Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Μπάρες αποκαλούνται τα κλασσικά μπαράκια, αμερικάνικου τύπου, με τους μεγάλους μακρόστενους πάγκους του στυλ Λούκυ Λουκ, που πετάει ο μπάρμαν το ουίσκι και φτάνει μετά από κανα δίωρο.

Η έκφραση γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '80, οπότε και επήλθε και ο εξαμερικανισμός των συνοικιακών, καθώς και των μπαρ του κέντρου της Αθήνας.

bar-> μπαρ-> μπάρα

(από μνήμης, σε εξώφυλλο του ΚΛΙΚ)
... παρουσιάζουμε τις καλύτερες μπάρες της πρωτεύουσας...

(από το νετ)
... Δημοφιλείς νέοι συνδυασμοί από τους κορυφαίους μπάρμεν στις πιο trendy μπάρες της Αθήνας. Παράγγειλέ τα - ή καλύτερα μάθε να τα φτιάχνεις κι εσύ! ...

(από electron, 15/08/10)(από electron, 15/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια και στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα. Οι λόγοι της βαριάς αυτής ονομασίας εξηγούνται στο παράδειγμα.

Βλ. και μια άλλη άποψη επί του θέματος, πρώτο τραπέζι κάλτσα.

Στο φέρετρο δεν θέλω πανικούς! Φέρετρο είναι το πρώτο τραπέζι πίστα! Eκεί θα σε πάει ο μετρ, αν κάνεις τη σωστή κίνηση στην είσοδο. Aν πάλι το φέρετρο είναι ρεζερβέ από καμιά πολύ χάι μούρη, θα σε πάει στα εξαπτέρυγα, δηλαδή στα διπλανά τραπέζια. Πάντως, τα ονόματα δεν είναι τυχαία. Aυτά τα τραπέζια έχουν στείλει κόσμο και κοσμάκη στον άλλο κόσμο. Δηλαδή στης φυλακής τα σίδερα. Έχουν κλείσει σπίτια, έχουν κάνει και μουγκούς να μιλάνε. από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχική χρήση της λέξης «σκυλάδικο» σχετίζεται με αυτά που άκουσα από έναν γνωστό μου με τα εξής:

Την δεκαετία του 30 και έξω από την Αθήνα λειτουργούσαν μαγαζιά που συνήθως αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Στο ένα υπήρχε ένα υποτυπώδες φαγητό (αυτός μάλιστα που μου το διηγήθηκε μου είπε συγκεκριμένα: «Υπήρχε ένα τραπέζι όταν έμπαινες και εκεί υπήρχε κάποιο βραστό κοτόπουλο ή κάτι παρεμφερές και έτρωγες»), παράλληλα υπήρχε ένα συνήθως όργανο που έπαιζε, στο δίπλα δωμάτιο υπήρχε γυναίκα και πήγαινες και πηδούσες. Η πληρωμή ήταν για όλο το πακέτο.

Αυτά ήταν τα μαγαζιά. Ο λόγος που τα λέγανε σκυλάδικα ήταν γιατί, για να μην τους ελέγχουν τόσο πολύ, τα στήνανε πολλές φορές έξω από το κέντρο της Αθήνας. Αυτό όμως τότε σήμαινε εξοχή, ερημιά, και βέβαια και σκυλιά τα οποία ουρλιάζανε στις γύρω περιοχές. Έτσι, όταν πήγαινες σε αυτά τα μαγαζιά, πήγαινες στα «σκυλάδικα».

Μια άλλη εκδοχή αναφέρει κάτι παρόμοιο, ότι δηλαδή την δεκαετία του '50 υπήρχαν μαγαζιά τα οποία σερβίρανε μόνο ποτό, το οποίο, εξαιτίας του ότι ήταν σε διατίμηση, είχε συγκεκριμένες χαμηλές τιμές. Αυτό τους ανάγκασε να βάλουν και φαγητό στον κατάλογο, το οποίο όμως ήταν για τα μπάζα -συνήθως κάποιο βραστό κρέας που δεν τρωγόταν με τίποτα. Έτσι, οι θαμώνες τα δίναν στα σκυλιά τα οποία μαζευόντουσαν για να φάνε τα κρέατα που αφήνανε. Σε αυτή την εκδοχή αυτό γινότανε γιατί τα μαγαζιά αυτά ήταν κατά κύριο λόγο καλοκαιρινά και συγκεκριμένα στο τέρμα της Καλλιθέας, δηλαδή στις Τζιτζιφιές. Εκεί τραγουδούσαν πολλά από τα γνωστά τότε ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Τσιτσάνης κ.α.

Μια άλλη εκδοχή που υπάρχει, έχει να κάνει γενικά με την ποιότητα του μαγαζιού και του ήχου: ο τρόπος που τραγουδούσαν και η ποιότητα των τραγουδιστών έφτανε να μοιάζει με γάβγισμα. Αλλά νομίζω ότι οι δύο πρώτες εξηγήσεις είναι κοντύτερα στην αλήθεια.

«Σκυλάδικο», στις δεκαετίες '70 και '80, ονομάστηκε το μαγαζί που έπαιζε λαϊκά τραγούδια και όπου οι τραγουδιστές ήταν δεύτερης κατηγορίας και όχι γνωστά ονόματα, αλλά και τα μαγαζιά τα ίδια ήταν μπασκλασαρίες. «Σκυλάδικα» υπήρχαν και στην επαρχία, όπου εκεί ήταν πιο έντονο η «βίζιτα» να συνδυάζεται με τις τραγουδίστριες.

Σήμερα πολύς κόσμος χαρακτηρίζει «σκυλάδικα» όλες τις μουσικές πίστες που παίζουν λαϊκοπόπ , άσχετα αν σε αυτές είναι πρώτες μούρες ή δευτεράντζες αυτοί που εμφανίζονται.

Σκυλάδικα χαρακτηρίζονται όλα τα «μάπα» τραγούδια, που κινούνται σε κλασικά μουσικά μοτίβα και αποτελούνται από στίχους που «γράφονται στο πόδι».

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (απο τον Καρκαγιάνη της Καθημερινής ) και λέει τα παρακάτω:

«Πριν από τον πόλεμο, στην περιοχή Aγίου Διονυσίου Πειραιώς, όπου και η ομώνυμη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής, ακριβώς πίσω από τη σημερινή παράταξη ταβερνών και σουβλατζίδικων, υπήρχε μεγάλο και άθλιο οικοδομικό συγκρότημα, με το όνομα Bούρλα. Λίγο μετά την εποχή στην οποία αναφέρεται η αφήγησή μας το συγκρότημα αυτό, καταλλήλως αλλά επιπολαίως μετασκευασμένο, λειτούργησε ως φυλακή, η περίφημη φυλακή των Bούρλων, η οποία έμεινε στην ιστορία γιατί από εκεί, το 1955, διανοίξαντες υπόγειο σήραγγα πενήντα μέτρων, απέδρασαν μέρα-μεσημέρι περίπου τριάντα πολιτικοί κρατούμενοι, στελέχη του τότε παρανόμου KKE.

Tο οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβεως και κατόπιν υπουργού Eξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη, φίλου, συνεργάτη και υποτακτικού της βασιλικής οικογενείας και τελικώς, της χούντας, όταν κατά κει γύρισε ο άνεμος. Tο κτίριο, λοιπόν, αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής, ασκούσαν ευδοκίμως το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσήλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.

Oι εγκατεστημένες στο συγκρότημα Πιπινέλη, δηλαδή στα Bούρλα κυρίες, επειδή ακριβώς διέθεταν τα στοιχειώδη σύνεργα του επαγγέλματος, ήτοι στέγη και κλίνη, δούλευαν με τιμές σχετικώς υψηλές και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν τη διακεκριμένη τάξη της περιοχής. Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κλίνης στο συγκρότημα των Bούρλων. Eθεωρούντο δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιεφέροντο στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων. Γι' αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Eίχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου. Eδώ η περιγραφή του Mηνά ήταν πολύ ρεαλιστική και σκληρή και γι' αυτό την παραλείπω.

Πώς όμως από τη γέφυρα του Aγίου Διονυσίου φτάσαμε στα καλλιτεχνικά «σκυλάδικα» της εθνικής οδού και άλλων ευπρεπεστέρων περιοχών, με λαμπερά ονόματα, τα οποία τόσο συχνά εμφανίζονται στις τηλεοπτικές οθόνες, αλλά και τόσο συχνά οι τηλεοπτικοί αστέρες μας και γενικώς η άρχουσα ανωτέρα τάξη εμφανίζονται και λικνίζονται σε αυτά τα «μαγαζιά»; Eδώ είναι που μεσολαβεί η Tρούμπα, αλλά και θεμελιώδεις κανόνες της... γλωσσολογίας και ιδού πώς, κατά την αφήγηση πάντοτε του αξέχαστου Mηνά:

Στην Tρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Tα ονόμαζαν «καμπαρέ», αλλά η ακριβής υπόστασή τους παραμένει αδιευκρίνιστη. Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής, όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Bούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο... μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση σημαινομένων μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας.

Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Tρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Bρετανικής Aυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Aμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα. O Mηνάς υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των ιστορικών γεγονότων εκείνης της νύχτας του 1958, όταν ο πρόεδρος των HΠA Aϊζενχάουερ διέταξε αιφνιδίως τον ναυλοχούντα στα ανοιχτά του Πειραιώς 6ο Στόλο να πλεύσει ολοταχώς προς τον Λίβανο και να αποβιβάσει πεζοναύτες. Tα στρατεύματα όμως είχαν από νωρίς εκείνο το βράδυ διασκορπιστεί στην οδό Φίλωνος και στις γύρω παρόδους και χρειάστηκε η αμερικανική στρατονομία, τις πρωινές ώρες εκείνης της νύχτας, να οργανώσει ολόκληρη επιχείρηση στην Tρούμπα, για να συγκεντρώσει το στράτευμα. Πετούσαν έξω από τα «μαγαζιά» και τα άλλα «σπίτια» τους ημιθανείς από τη νυχτερινή κραιπάλη ναύτες και πεζοναύτες, τους φόρτωναν σαν σάκους με σιτάρι σωρηδόν στα καμιόνια και κατ' ευθείαν... στον Λίβανο. Aξέχαστες εποχές...

Mε τον 6ο Στόλο, στην Tρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο». Tότε ήταν που διαμορφώθηκε η δεύτερη και κρίσιμη για το θέμα μας αναλογική σχέση «σημαινομένων» μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας. Kαι αμέσως ακολούθησε η πάντα πιο σημαντική αναλογική σχέση των «σημαινόντων»: Kατ' αναλογία με τις «σκύλες» και τους «σκύλους» της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου τα δεύτερα μαγαζιά της Tρούμπας ονομάσθηκαν «σκυλάδικα» και οι καλλιτέχνες «σκυλούδες».

Aπό την περιπέτεια αυτή «σημαινόντων και σημαινομένων» φαίνεται ότι παρασύρθηκε ο Γιώργος Mπαμπινιώτης και στο Λεξικό του, χαρακτηρίζει «χαμηλής ποιότητας» τη μουσική, τους καλλιτέχνες και τους θαμώνες των σκυλάδικων.»

Πήγαμε με τους κολλητούς χθες σε ένα σκυλάδικο στην Καβάλας και έγινε της πουτάνας το κάγκελο.

(από Vrastaman, 11/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάπως ευφημιστικός, σχετικά επίσημος, όρος για μπουρδέλα νέας κοπής. Όπως οι Αθηνέζοι δώσανε τις μονοκατοικίες τους αντιπαροχή για να κάνουν την Αθήνα Chamonix, έτσι και τα νεοκλασσικά σπίτια, οι πατρογονικές μας εστίες, μεταμείβονται σε στούντιο.

Στούντιο, ετυμολογικώς < ιταλικό studio = ατελιέ καλλιτέχνη < λατινικό studium = σπουδή, διατριβή < studere= ασχολούμαι επιμελώς με κάτι. (Αγνοώ αν ο όρος στην συγκεκριμένη σημασία του είναι γαλλιά). Σε σχέση με το σπίτι ή το ντέλο, το στούντιο βγάζει σαν λέξη κάτι το λιγότερο οικογενειακό και κατεστημένο, και περισσότερο ανάλαφρο, φοιτητικό, αλλά και συστηματικό («ασχολούμαι επιμελώς» γαρ).

Πράγματι, τα στούντιο προσφέρουν μεγαλύτερη και πιο εξειδικευμένη γκάμα περιποιήσεων από τα συμβατικά ντέλα, αλλά μην φανταστείτε κάτι δραματικό. Θα έλεγα ότι αποτελούν την αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα αφενός στα στοιχειώδη και παρώ μπουρδέλα παλαιάς κοπής, και αφεδύο στην Tourist Experience. Λ.χ. όπως επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ, μπορεί να σου προτείνουν και κανά αυταρχικό, αλλά δεν πρόκειται να δεις και καμιά φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στον Ντε Σαντ και τον Φον Μαζώχ, το πολύ πολύ να φάει κανά δονητάρι στον κώλο κανάς περίεργος. Θα έχει κάποιες παραπάνω περιποιήσεις το δίχως άλλο, αλλά όχι και καμιά υπερβατική coincidentia oppositorum GFE - PSE.

Από συζήτηση για AIDS:

Μην φοβασαι ρε,ουτως η αλλως στα περισσοτερα μπουρδελα,περνανε και απο
υγειονομικο.Πηγαινε σε κανα στουντιο το πολυ-πολυ να εχεις την υγεια σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οίκος ανοχής (οίκος ενοχής ή οίκος αντοχής) κατά συνεκδοχή γένος αντί είδους, η οποία χρησιμοποιείται πολύ στην σλανγκ ως ήπιος ευφημισμός. Έχω την εντύπωση χωρίς να ξέρω από αυτά ότι σπίτι είναι ο κλασικός οίκος ανοχής και διαφέρει από το στούντιο και άλλα ευαγή ιδρύματα. Επομένως είναι αποδομητέες οι εκφράσεις: κορίτσι για σπίτι και παίρνω δουλειά για το σπίτι.

Το σπίτι συναγωνίζεται ούτως σε θαλπωρή την οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την σημασία που έχει το σπίτι για τη νεοελληνική ψυχή, καθώς επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ εδώ. Ο Δόκτωρ Οικογενειάρχης και ο Κύριος μπουρδελιάρης μοιράζουν την ζωή τους μεταξύ δύο σπιτιών με όρια που αενάως ολισθαίνουν.

Από δώθε:

Της είπαμε ότι θα ξαναπεράσουμε (ου αμέ τρέχοντας) αν δε βρούμε άλλο μπουρδέλο (σόρυ σπίτι) καλύτερο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τύπος μαγαζιού νυχτερινής διασκέδασης, εξέλιξη του ορθάδικου, που γνώρισε μεγάλη άνθηση προς τα τέλη της δεκαετίας του '90. Στα χαρακτηριστικά του χοροπηδάδικου συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη τραπεζοκαθισμάτων (με εξαίρεση μια σειρά σκαμπώ για πελαργούς κατά μήκος του μπαρ) σε έναν πολύ στριμόκωλο άλλωστε χώρο, το στριμωξίδι που αποτελεί πόλο έλξης για εφαψίες, κοινό αυστηρά από 16 ως 23 και την ασταμάτητη ντάπα ντούπα μουσική υπόκρουση (πριόνια) σε εκκωφαντική ένταση.

Οι θαμώνες ενός χοροπηδάδικου επιδίδονται ανηλεώς σε μια ιδιόμορφη χορογραφία που περιλαμβάνει αδιάκοπα επιτόπια άλματα που συνοδεύονται από ακανόνιστα τινάγματα (jerks) της κεφαλής και των άνω (κυρίως) άκρων.

Όπως όλα τα πράγματα γνωρίζουν ακμή και παρακμή, έτσι και το συγκεκριμένο είδος νυχτερινής διασκέδασης έχει πάρει την κατιούσα και κινδυνεύει μάλιστα με ολική εξαφάνιση, προς μεγάλη βέβαια τέρψη των περιοίκων των χοροπηδάδικων. Μουσειακά δείγματα διατηρούνται ακόμη στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης (Verykoko) και στο 12ο χλμ Θεσ/νίκης - Βασιλικών (Therapy).

(από εδώ:)

Τι έκαναν τέλος, ο Δήμος Αθηναίων και η Νομαρχία, που τώρα άρχισαν να φωνάζουν για το Εφετείο; Το μόνο που τους ενδιέφερε, φαίνεται, ήταν να μαζέψουν όλα τα νυκτερινά κέντρα για να εισπράττουν έσοδα από τη νύκτα. Και κάτι ακόμα: Στη δεκαετία του 1990 όταν ήθελαν να μετατρέψουν το Γκάζι σε περιοχή-απέραντο νυκτερινό χοροπηδάδικο, άφησαν να κουβαληθούν εκεί εκατοντάδες εξαθλιωμένες οικογένειες τσιγγάνων. Έτσι, κατάφεραν να διώξουν και τους τελευταίους κατοίκους που αντιστέκονταν και είχαν σχηματίσει μάλιστα και συλλόγους.

Πελαργός σε χαρακτηριστική στάση (από allivegp, 02/08/09)Γκρεμίστε τα τρελάδικα και κάντε τα χοροπηδάδικα (από johnblack, 02/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σβήσιμο είναι το μαγαζί που δέχεται τις ορδές των κουρασμένων πάρτυ άνιμαλς αλλά και των υπόλοιπων εξοδούχων μόλις τελειώσει η «κυρίως» διασκέδαση. Πέρα από το κλισέ, μπανάλ, συνηθισμένο, σουπάτο πατσατζίδικο του κυρ-Τάδε ή το σουβλατζίδικο-σαντουιτσάδικο του κυρ-Δείνα υπάρχουν κι άλλα μέρη για να δοκιμάσετε να ανοίξετε τους ορίζοντές σας.

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Το σβήσιμο ακούγεται έτσι όπως γράφεται (έεεελα) αλλά μπορεί να πάρει και ρηματική μορφή και κάποιος να πει ότι σβήσαμε κάπου ή ότι για σβήσιμο πήγαμε κάπου άλλου ή και στο ίδιο κάπου.

- Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί ρε, πού ήσουν χτες;
- Άσε, ξεκίνησα από κλαμπάκι, μετά σε ένα ναμαγαπάδικο και για σβήσιμο Διπλοπενιές λάιβ.
- Καλά ήταν;
- Κόλαση! Σπάσαμε πιάτα, είδαμε λαμέ, χορτάσαμε και κρέας, όλες ήταν με τα μπούτια και τα βυζιά απ' έξω. Άσε, όλη νύχτα τραγουδούσα: «Όταν φύγω θα σου λείψω, θα σου λείψω
θα σου λείψωλείψωλείψωλείψωλείψω!»

τι καλύτερο από το να σβύνεις σε ένα πιάτο πατσά... (από BuBis, 13/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία