Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομοφοβία είναι πολύ κακό πράγμα. Η περιθωριοποίηση επίσης. Το ίδιο και ο αντίστροφος ρατσισμός. Αν τα βάλετε όλα μαζί δημιουργούν συνθήκες άπαρντχάιντ και θυμίζουν τη λέξη που ήταν της μοδός πριν λίγο καιρό στα κανάλια για να περιγραφεί ο χώρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και όχι της βουλής ας πούμε που ταιριάζει και γάντι.

Γκέιτο λοιπόν καλείται ο χώρος, ανεξαρτήτου έκτασης στον οποίο τείνουν να συγκεντρώνονται όλοι οι ομοφυλόφιλοι και φυσικά δεν εννοούνται απλά γκέι-μπαρ γιατί τότε θα λέγαμε και καγκουρογκέτο ορισμένες καφετέριες στα δυτικά προάστια της Σαλονίκης ή καταστήματα που αν και δηλώνουν καφετερίες έχουν στην «βιτρίνα» τους περισσότερα παπιά, κωλοφτιαγμένα και μαλλιά σε περίεργες αποχρώσεις του ξανθού από την μπανιέρα όταν κάνει μπάνιο ο αδερφός μου, το αυτοκινητάδικο τύπου που έχει διαρκείας αεροπορικό εισιτήριο Ντύσελντορφ-Αθήνα και το κομμωτήριο της Σούλας (ποιας από όλες;) αντίστοιχα.

Γενικά μέρη που αποπνέουν τον αέρα του «διαφορετικού» όπως (λανθασμένα αλλά είναι άλλη κουβέντα αυτό) το Γκάζι ή η περιοχή στο τετράγωνο Τσιμισκή-Δωδεκανήσου-Φράγκων-Ι. Δραγούμη και που μόλις προτείνεις κάποιο μαγαζί κάπου εκεί κοντά όλοι σε κοιτάνε με άλλο μάτι. Οι λόγοι που τα γκέιτο ονομάζονται γκέιτο είναι προφανείς και αρκετοί. Οι περισσότεροι αναλύθηκαν στην πρώτη παράγραφο αλλά υπάρχουν και δυο τρεις που θα αναλυθούν στην τέταρτη. Κι ας μην κρυβόμαστε και πίσω από το δάχτυλό μας, η λεξιπλασία γαμεί κι όποιος την ακούσει γίνεται αυτομάτως ρεζίλι από τα χαχανητά, πέρσοναλ εξπίριενς.

- Που 'σαι ψηλέ, άκουσα ότι ένα κατάστημα στην οδό Εδέσσης σερβίρει και γαμώ τα ποτά. Πάμε;
- Τι λες ρε που θα χωθούμε στο γκέιτο, τρελός είσαι; Συχνάζεις εκεί;
- Όχι ρε, απλά άκουσα καλά λόγια.
- Γιατί εντάξει, εσύ με αυτά που φοράς θα χαθείς αλλά εγώ θα είμαι σαν τη μύγα μες το γάλα.
- Σου λέω τέτοιο μοχίτο δεν ξανάπιες. - Ρε μπας και την χτυπάς την μέντα;
- Όχι ρε, τον μπάρμαν τι τον έχουν, αυτός θα τα φτιάξει τα μοχίτα.
- Τρεις φορές σε είπα πούστη και δεν ένιωσες, μπας κι έχεις ανοσία;
- Ναι ρε, είχα κάνει απουστήρωση πιο παλιά.
- Έτσι εξηγείται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος χαζομούνας. Βλ. και σαχλά.

Ασίστ: Ιωάννης (ουχί ο Μέλας).

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, από το Πρώτο Θέμα.

Η κυρία Σαχλαμούνα, υπόδειγμα αφυδατωμένης πουρίτσας κρυφαδερφής, από αυτές που βλέπεις να παραπατάνε ξημερώματα καθημερινής στις παρόδους της Φυλής, αναζητώντας τον δήμιό τους, μπας και λυτρωθούν επιτέλους από την αθλιότητά τους. Η κυρία Σαχλαμούνα φυσικά στερείται ακόμα και την απελπισμένη αξιοπρέπεια που φοράει σαν περήφανο κασκόλ και ο πιο παραιτημένος νυχτοπερπατητής. Οχι, επιμένει να πιστεύει ότι πείθει, ότι περνάει η μπογιά της και άλλα οικτρά. Αυτές τις εμμονές τις επικοινωνεί με γυαλάκια, πουλοβεράκια και άλλα καλοπαιδίστικα αξεσουάρ επαρχιώτικου φροντιστηρίου. Οι συνομήλικές της γεροντόπουστες, παλιές καραβάνες και κολλητές, επιμένουν να τριγυρνάνε σε λαϊκές γειτονιές, υποδυόμενες τις καφετζούδες, λέγοντας τη μοίρα σε αφελή τεκνά, ελπίζοντας πως θα τα πείσουν ότι αυτή περιλαμβάνει ένα έστω ακαριαίο άνοιγμα του φερμουάρ τους. Η κυρία Σαχλαμούνα διαχωρίζει όμως τη θέση της από τα συνοικιακά ψωνιστήρια - πλέον είναι σοβαρή. Προτιμά τη νιρβάνα των στολισμών, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στο πορτρέτο αν παρατηρήσετε προσεκτικά τις γιρλάντες κρετινιάς που ξεχύνονται από τον κατά τα άλλα στερημένο της πρωκτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χώρος τιγκαρισμένος από εξαίσιες γυναικείες υπάρξεις.

Ο όρος προέρχεται από παραφθορά της φράσης Αιγαίον Πέλαγος για να προσδώσει τις τσουναμικές διαστάσεις μιας τέτοιας καταστάσεως και τα ειδικού τύπου μποφώρια που πνέουν εκεί.

- Τι έλεγε το μπαράκι που πήγατε χθες;
- Καλά δεν μπορείς να φανταστείς. Το μπαρ αυτό είναι Αιδοίον Πέλαγος. Είχε πάρει φωτιά από γυναίκες που ήταν έτοιμες να τα δώσουν όλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνάθροιση ανδρών (σβέρκων) αποκλειστικά ή ανδρών σε υπερβολικό αριθμό συγκριτικά με τις γυναίκες.

Συνώνυμα: καραπουτσαριό, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Πήγαμε στο μαγαζί να χαζέψουμε κανένα γκομενάκι, αλλά μαλακίες!
- Τι, σβερκαρία;
- Αρχιδόκαμπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στην περιοχή Γκάζι όπου συχνάζουν gay.
(Γκάζι + χωριό, από το Gay village διεθνώς).

Σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα υπάρχει πάντα ένα μέρος - χωριό των gay σαν διαφορετική κοινότητα.

Επίσης : Γκαζοπαρέα - Γκαζομάγαζο

- Περάσαμε χθες από το Γκαζοχώρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία