Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη αρχικά σήμαινε αστυνομικό τμήμα ή απόσπασμα χωροφυλακής - αυτό σημαίνει και το τούρκικο karakol απ' το οποίο και προέρχεται (βλ. παράδειγμα 1).

Αργότερα, μετά το 1922, στα Ελληνικά σημαίνει και το αστυνομικό όργανο, τον χωροφύλακα - και ειδικά τον βλάκα, τυπολάτρη αλλά και βάναυσο μπάτσο (βλ. παράδειγμα 2).

Στην πιο συνηθισμένη σήμερα χρήση της λέξης καρακόλι εννοείται ο στρατονόμος και η στρατονομία γενικότερα (βλ. παράδειγμα 3).

Η λέξη χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να δηλώσει κάποιον που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία (βλ. παράδειγμα 4) ή και οποιαδήποτε μορφή παρεμβατικής εξουσίας (βλ. παράδειγμα 5).

Το κarakol στα τούρκικα προέρχεται από το kara + kol = μαύρο + χέρι. Μπρρρ ...

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογίες της λέξης - από το βενετσιάνικο caraguol και το ισπανικό caracol που σημαίνουν σαλιγκάρι και από την μογγολική (!!!) λέξη caracole που είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός - αλλά μάλλον δεν ευσταθούν.

  1. Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. (από το «Θυμάμαι τη Σμύρνη» του Ν. Καρστσωνάκη-Νάκη)

  2. Φαντάζομαι τη φάση: φοιτητής με κοτσίδα δίνει σε φίλο του μνήμη DDR2 σε αλουμινόχαρτο και εισπράττει 20 ευρώ. Τους παίρνει χαμπάρι η κυρά Ζηνοβία και στέλνει τα καρακόλια με μπαντιλίκια να συλλάβουνε τον πρεζέμπορα. Οι δε.. αδιάφθοροι σκάνε πυροβολώντας για εκφοβισμό και σπάνε κάνα δυό παρμπριζ, τη ζαρντινιέρα της κυρα Ζηνοβίας, τραυματίζουν και κανένα περαστικό για γούστο... (Από forum)

  3. καρακόλι εθελοντικά;;;; να κυνηγάς επόπ μετά απο ξενύχτια, χασικλίδες, ΡΠ και ότι άλλο θες αντί να πας να αράξεις σε κανα νησάκι να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο;;; (από συζήτηση σε forum για τη στρατονομία)

  4. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι το τι έχει συμβεί με το θάνατο του διοικητή του ΙΚΑ, είναι μια υπόθεση που έχουν αναλάβει ο «αιδεσιμότατος» Κακαουνάκης, ο «ντετέκτιβ» Τράγκας και τα γνωστά «καρακόλια» τους, κάθε δική μας περαιτέρω ενασχόληση περιττεύει. (από τον «Ριζοσπάστη»)

  5. - Σύρμα, πλακώσανε τα καρακόλια ... - Ε; Τι;
    - Φύγε απ' αυτό το σάιτ ρε μαλάκα ... ανεβαίνει η μάνα σου και θα μας κάνει τσακωτούς ... κι άντε να της εξηγήσουμε μετά ότι για παλτό ψάχναμε και κατά λάθος μας προέκυψε αυτό το καμηλό.

Καρακόλια αυτοσχεδιάζουν (από poniroskylo, 07/07/08)(από Vrastaman, 26/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πίκολο στα Ιταλικά είναι το μικρό. Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά στη μουσική και περιγράφει διάφορα μικρά μουσικά όργανα όπως το πίκολο φλάουτο (μερικές φορές η λέξη περιγράφει μόνο το εν λόγω μουσικό όργανο). Η λέξη αυτή έχει «περάσει» σε πολλές άλλες γλώσσες με κομβικό σταθμό την ελληνική.

Εμείς αναλάβαμε να την μετατρέψουμε σε πασπαρτού ατάκα μικροποίησης και υποτίμισης προσώπων, πραγμάτων, εταιρειών κτλ. Συνήθως,ο χαρακτηρισμός αυτός δίνεται δίκαια αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που το λέμε με χιουμοριστική - «εριστική» διάθεση σε φίλους.

(Δείτε το θεικό βιντεάκι) Νομίζω αρκεί:)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άθλιος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, θλιβερός, οικτρός. Απευθείας μεταφορά του αμερικανικού pathetic.

[...] Διαπιστώνω ότι το φόρουμ μας αποτελείται από αξιολύπητες παθέτικ λουκρητίες που άπαξ και βρουν γκόμενα (μία την δεκαετία και αν) πρέπει να τη δέσουν και να της κρεμάσουν κουδούνια μη τη χάσουν. (από φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.

Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.

Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.

Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.

Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.

Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.

  1. Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)

  2. (Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)

Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.

Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.

  1. Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)

  2. Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.

Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.

Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)

  1. Γέμισε ο τόπος γιαλαντζί καπιταλιστές κρατικών επιδοτήσεων, γιαλαντζί πολιτικούς με ράσα, γιαλαντζί μάγκες με στολή και κουμπούρι του κράτους, και το φόρουμ γιαλαντζί λάτρεις της αγοράς (μην ξεχάσετε να ζητήσετε κρατική παρέμβαση πάλι όταν θα πέφτουν οι τιμές...) (από το http://www.capital.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία