή τον φτηνιάρη ουισκά, τον ουισκά που κατρακύλησε από την υπερκατανάλωση, τεσπα όχι τον ουισκά με πεντιγκρί.

Και για άλλα ποτά παίζει η κατάληξη -άς (κονιακάς, μπυράς) αλλά πολύ πιο σπάνια, νομίζω.

  1. Διαβάζοντας τα διάφορα δελτία τύπου που έχουν ήδη γραφτεί για το Double Black ξεχωρίζω κάποιες κοινές λέξεις ανθρώπων του marketing όπως, κομψότητα, μυστήριο, σκοτεινός χαρακτήρας, υψηλών απαιτήσεων και κάποια ακόμη. Μπερδεύομαι λίγο με όλα αυτά και για να πω την αλήθεια, μιας και είμαι ουισκάς, δεν μου πολυαρέσουν. Πίνω ένα διπλό σκέτο Double Black ακούγοντας Τζαζ. Τότε ακούγοντας την μυστηριώδη φωνή της Billie Holiday στο P.S. I Love You σε μουσική του Gordon Jenkins και στίχους του τεράστιου Johnny Mercer σε μια ηχογράφηση του 1954 βλέπω το φως το αληθινό! Αυτό είναι το Double Black. Ένα ταξίδι σε άλλη εποχή. Δεν μπορείς να το πιεις στην κουζίνα σου που φτιάχνεις και τον φραπέ σου. Δεν μπορείς να το πιεις σε ένα καναπέ γεμάτο κουτάκια μπύρας, κουτιά πίτσας και τσαλακωμένες εφημερίδες. Δεν μπορείς να το πιεις ακούγοντας φασαριόζικη μουσική. ... Είναι το ουίσκι του Humphrey Bogart στην ταινία The Big Sleep του 1946. ... Το Double Black ανοίγει νέα κεφάλαια αναμνήσεων από άλλες πιο κλασάτες εποχές.

  2. Αυτό το έχω πει με μερικά καλά μολτ (τι καλά; Θεϊκά. Τι θεϊκά; Ημίθεα!). Για τα καλύτερα απ' αυτά, έλεγα «Τύφλα να 'χουνε τα μπράντια, τα κονιάκια κι όλα τ' άλλα τα φαρμάκια». Ωστόσο, από ευρωπαϊκά ποτά, είμαι μάλλον ουισκάς (για κάποιες άριστες μπράντες τουλάχιστον) παρά κονιακάς.

  3. Εσύ είσαι ουισκάς, ε? ή θυμάμαι λάθος?.. Ναι ουισκάς είμαι, αλλά το καλοκαίρι φέρνει πολύ ζέστη το ουίσκυ..

Όλα από το νέτι, στα πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της λέξης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.

Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.

(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)

- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία