Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο Pedro Munitis είναι Ισπανός ποδοσφαιριστής, που έχει μείνει στην Ιστορία κυρίως για το όνομά του, παρά για τις αθλητικές του ικανότητες.

Η έκφραση αποτελεί συνώνυμο όλων των μειωτικών χαρακτηρισμών του μουνιού για άντρες ή καταστάσεις, όπως μουνί καπέλο, Μουνιόθ, Μουνιόθ Καπέλο κ.ο.κ.

Η ειδική σημασία του Munitis έγκειται στο ότι: α) χρησιμοποιείται με ειρωνεία για κάποιον λούζερ, που αποτελεί τραγικό πρόσωπο, καθώς κανείς δεν του δίνει σημασία. Αν θυμάμαι καλά, ο Munitis είχε φύγει απ' την Ρεάλ στα πλαίσια ανακατατάξεων, προκειμένου να έρθει ο Ρονάλντο. β) Έχει δώσει λαβές για τις πλέον αστείες ποδοσφαιρικές/αθλητικές ανταποκρίσεις και συζητήσεις φιλάθλων. Βλέπε στα παραδείγματα.

Αντώνυμο: Πουλίτου

(Από αναμετάδοση αγώνα της Ρεάλ): Ζιντάν, Ζιντάν, πάντα Ζιντάν, Ζιντάν, ο Ζιντάν ψάχνει το Munitis, ψάχνει το Munitis ο Ζιντάν, δεν μπορεί να βρει το Munitis, και ναι, τελικά βρίσκει το Munitis ο Ζιντάν, κυρίες και κύριοι...

(Από φίλαθλη κουβέντα λίγο μετά τις μεταγραφικές ανακατατάξεις): -Τά μαθες; Μέχρι και το Munitis έδωσε η Ρεάλ για να πάρει τον Ρονάλντο! -Και πόσα λεφτά πήρε για το Munitis;
-Η Ρεάλ πήρε το Ρονάλντο κι η Ρασίγκ έμεινε να παίζει με το Munitis!

(Λίγες μέρες μετά:)
-Σήμερα η Ρασίγκ θα παρουσιάσει επίσημα το Munitis στους φιλάθλους!
-Είμαι σίγουρος ότι οι φίλαθλοι θα αγαπήσουν πολύ το Munitis!
-Και σε ποια θέση λες να βάλει το Munitis η Ρασίγκ;
-Μάλλον θα παίζει το Munitis μεταξύ μικρής και μεγάλης περιοχής!..

(Λίγες μέρες μετά, όταν τραυματίστηκε ο Ρονάλντο στην πρώτη προπόνηση):
-Βλέπει το Munitis η Ρασίγκ και δοξάζει την τύχη της! Ο Ρονάλντο τραυματίστηκε απ' την πρώτη προπόνηση ο γκαντέμης! Ενώ, η Ρασίγκ κατάφερε να κρατήσει το Munitis ανέπαφο! (Και σε εξαιρετική φυσική κατάσταση)!
Κ.ο.κ.

Ο Munitis με τη φανέλα της Εθνικής Ισπανίας (από poniroskylo, 22/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τις σεξιστικότερες ύβρεις, σύμφωνα με την οποία το γυναικείο αιδοίο (και κατ' επέκταση η γυναίκα που το φέρει) παρομοιάζεται και εξομοιώνεται με μια απλή, νέτη σκέτη Τρύπα. Στο μυαλό αυτών που το λένε (διαβεβαιώ τον Τζίζας που πρότεινε τον όρο πως το λεν αρκετοί) η λέξη αυτή είναι ακόμα υβριστικότερη από το μουνί, μουνότρυπα και τα συναφή, καθότι υποβιβάζεται πλήρως η αξία του στη μη αξία μιας τρύπας η οποία, στην καλύτερη περίπτωση να βουλώσει και τίποτ' άλλο. Απαθής, αμέτοχη και αδιάφορη για τους πάντες τρύπα, αυτό είναι η γυναίκα στο μυαλό όσων τις αποκαλούν έτσι. Μάλλον έχουν τους προσωπικούς τους λόγους και δεν έχει να κάνει με το ποιόν της γυναίκας που υφίσταται αυτή την επίθεση.

Υπάρχουν και γυναίκες που το λένε προς τις ομόφυλές τους και τότε έχει μεγαλύτερο μένος η βρισιά. Τώρα αν λέγεται και σε αδελφές, ουκ οίδα. Μεταξύ τους, υποθέτω πως ναι, το λένε.

- Αχ συγνώμη κύριε, δεν το είδα το στοπ...
- Ουστ μωρή τρύπα, μιλάς κι από πάνω...

(από ironick, 22/11/08)

Βλ. και καυλόμουνο, αμαρτωλό, ξεψώλι.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει γυναίκα με firepower capacity ίσο με 5 μουνάρες.

- 2 weeks Κέρκυρα και Ιόνιο με πριβέ σκάφος και Δάφνη να φοράει μόνο μπλουζάκι.
- Ναι, για φαντάσου όμως αλλα σε 20 year old DEU, είναι καλύτερο όμως;
- Δεν χρειάζεται, έχω κολλήσει στο τάισμα σταφυλιού στην πλώρη με θέα Ιθάκη και πάντα κώλος / μουνί να αερίζονται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Βλ. και καληνυχτάκιας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, ανεμογάμης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.

Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικά, προσβλητικά: το αιδοίο.

περιττό

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία