Tο γενικά απαξιωμένο άτομο - αντικείμενο - συζήτηση - θέμα.
Η οικονομική κατάσταση είναι χεσταία.
Το προδιαγραφόμενο μέλλον είναι χεσταίο.
Ο ανίκανος πολιτικός είναι χεσταίος.
Tο γενικά απαξιωμένο άτομο - αντικείμενο - συζήτηση - θέμα.
Η οικονομική κατάσταση είναι χεσταία.
Το προδιαγραφόμενο μέλλον είναι χεσταίο.
Ο ανίκανος πολιτικός είναι χεσταίος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο όρος χθεσινό αυγό, ή μ' άλλα λόγια, το σημερινό πουλάκι, που βγήκε χθες από το αυγό του, αναφέρεται απαξιωτικά για κάποιον:
- νεαρό στην ηλικία που, κατά την αντίληψη κάποιου μεγαλύτερου του που εκφέρει την ατάκα, μιλάει, ντύνεται και φέρεται ανάρμοστα για την ηλικία του.
Αυτός που το λέει μπορεί να 'ναι πολύ συντηρητικός άνθρωπος που δεν έχει συμφιλιωθεί με την εποχή του και έχει μείνει σε νόρμες και συνήθειες που έπαιζαν παλιότερα, αρκετά μεγαλύτερος από τον άλλον (δυσκολία κατανόησης λόγω ηλικιακού gap) (βλ. παρ. 1)
- νεότερο, σε ένα κοινωνικό σύνολο ατόμων (εργασιακό χώρο, σύλλογο, κλπ), από αυτόν που εκφέρει τον όρο, όταν κατά τη γνώμη του, ο άλλος δείχνει το... θράσος και έχει την... άνεση στο χώρο. Ωστόσο, ο νεότερος στο σύνολο αυτό, μπορεί να είναι μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτόν που εκφέρει την ατάκα και μπορεί να έχει την... εμπειρία. Εντούτοις δεν αποκλείεται αυτός, να είναι και στον κόσμο του.
Αυτός που εκφέρει τον όρο, μπορεί να αποκαλεί τον άλλο, ξεψάρωτο, να του καταλογίζει αυθάδεια, κλπ. Ωστόσο δεν αποκλείεται να τον ζηλεύει όταν τον βλέπει να τεκμηριώνει αυτά που λέει και να τυγχάνει αποδοχής από τους υπόλοιπους. Πολλές φορές πάλι, αυτός που εκφέρει τον όρο μπορεί να ήταν ψαράςκατά την είσοδο του σ' αυτό το σύνολο και να μην ανέχεται ανθρώπους με ελευθερία γνώμης. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.
1) Κοίτα πώς ντύθηκε το χθεσινό αυγό. Όλα έξω τα πέταξε.
2) Κοίτα ρε... Έχει τρεις μήνες στη δουλειά το χθεσινό αυγό και το παίζει μέντορας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο παλαιός Κρης, εις την προσπάθεια να θίξει το αεικίνητο ενούς συμπατριώτη του, χρησιμοποιούσε τοιαύτη φράση, δεδομένου του ότι ο «διάολος» (δηλ. ο δαίμων) αεικίνητος και ακατάπαυστος εστί. Πόσω μάλλον οι χίλιοι διαόλοι! Καμία σχέση δεν υπάρχει μετ' εξορκισμών, μαγείες τε και βουντού. Έμφαση δίδεται εις τον τονισμόν της αρχικής φράσεως, τουτέστιν η φράση εκφέρεται ως εξής: «ΣΣχχίλιοιοιοι διαόλοιοι μέσα σουου!»
Καυλαγόρας: -Τοιαύτο κλαμπ φοβερό εστί! Κοίταξον χορός! (ακολουθεί αερότουμπα και θραυσματoχορός ήτοι break dance)
Τσιμπουκίων: - Μα κάθισε κάτω πλέον και απήλαυσε το ποτό σου!«
Καυλαγόρας (εν μέσω θραυσματοχορού, κινήσεων καράτε τε και Ταρζάν): - Δε δύναμαιααιαι!
Καυλαγόρας: - Χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Βλ. και διαλέμπαμεσασου, μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.
- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υπάρχουν δυο συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες εφαρμογές του λήμμαντος:
Τα παίρνω στη κράνα, συφιλιάζομαι, και ενίοτε κασιδιάζω ρίχνοντας ψιλές urbi et orbi.
Βλ. επίσης: χιτλεριάζομαι, σταλινιάζω(ομαι).
Πρώτη έννοια
2.
Η εμπειρια μου ειναι οτι οσο πιο πολυ χιτλεριαζει η εργοδοσια τοσο αντιδρουν οι υπαλληλοι και σπαει το spell της ''συνεργασιας''
3.
I can't listen to that much Wagner, ya know; I start to get the urge to conquer Poland.
(Woody Allen)
Δεύτερη έννοια
4.
Γειά σας. Έχω καιρό να γράψω αλλά μ αυτά που διαβάζω χιτλεριάζω. Επιτέλους σ αυτό το κράτος...
5.
Ο Χιμενεθ, οταν καναμε κρουση στην Ιντερ τα Χριστουγεννα για εξαμηνο δανεισμο, δε πολυφαινονταν προθυμος να ερθει στην Ελλαδα και τον ΠΑΟΚ, χωρια που χιτλεριασε ο Μουρινιο και δεν τον αφησε να φυγει, γιατι ντε και καλα τον πιστευε, παρ' οτι προερχονταν απο σοβαρο τραυματισμο...
5.
Η όλη ιστορία ξεκινάει από κάποιον που χιτλέριασε και «σε έδωσε» γιατί είδε ότι ένα από αυτά που έχεις και δίνεις στους άλλους είναι δικό του. (Μπορεί να είναι ο πειρατής της διπλανής πόρτας που ξέρει ότι μοιράζεις πειρατικά και είπε να σπάσει τη πιάτσα!)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χλεμπαγιέ ή πλεμπαγιέ. Από την πλέμπα > «πλεμπάγια». Ενέχει μπασκλασαρία, κακογουστιά και έλλειψη περιποίησης. Το αντίθετο του κυριλέ.
- Τι έλεγε, τελικά, το φαγάδικο που πήγατε, ρε Βαγγέλη;
- Τι να λέει... Όλα φύρδην μίγδην, τσαλαπατημένα και βλαχομπαρόκ... Χλεμπαγιέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.
Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.
Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.
β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο φέρων χλίδα, ο χλιδαίος, ο χλιδάμπουρας. Στις μέρες μας, κι ο χλιδάνεργος.
Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι το αγγλικάνικο glitter ετυμολογείται εκ της χλίδας. Ωσεκτουτού, όταν οι χλιδάτοι συνευρίσκονται με τους glitterati μοιραίως διαπράττουν ετυμομιξία.
Εκ της χλιδής και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.).
- Ειρωνείες και ΚΡΑΞΙΜΟ από την BILD: Ο κουλ αλλά και…χλιδάτος Βαρουφάκης αποδεικνύεται ψεύτης και ετοιμάζεται να…αποχωρήσει για να διασωθει! (εδώ)
- Ο χλιδάτος βίος του Καμμένου στο Four Seasons της Ουάσινγκτον (εκεί)
- Δείτε τη χλιδάτη φυλακή του Νορβηγού εκτελεστή (...) Μέσα στη φυλακή υπάρχει ένα στούντιο ηχογράφησης, διάδρομοι για τρέξιμο καθώς και ένα μικρό, ξεχωριστό κτίριο με δύο δωμάτια, όπου οι κρατούμενοι μπορούν να μένουν με τις οικογένειές τους κάποιες ημέρες! Υπάρχει ακόμη εργαστήριο μαγειρικής, όπου οι κρατούμενοι μπορούν να παρακολουθούν ειδικά σεμινάρια μαγειρικής (παραπέρα)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είναι μια ακόμα προσφορά του διεθνούς μάρκετινγκ στους νεόπτωχους.
Ο όρος-θεσμός στην σημασία #2, που αποτέλεσε την βάση για την σημασία #1, δεν είναι καινούργιος. Εμφανίστηκε την δεκαετία του '50 με πρώτους διδάξαντες τους Ιταλούς. Οι κάτοικοι των ΗΠΑ τον έκαναν επιστήμη στην δεκαετία του '80.
«...Η φούσκα της χλιδοπαπάτζας έσκασε και μάλλον ήταν η τελευταία στην σειρά με τις φούσκες...» (από την Μπαρμπουτιέρα)
Χλιδοπαπάτζας είναι ο τύπος. Άμα τον γυρίσεις ανάποδα, δεν θα πέσει ούτε κέρμα. Άκουσα ότι σε λίγο του παίρνουν και την Μαζεράτι. Ό,τι πήδηξε, πήδηξε...
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία