Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγονται υποτιμητικά απο τους Μοραΐτες (ιδίως απο τους σνομπαρίες Πατρινούς) οι Ρουμελιώτες, διότι είναι «απ’ έκει» (= απο την απέναντι μεριά του Πατραϊκού – Κορινθιακού, αφού εκεί μετατίθεται ο αντίστοιχος Ρουβίκωνας πάνω/κάτω απ’ τ’ αυλάκι στην Δυτική Ελλάδα).

Κάτι λέει σχετικά ο Georg Ludwig von Maurer στο πόνημά του Das Griechische Volk (Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835) για την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Μοραϊτάδων (τεμπελχανείο, πανουργία, δουλοπρέπεια κ.α.) σε αντιπαραβολή προς τους Ρουμελιώτες (άξεστα ζώα μεν, αλλά σπαθάτοι, ντόμπροι και γενναίοι δε). Δεν είναι τυχαίο που οι τελευταίοι ουδέποτε χώνεψαν τους πρώτους, καίτοι γείτονες.

Σημειωτέον, οτι το Ευζωνικό Σώμα ήταν μέχρι και τον ΒΒ Ι, χωριστό τμήμα του ελληνικού στρατού, αποτελούμενο αποκλειστικά απο Ρουμελιώτες – σκυλιά του πολέμου, κάτι ανάλογο με τους Argyll & Sutherland Highlanders του βρεταννικού στρατού. Πολλούς απ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους αλλά απείθαρχους και μπαϊλντισμένους να πολεμούν για χρόνια (Α & Β Βαλκανικοί, Σκρά-Λαχανά-Κιλκίς και δε συμμαζεύεται), τους ξαπόστειλαν με το ζόρι στην Ουκρανία το 1918, για να βάλουν μυαλό και πολλοί γύρισαν μόνο μεταφορικώς με τα πόδια πίσω, αφού τους είχαν ακρωτηριάσει λόγω κρυοπαγημάτων (οι υπόλοιποι γύρισαν με τα πόδια κυριολεκτικώς)!

Οι Μοραΐτες, απο καταβολής ιδρύσεως νεοελληνικού Κράτους, θεωρούσαν οτι πιάσανε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια κι έτσι εκτόπισαν τους Ρουμελιώτες απο τα μετεπαναστατικά πόστα εξουσίας καθώς και τους γκαγκαρέους απο την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, επιβάλλοντας την δική τους υποκουλτούρα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στην συνέχεια συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους των «Νέων Χωρών» (Θεσσαλία, Νησιά, Κρήτη, Μακεδονία, Μικρά Ασία κλπ) περίπου ως αποικιοκράτες («παλιολλαδίτες» = ότι πάλιουρας και τέτοια) με το στανιό (βλ. τρίπτυχο χωροφύλακας-παπάς-δάσκαλος) αφού δεν υπερείχαν δα σε πολιτισμό, ώστε η σημερινή ψευτοκόντρα χαμουτζήδωνσεμελέδων καίτοι φαίνεται να έχει πάρει την μορφή ποδοσφαιρικής διενέξεως μεταξύ των εκπροσώπων του ancien régime (Αθήνα) και του ordre nouveau (Θεσσαλονίκη), εν τούτοις να ανάγεται σε παλαιότερες ιστορίες για αγρίους.

Τα μοραΐτικα τζάκια καπνίζουν ακόμα, με ελάχιστες σχετικά πρόσφατες εξαιρέσεις (Κρήτη & Μακεδονία), αφού οι ημιμαθείς κοτζαμπάσηδες επιμένουν να κυβερνούν ακόμα τον τόπο κι ας χαζοδιερωτούνταν σχετικά ο Καραμαλής το '63.

Αγαπούν δε το τόπο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά απο αιώνες κυριαρχίας των προυχόντων τους, τόσον ο μητροπολιτικός Μορηάς όσο και η αποικία τους (Αθήνα) να παραμένουν ένα μπουρδέλο και μισό, ενώ τα δημόσια έργα στην Πελοπόννησο καθυστερούν χαρακτηριστικά καμιά 20αριά χρόνια σε σχέση με αυτά που εκτελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τί Μπραΐμης – τί Ζαΐμης...

Ειδικά οι Πατρινοί προεστοί, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας τους χάρισε μιαν κομψότατη ευρωπαϊκή πόλη το 1828, έσπευσαν τα ζωντόβολα να την μετονομάσουν χάριν του ευεργέτη τους σε «Ιωαννούπολι», παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο θρύλο του Πατρέα, συνηθισμένοι στους τεμενάδες. Ο ευγενικός κόμης, αρνήθηκε διακριτικά (αλλά μέσα του μάλλον σιχτίριζε ιταλιστί).

Παρ’ όλα αυτά, ο Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας (!), ο άνθρωπος που επινόησε το καντονιακό σύστημα το οποίο λειτουργεί θαυμάσια στην Ελβετία, έφαγε το κεφάλι του στο Μορηά με φόντο το Μπούρτζι, όπου τον καθάρισαν κάποιοι ασήμαντοι Μπουρτζομιχαλαίοι. (Καλά να πάθει, αφού ανακατεύτηκε με τα πίτουρα).

Βέβαια, όλ’ αυτά καταντούν υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, αν σκεφτεί κανείς οτι η Αμαλιάδα ανάστησε έναν Μπελογιάννη...

Αφιερούται τω Mancunian Mont Blanc – Ideophobic Psycho.

- Τί θα κάνεις το Πάσχα;
- Λέω να πάω απέναντι, έχω σόι εκεί...
- Πού ρε; Στους απέκηδες θα πάς; Ω ρε μάνα μου! Έχεις να φάς σπληνάντερο, που θα σε πάει καπνός!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ;
- Τι λές ρε; Αφού δεν τρώω κρέας. Αυτοί ακούνε βετζετέριαν και σε πυροβολούν στα γόνατα!
- Σάμπως τα παραλές! Στο Μoρηά και στα Μεσόγεια όλη η αρβανιτιά στη μπριτζόλα και στο παϊδάκι είναι...
- Ναι, ενώ στη Ρούμελη είναι μες στη γαλλική κουζίνα, τί να σου πώ; Mattieu, sufflimat και τέτοια...

(Σ.Σ. «ματιές» και «σουφλιμάς» είναι είδη ρουμελιώτικου κοκορετσιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία