Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.

-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.

Βλ. και κλάνας, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δειλός άνθρωπος.

  1. - Ααα ρε κότα λυράτη...

  2. - Θα έρθεις ρε μαλάκα να μιλήσουμε στις γκόμενες, ή θα κάνεις πάλι την κότα;

  3. - Τι μιλάς ρε κότα;

μάγκας ή κότα ; (από xalikoutis, 23/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία