Είδος χαζομούνας. Βλ. και σαχλά.

Ασίστ: Ιωάννης (ουχί ο Μέλας).

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, από το Πρώτο Θέμα.

Η κυρία Σαχλαμούνα, υπόδειγμα αφυδατωμένης πουρίτσας κρυφαδερφής, από αυτές που βλέπεις να παραπατάνε ξημερώματα καθημερινής στις παρόδους της Φυλής, αναζητώντας τον δήμιό τους, μπας και λυτρωθούν επιτέλους από την αθλιότητά τους. Η κυρία Σαχλαμούνα φυσικά στερείται ακόμα και την απελπισμένη αξιοπρέπεια που φοράει σαν περήφανο κασκόλ και ο πιο παραιτημένος νυχτοπερπατητής. Οχι, επιμένει να πιστεύει ότι πείθει, ότι περνάει η μπογιά της και άλλα οικτρά. Αυτές τις εμμονές τις επικοινωνεί με γυαλάκια, πουλοβεράκια και άλλα καλοπαιδίστικα αξεσουάρ επαρχιώτικου φροντιστηρίου. Οι συνομήλικές της γεροντόπουστες, παλιές καραβάνες και κολλητές, επιμένουν να τριγυρνάνε σε λαϊκές γειτονιές, υποδυόμενες τις καφετζούδες, λέγοντας τη μοίρα σε αφελή τεκνά, ελπίζοντας πως θα τα πείσουν ότι αυτή περιλαμβάνει ένα έστω ακαριαίο άνοιγμα του φερμουάρ τους. Η κυρία Σαχλαμούνα διαχωρίζει όμως τη θέση της από τα συνοικιακά ψωνιστήρια - πλέον είναι σοβαρή. Προτιμά τη νιρβάνα των στολισμών, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στο πορτρέτο αν παρατηρήσετε προσεκτικά τις γιρλάντες κρετινιάς που ξεχύνονται από τον κατά τα άλλα στερημένο της πρωκτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η ομοφοβία είναι πολύ κακό πράγμα. Η περιθωριοποίηση επίσης. Το ίδιο και ο αντίστροφος ρατσισμός. Αν τα βάλετε όλα μαζί δημιουργούν συνθήκες άπαρντχάιντ και θυμίζουν τη λέξη που ήταν της μοδός πριν λίγο καιρό στα κανάλια για να περιγραφεί ο χώρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και όχι της βουλής ας πούμε που ταιριάζει και γάντι.

Γκέιτο λοιπόν καλείται ο χώρος, ανεξαρτήτου έκτασης στον οποίο τείνουν να συγκεντρώνονται όλοι οι ομοφυλόφιλοι και φυσικά δεν εννοούνται απλά γκέι-μπαρ γιατί τότε θα λέγαμε και καγκουρογκέτο ορισμένες καφετέριες στα δυτικά προάστια της Σαλονίκης ή καταστήματα που αν και δηλώνουν καφετερίες έχουν στην «βιτρίνα» τους περισσότερα παπιά, κωλοφτιαγμένα και μαλλιά σε περίεργες αποχρώσεις του ξανθού από την μπανιέρα όταν κάνει μπάνιο ο αδερφός μου, το αυτοκινητάδικο τύπου που έχει διαρκείας αεροπορικό εισιτήριο Ντύσελντορφ-Αθήνα και το κομμωτήριο της Σούλας (ποιας από όλες;) αντίστοιχα.

Γενικά μέρη που αποπνέουν τον αέρα του «διαφορετικού» όπως (λανθασμένα αλλά είναι άλλη κουβέντα αυτό) το Γκάζι ή η περιοχή στο τετράγωνο Τσιμισκή-Δωδεκανήσου-Φράγκων-Ι. Δραγούμη και που μόλις προτείνεις κάποιο μαγαζί κάπου εκεί κοντά όλοι σε κοιτάνε με άλλο μάτι. Οι λόγοι που τα γκέιτο ονομάζονται γκέιτο είναι προφανείς και αρκετοί. Οι περισσότεροι αναλύθηκαν στην πρώτη παράγραφο αλλά υπάρχουν και δυο τρεις που θα αναλυθούν στην τέταρτη. Κι ας μην κρυβόμαστε και πίσω από το δάχτυλό μας, η λεξιπλασία γαμεί κι όποιος την ακούσει γίνεται αυτομάτως ρεζίλι από τα χαχανητά, πέρσοναλ εξπίριενς.

- Που 'σαι ψηλέ, άκουσα ότι ένα κατάστημα στην οδό Εδέσσης σερβίρει και γαμώ τα ποτά. Πάμε;
- Τι λες ρε που θα χωθούμε στο γκέιτο, τρελός είσαι; Συχνάζεις εκεί;
- Όχι ρε, απλά άκουσα καλά λόγια.
- Γιατί εντάξει, εσύ με αυτά που φοράς θα χαθείς αλλά εγώ θα είμαι σαν τη μύγα μες το γάλα.
- Σου λέω τέτοιο μοχίτο δεν ξανάπιες. - Ρε μπας και την χτυπάς την μέντα;
- Όχι ρε, τον μπάρμαν τι τον έχουν, αυτός θα τα φτιάξει τα μοχίτα.
- Τρεις φορές σε είπα πούστη και δεν ένιωσες, μπας κι έχεις ανοσία;
- Ναι ρε, είχα κάνει απουστήρωση πιο παλιά.
- Έτσι εξηγείται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολλοί άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος. Συνήθως σε εκείνα τα μέρη –μπαρς, καφετέριες, σουβλατζιδογυράδικα–, μόλις μπει γυναίκα ακολουθεί ταυτόχρονη μετατόπιση όλων των αντρικών κεφαλιών κατά 90 μοίρες προς το μέρος της και εξονυχιστικός έλεγχος της νεοαφιχθείσας.

Περιοχές της Ελλάδας που ανθεί η τάση της ψωλαρίας (πρόκειται για πληροφορία που δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητη στον ορισμό του λήμματος, αλλά σίγουρα θα ενδιαφέρει πολλές γυναίκες): Χανιά, Ηράκλειο, Κοζάνη, Ξάνθη. (Καλές διακοπές κορίτσια! )

Πω ρε, τι ψωλαρία είν' αυτή; Πάμε να φύγουμε, βιασμένες θα βγούμε απο 'δώ!...

(από mafie, 26/08/11)(από mafie, 04/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποκαλείται έτσι η Μύκονος, ως το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί.

Σχετικά: τρεντονήσι, Συκαρία, Τζιναβονήσι.

Βλ. και Μύκονος, λευτεριά στη βόρειο Μύκονο.

  1. και το μυαλο του, που τελευταια του επαιζε μυστηρια παιχνιδια, ανεσυρε παλιες μνημες απο τη ζωη που αφησε ανεπιστρεπτι πισω, απο τα οργια στο Πουστονησι, τα ατελειωτα παρτυ με ουζα και διαφορα αλλα ποτα πχ βερμουτ και βεβαια τον πρωτο του ερωτα, τοτε που το Λιλιαν δεν υπηρχε, τοτε που η υπαρξη του ολη ειχε κυριευθει απο ενα και μονο ενα πραγμα: την αγαπη του Βαγγελα, αυτου που η μητερα του δεν αφησε να παντρευτει στην Τηλο επειδη λεει ηταν κομμουνιστης. (Από την Ραψωδία Α΄ της Λιλιάδος, με ραψωδό τον acg).

  2. Σε καποια φαση η μια αρχισε να τραγουδαει κοροιδευτικα: η φιλη μου με εφερε στο πουστονησι,κανενας δεν θα μας γαμησει... Αυτο ηταν, απ τα γελια μου φυγε το ουισκι απ το στομα.αυτες με ακουσαν και σταματησαν για λιγο, μετα λεει η μια: και αυτος που γελαει πουστης θα ναι μωρη. Μου κοπηκε το γελιο. Σηκωθηκα, εβγαλα το κεφαλι απ το μπαλκονι και λεω. Αμα σκαρφαλωσω και σας σκισω το μουνι θα σας πω εγω. (H εμπειρία μου στην Μύκονο).

  3. Ας συμφωνησουμε και σε κατι αλλο: οι περισσοτεροι ειμαστε ομοφοβικοι του κερατα. Σα λαος δε γουσταρουμε τους πουστηδες, πως να το κανουμε; Δεν ειμαστε Ολλανδοι.
    Οποτε μια καλη λυση ειναι να δωσουμε το πουστονησι τη Μυκονο στις αδερφες τους ΑγγλοΓερμανους και ως ανταλλαγμα να μας απαλλαξουν απ'το χρεος μας. (Εδώ).

(από Khan, 15/08/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία