Το Κολωνάκι στα ψευδοτουρκικά.
Πήγε από τον Παραλή Μαχαλά στο Σύνταγμα να βάλει κάρτα στο κινητό του.
Το Κολωνάκι στα ψευδοτουρκικά.
Πήγε από τον Παραλή Μαχαλά στο Σύνταγμα να βάλει κάρτα στο κινητό του.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ευθεία, κατ' ευθείαν.
Από το τούρκικο επίρρημα dogru που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
Παλαιότερα εχρησιμοποιείτο πολύ συχνά.
Το είχαμε μάλιστα σλανγκοποιήσει, δίνοντάς του και παραθετικά!
Ντουγρού - ντουγρούτερον - ντουγρούτατον!
- Παρακαλώ πού βρίσκεται ένα φαρμακείο;
- Ίσα μπροστά σου, ντουγρού.
- Ωχ μωρέ κι εσύ! ντουγρού στου λύκου το στόμα πήγες;
- Πού είναι το μπακάλικο;
- Ντουγρού μπροστά σου.
- Δεν το βλέπω... (δεν κοιτάζει ευθεία μπροστά του)
- Ντουγρούτερον λέμε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].
Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.
Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.
Ο τεκές
Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.
Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.
Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.
Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πατσατζίδικο, όπου μπορεί να φάει κανείς πατσά, λέγεται κι έτσι ως ειρωνικό ψευδογαλλικό, κατά τα σουβλακερί, ουκρανιζερί κ.τ.ό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!