Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.

Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.

Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).

Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.

1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα

2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!

3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει, κι ας το χρησιμοποιούμε κατά κόρον.

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Ο εθισμένος στην πρέζα, την ηρωίνη. Ηρωινομανής. Ειδικότερα αυτός που λαμβάνει την ουσία ενδοφλεβίως, με ένεση.

Η έκφραση έχει μεγάλη ιστορία, απαντάται σε παλιά ρεμπέτικα (βλ. π.χ. εδώ ή εδώ).

Υπάρχει και η ουδέτερη βερσιόν: πρεζάκι.

Συνώνυμα:

  1. πρεζόνι
  2. ζακιπρέ (ποδανά)
  3. ζάκι (ποδανά εξελιγμένα)
  4. τζάνκι (ουδ.) ή τζάνκης (αρσ.). Από το αγγλικό junkie, που εξηγεί θαυμάσια ο Mπάροουζ στο ομώνυμο ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο του.
  5. δοσάκιας (πρέζα = δόση)
  6. ενεσάκιας
  7. χουχλαράκιας (δλδ κουταλάκιας, από το κοχλιάριον, λαϊκιστί χου(χ)λιάρι)
  8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)
  9. χαρτάκιας (από το χαρτί: εκεί όπου τυλίγεται μια δόση ηρωίνης, συνεκδοχικά η ίδια η δόση (το περιέχον αντί του περιεχομένου).
  10. τοξότης (από την τοξοβολία)
  11. αρρωστάκι (γιατί ούτως ή άλλως ένα πέρασμα απ' το τρελάδικο δεν το γλυτώνουν). Το αρρωστάκι θέλει τον γιατρό του.

Γιατί όμως πρεζάκιας και όχι πρέζας ή πρεζάς; Γιατί το υποκοριστικό;

Διότι ο πρεζάκιας είναι το παιδί της μεγάλης παραμύθας, αυτή τον κυβερνά σ' όλες του τις σκέψεις και σ' όλες του τις κινήσεις. Ο πρεζάκιας είναι πάντα ο αιώνιος έφηβος.

Ο προσδιορισμός συνοδεύεται συχνότατα από χαρακτηρισμούς όπως καμένος, κατεστραμμένος, πεθαμένος, ξέφτιλος, παρτάλι. H λέξη βρίσκεται διαρκώς στα χείλη και των ίδιων των πρεζάκηδων, πάντα έτοιμων να βγάλουν πρεζάκια τον οποιοδήποτε (Μηχανισμός Προβολής)

Το Λεξικό της Ντάγκλας δίνει για τον πρεζάκια τον εξής ορισμό:

«ο ξεφτίλας ήρωας του περιθωρίου / που μπορεί να φτάσει στα άκρα / που δεν ξέρει καν τα όριά του / που κάθε μέρα πεθαίνει κι ανασταίνεται / και δεν καταλαβαίνει τίποτα / κρατήστε τον μακριά σας».

  1. Μ' έναν κνίτη πρώτα, και μ' έναν χριστιανό
    Μ' έναν ξαναμμένο μωαμεθανό
    Και μ' ένανε πρεζάκια παρδαλό

(Νικόλας Άσιμος, «Καταρρέω». Πρώτη εκτέλεση Β. Παπακωνσταντίνου στο δίσκο «Χαιρετίσματα», 1988)

  1. Να ο πρεζάκιας λένε όλοι σαν με βλέπουνε
    μοιάζω με πλοίο που το ρίξανε στην ξέρα
    θέλω ν' αλλάξω και τον κόσμο να μη ντρέπομαι
    όμως συνήθισα το βρώμικο αέρα...

(«Ο Βρώμικος Αέρας», από την ταινία «Η Στροφή», 1982. Εκτέλεση Βλάσης Μπονάτσος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο εθισμένο στην κοκαΐνη, κοκαϊνομανής.

Η κοκαΐνη (κόκα, κοκόρι, κοκορέτσι, χιόνι, πάχνη, blow, βράχος) θεωρείται η ντρόγκα του πλουσίου, το ναρκωτικό της καλής κοινωνίας. Εξ ού και οι ονομασίες Κυρία, Λευκή Κυρία, Λαίδη, Μόδα. Την τιμούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και λοιποί νταβατζήδες, μεγαλοτοκογλύφοι, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαλογομούρηδες, αθλητές, μοντέλα, τραγουδιάρες και τραγουδιάρηδες, αρτίστες, πόρνες και πούστηδες πολυτελείας. Όλο το ανφάν γκατέ, η κρεμ ντε λα κρεμ...

Οι πλέον ισχυροί και χλιδάτοι κοκάκηδες είναι τα πλατινένια ρουθούνια. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια σ' αυτά τα ρουθούνια, όπως οι κοιλιόδουλοι στο στομάχι τους. Ο δε αστικός μύθος, θέλει τα καμένα απ' τη συνεχή χρήση ρουθούνια, να αντικαθίστανται με μεταλλικά...

Αν τον ρωτήσεις τι παρενέργειες έχει η κόκα και τι νίλα μπορεί κανείς να πάθει απ' αυτήν, θα σου απαντήσει με χαμόγελο και ψιλοειρωνικά: «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Μπορείς να παίρνεις όσο βαστάει η τσέπη σου».

Δεν έχει και εντελώς άδικο. Σε σχέση με την πρέζα, η κόκα είναι πολύ πιο light ποτό, ενώ κι η εξάρτηση που προκαλεί δεν είναι σωματική, αλλά μόνο ψυχολογική. Εξ ου και τα ακόλουθα συνθηματικά / σλανγκικά: κοκό ή candy (που παραπέμπει σε λιχουδιά των παιδικών χρόνων), αναψυκτικό ή κοακόλα (σε σχέση με τη ζα, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη), σκόνη της ευτυχίας.

Aπό πολλές απόψεις, ο κοκάκιας είναι το άκρως αντίθετο του πρεζάκια. Ανήκει συνήθως στα μεσαία και βάλε οικονομικοκοινωνικά στρώματα, ενώ ο δεύτερος είναι πιο λαϊκό παιδί. Θέλει να τα έχει όλα δικά του, και την πίτα χορτάτη και το σκύλο ολόκληρο, δλδ και να μαστουριάζει και να είναι κοινωνικά ευυπόληπτος, τη στιγμή που τα ζάκια είναι αυτοκαταστροφικά, χαίρονται με το ξεφτιλίκι τους και την παρακμή τους. Διαφέρουν και στο lifestyle: οι κοκάκηδες ψοφάνε για χλιδές, καταναλωτισμό, μπουζούκια, clubs, mainstream και χορευτική μουσική, ενώ τα ζάκια (πριν μπλέξουν) ήταν συνήθως αλτέρνια, αντισυμβατικοί, αντικομφορμιστές κλπ. Επίσης, οι μεν κράζουν ανηλεώς τους δε: οι κοκάκηδες κάνουν λόγο για ψοφίμια, ξέφτιλους, πεθαμένους, κατεστραμμένους, ενώ τα ζάκια (μαζί με τους συμπαθούντες αυτά) αντεπιτίθενται και τους χαρακτηρίζουν εγωιστές, παλιοχαρακτήρες, παρτάκηδες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό περί στερεοτύπων, που θέλουν τους πρεζάκηδες «καλά παιδιά», ευαίσθητα και ψυχοπονιάρικα, που κύλησαν στην παραμύθα με ευθύνη της πουτάνας της κενωνίας...

Την σήμερον, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου τα στερεότυπα σφυροκοπούνται από παντού, τέτοιου είδους διακρίσεις και διαχωρισμοί μόνο σχετική αξία έχουν. Όλο και περισσότερα ΒουΠου (βουτυρόπαιδα Βορείων προαστείων και μη) αρχίζουν να το παίζουν τοξοτάκια, ενώ και η κόκα έχει προ πολλού ξεφύγει απ' τα στενά όρια του Κολωνακίου και μεταδίδεται ως καλπάζων καρκίνος στους λαϊκούς φτωχομαχαλάδες...

Το πορτρέτο ενός τυπικού κοκάκια.

Είναι σήμερα γύρω στα 35-40. Ανδρώθηκε τη δεκαετία του '90, διαβάζοντας μανιωδώς τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου. Ονειρευόταν λεφτά, γκόμενες, ταξίδια, σόου-μπίζνες και μπίζνες της νύχτας. Ενίοτε κατάφερε να βάλει κάποια γκαφρά στην άκρη, ώστε να μπορεί να χλιδαμπουριάζει και να το παίζει χαΐστας. Ίσως κονόμησε και στο Χρηματιστήριο το '99. Είναι πάντα πολύ λαρτζ, κιμπάρης και χουβαρντάς, κι ας τη βγάζει με δανειοδάνεια. Οδηγάει ακριβό αυτοκίνητο, ενώ στάνταρ μια-δυο φορές τη βδομάδα έχει κλεισμένο τραπέζι σε κυριλέ μπουζουκάδικο ή mega club της Παραλιακής.

Alex James, former Blur bass player (από allivegp, 20/07/09)αυτό ακριβώς κρατά ο κύριος  (από johnblack, 20/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.

- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!

(από doodoon, 15/04/11)(από doodoon, 15/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.

Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.

Ειδικότερα:

  1. Στο λεξιλόγιο μιας ειδικής κατηγορίας παρανόμων, εκείνων που ασχολούνται συστηματικά με κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, γιατρός είναι ο ειδικευμένος «τεχνίτης» ο οποίος αναλαμβάνει να παραποιήσει τον αριθμό πλαισίου και αριθμό κινητήρα του κλεμμένου οχήματος και να περάσει καινούριους. Κάθε πλαίσιο (σασί) και κάθε κινητήρας (μοτέρ) που βγαίνει απ' το εργοστάσιο, έχουν χαραγμένα πάνω τους, κυρίως για λόγους ασφαλείας, τους κωδικούς αυτούς αριθμούς. Χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του οχήματος σε περίπτωση κλοπής. Ο γιατρός, ο οποίος κατά κανόνα δε μετέχει στη φέρμα, έρχεται κατόπιν εορτής, στο γκαράζ που έχεις κρύψει το κλεψιμέϊκο, αποξύνει τους παλιούς αριθμούς (με προσοχή για να μην αφήσει ίχνη) και «χτυπάει» τους νέους. Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι νέοι αριθμοί; Μήπως ο γιατρός θα τους βγάλει απ' την κοιλιά του;

Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  1. Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.

  2. Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.

  1. - Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
    - Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
    - Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
    - Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
    - Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
    - Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.

  2. (πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
    - Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
    - Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
    - Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
    - Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
    - Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..

If your down he\'ll pick you up Dr. Robert, Take a drink from his special cup Dr. Robert  Dr. Robert, he\'s a man you must believe, Helping everyone in need, No one can succeed like Dr. Robert (από Khan, 28/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.

Βλ. και ζέο, ζάκι.

- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία