Επιπλέον ετικέτες

Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.

  1. - Έχεις φάει ποτέ σουβλάκι από κει;
    - Μπα, μου κάνει λίγο αμφιβόλου...

  2. - Γαμώ του άντρες ο Λεфτέρης.
    - Μμ, τον κόβω για αμφιβόλου...

  3. Τι είναι όλ' αυτά; Πάλι σήκωσες το ντέλι της γειτονιάς; Σου έχω πει εξακόσιες φορές ότι είναι αμφιβόλου αυτά που πουλάει!

Η Αγγελική Αμφιβόλου-Αβυσσαλέου (από Vrastaman, 30/11/10)

βλ. και γενική αντί ονομαστικής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποφορά (όχι σώνει και καλά οσφρητική), που δημιουργείται όταν αποδομούμενες οι τρασιές παράγουν δυσώδη τρασίλα.
Κατά το τραγίλα, μουνίλα, καφρίλα, αριστερίλα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, εκ του trash και της κατάληξης -ίλα.
H μπίχλα στην πατούσα είναι το αισθητικό κερασάκι στην όλη τρασίλα

  1. Πάλι καλά εχω να πω που εκεί στο μέγκα σκεφτήκανε οτι όλοι όσοι θέλουν την πχοιότητα έχουν κ αρκετή τρασίλα μέσα τους! (εδώ)
  2. Ιάπωνες αυνανίζονται τραγουδώντας... (και μετά λέμε οτι έχουμε τρασίλα κι εμείς στην τηλεόραση). (εδώ)
  3. Διαψεύδει τον ΓΑΠ ο Ιβάν Σαββίδης, αυτόν επικαλούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Γουστάρω τρασίλα! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγονται υποτιμητικά απο τους Μοραΐτες (ιδίως απο τους σνομπαρίες Πατρινούς) οι Ρουμελιώτες, διότι είναι «απ’ έκει» (= απο την απέναντι μεριά του Πατραϊκού – Κορινθιακού, αφού εκεί μετατίθεται ο αντίστοιχος Ρουβίκωνας πάνω/κάτω απ’ τ’ αυλάκι στην Δυτική Ελλάδα).

Κάτι λέει σχετικά ο Georg Ludwig von Maurer στο πόνημά του Das Griechische Volk (Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835) για την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Μοραϊτάδων (τεμπελχανείο, πανουργία, δουλοπρέπεια κ.α.) σε αντιπαραβολή προς τους Ρουμελιώτες (άξεστα ζώα μεν, αλλά σπαθάτοι, ντόμπροι και γενναίοι δε). Δεν είναι τυχαίο που οι τελευταίοι ουδέποτε χώνεψαν τους πρώτους, καίτοι γείτονες.

Σημειωτέον, οτι το Ευζωνικό Σώμα ήταν μέχρι και τον ΒΒ Ι, χωριστό τμήμα του ελληνικού στρατού, αποτελούμενο αποκλειστικά απο Ρουμελιώτες – σκυλιά του πολέμου, κάτι ανάλογο με τους Argyll & Sutherland Highlanders του βρεταννικού στρατού. Πολλούς απ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους αλλά απείθαρχους και μπαϊλντισμένους να πολεμούν για χρόνια (Α & Β Βαλκανικοί, Σκρά-Λαχανά-Κιλκίς και δε συμμαζεύεται), τους ξαπόστειλαν με το ζόρι στην Ουκρανία το 1918, για να βάλουν μυαλό και πολλοί γύρισαν μόνο μεταφορικώς με τα πόδια πίσω, αφού τους είχαν ακρωτηριάσει λόγω κρυοπαγημάτων (οι υπόλοιποι γύρισαν με τα πόδια κυριολεκτικώς)!

Οι Μοραΐτες, απο καταβολής ιδρύσεως νεοελληνικού Κράτους, θεωρούσαν οτι πιάσανε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια κι έτσι εκτόπισαν τους Ρουμελιώτες απο τα μετεπαναστατικά πόστα εξουσίας καθώς και τους γκαγκαρέους απο την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, επιβάλλοντας την δική τους υποκουλτούρα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στην συνέχεια συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους των «Νέων Χωρών» (Θεσσαλία, Νησιά, Κρήτη, Μακεδονία, Μικρά Ασία κλπ) περίπου ως αποικιοκράτες («παλιολλαδίτες» = ότι πάλιουρας και τέτοια) με το στανιό (βλ. τρίπτυχο χωροφύλακας-παπάς-δάσκαλος) αφού δεν υπερείχαν δα σε πολιτισμό, ώστε η σημερινή ψευτοκόντρα χαμουτζήδωνσεμελέδων καίτοι φαίνεται να έχει πάρει την μορφή ποδοσφαιρικής διενέξεως μεταξύ των εκπροσώπων του ancien régime (Αθήνα) και του ordre nouveau (Θεσσαλονίκη), εν τούτοις να ανάγεται σε παλαιότερες ιστορίες για αγρίους.

Τα μοραΐτικα τζάκια καπνίζουν ακόμα, με ελάχιστες σχετικά πρόσφατες εξαιρέσεις (Κρήτη & Μακεδονία), αφού οι ημιμαθείς κοτζαμπάσηδες επιμένουν να κυβερνούν ακόμα τον τόπο κι ας χαζοδιερωτούνταν σχετικά ο Καραμαλής το '63.

Αγαπούν δε το τόπο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά απο αιώνες κυριαρχίας των προυχόντων τους, τόσον ο μητροπολιτικός Μορηάς όσο και η αποικία τους (Αθήνα) να παραμένουν ένα μπουρδέλο και μισό, ενώ τα δημόσια έργα στην Πελοπόννησο καθυστερούν χαρακτηριστικά καμιά 20αριά χρόνια σε σχέση με αυτά που εκτελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τί Μπραΐμης – τί Ζαΐμης...

Ειδικά οι Πατρινοί προεστοί, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας τους χάρισε μιαν κομψότατη ευρωπαϊκή πόλη το 1828, έσπευσαν τα ζωντόβολα να την μετονομάσουν χάριν του ευεργέτη τους σε «Ιωαννούπολι», παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο θρύλο του Πατρέα, συνηθισμένοι στους τεμενάδες. Ο ευγενικός κόμης, αρνήθηκε διακριτικά (αλλά μέσα του μάλλον σιχτίριζε ιταλιστί).

Παρ’ όλα αυτά, ο Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας (!), ο άνθρωπος που επινόησε το καντονιακό σύστημα το οποίο λειτουργεί θαυμάσια στην Ελβετία, έφαγε το κεφάλι του στο Μορηά με φόντο το Μπούρτζι, όπου τον καθάρισαν κάποιοι ασήμαντοι Μπουρτζομιχαλαίοι. (Καλά να πάθει, αφού ανακατεύτηκε με τα πίτουρα).

Βέβαια, όλ’ αυτά καταντούν υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, αν σκεφτεί κανείς οτι η Αμαλιάδα ανάστησε έναν Μπελογιάννη...

Αφιερούται τω Mancunian Mont Blanc – Ideophobic Psycho.

- Τί θα κάνεις το Πάσχα;
- Λέω να πάω απέναντι, έχω σόι εκεί...
- Πού ρε; Στους απέκηδες θα πάς; Ω ρε μάνα μου! Έχεις να φάς σπληνάντερο, που θα σε πάει καπνός!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ;
- Τι λές ρε; Αφού δεν τρώω κρέας. Αυτοί ακούνε βετζετέριαν και σε πυροβολούν στα γόνατα!
- Σάμπως τα παραλές! Στο Μoρηά και στα Μεσόγεια όλη η αρβανιτιά στη μπριτζόλα και στο παϊδάκι είναι...
- Ναι, ενώ στη Ρούμελη είναι μες στη γαλλική κουζίνα, τί να σου πώ; Mattieu, sufflimat και τέτοια...

(Σ.Σ. «ματιές» και «σουφλιμάς» είναι είδη ρουμελιώτικου κοκορετσιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηριστική, μη δόκιμη σύνταξη.

Αρθρώνεται με δύο τρόπους:

  • Συνηθέστερα, με την προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού: Επιθέτου: - Είσαι και πολύ κωλόφαρδος! Επιθετικοποιημένου ουσιαστικού: - Είμαι και πολύ άντρας ρε παιδάκι μου!
  • Δευτερευόντως, με την προσθήκη ενός ουσιαστικού, μάλλον ουδέτερου γένους, μάλλον μη μετρήσιμου: - Αν βρεθούν ο πρώην και ο νυν θα πέσει και πολύ ξύλο! - Κιβωτός των Γεύσεων αδερφέ, στην Ροτόντα. Και πολύ μάσα... - Καλά που με τράβηξε η αδερφή μου στο πάρτυ. Μιλάμε, και πολύ πανικός. (σ.σ. ίσως δύσχρηστο)

Ο σύνδεσμος «και» στην περίπτωση αυτή λειτουργεί επιτατικά, ιδίως για αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Για θετικούς χαρακτηρισμούς, υπάρχει μερικές φορές μια υφέρπουσα ειρωνεία:
- Είσαι σαράντα χρονών και σε ταΐζουν οι γονείς σου; Είσαι και πολύ ξύπνιος...

Η γλωσσική αυτή δομή ενδέχεται να σχηματίστηκε από την απομόνωση του τελικού μας χαρακτηρισμού για ένα πρόσωπο, κατάσταση, αντικείμενο κλπ, όταν παραθέτουμε περισσότερους από έναν χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα:
- Ωραίο φίλο έχεις! Τσιγκούνης, κλαψιάρης... και πολύ μαλάκας γενικά.
Για να δώσουμε έμφαση στο ένα χαρακτηριστικό που θεωρούμε καθοριστικό και για να συντομεύουμε, το παράδειγμα γίνεται:
- Ωραίο φίλο έχεις! Και πολύ μαλάκας!

Να σημειωθεί ότι η πρόταση, εντός της οποίας χρησιμοποιείται, πρέπει να είναι θετική και όχι αποφατική, διότι διαφορετικά η αναλυόμενη σύνταξη δεν είναι [I]και πολύ[/i] αδόκιμη.

Όπως ίσως φάνηκε από τα παραδείγματα, η σύνταξη είναι στο στοιχείο της και ολοκληρώνει καλύτερα το γλωσσικό της πεπρωμένο όταν ακολουθείται από την λέξη μαλάκας.

Πρβλ. άλλες ιδιόμορφες χρήσεις του «και»: και γαμώ, και καλά.

Παραδείγματα εντός του ορισμού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουρκουάδων:

Α. Οι ενδοτικοί, οι ραγιάδες

Όταν εμείς οι Έλληνες γειώσαμε τον Γκράτσι με το άπταιστο γαλλικό «Alors, c'est la guerre!», οι Γάλλοι ξεχύθηκαν στα καφέ του Καρτιέ Λατέν προβάλλοντας το υπαρξιακό ερώτημα “Pour qui et pourquoi;” («Για ποιον και γιατί;»)

Στις παραμονές του Β’ Π.Π., γάλλοι πουρκουάδες απ όλο το πολιτικό φάσμα έτειναν αντιηρωικά τον πρωκτό τους: από την φασίζουσα λαϊκή δεξιά του (μετέπειτα κατοχικού υπουργού) Marcel Déat που έγραψε το διθυραμβικά «Mourir pour Dantzig;» («Να Πεθάνουμε για το Γκντανσκ;»), τους φιλειρηνιστές αφισοκολλητές του Λαϊκού Μετώπου που με «ριζοσπαστική ηττοπάθεια» γέμισαν το τόπο με το σύνθημα “Pourquoi;” («Γιατί να πολεμήσουμε;») μέχρι και το ΚΚΓ που το τερμάτισε, αποκαλώντας την εμπλοκή της Γαλλίας στο Β’ Π.Π. «ιμπεριαλιστική» και κάλεσε τους στρατιώτες να λιποτακτήσουν (κατά τςι επιταγές του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης).

Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι διόλου τυχαία η άκαπνη προσάρτηση μεγάλου τμήματος της Γαλλίας στο Τρίτο Ράιχ και η με συνοπτικές διαδικασίες μετατροπή του υπόλοιπου σε κράτος-δορυφόρο (Βισύ).

Πρόκειται λοιπόν για σλανγκιά του Β' Παγκόσμιου, που μεταπολεμικά χρησιμοποιείται ειρωνικά για κάθε λογής ραγιά και ενδοτικό. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται επίσης από τον αντιμνημονιακό τύπο εις βάρος των σφάξε-με-αγά-μου-να-αγιάσω τσολάκογλου.

Για περισσότερα, βλ. γαμάτη αναλυσούλα εδώ.

Β. Οι βατραχοφάγοι γαλλαίοι

Το λήμμαν αυτονομήθηκε από τα ιστορικά του πλαίσια, και πουρκουάδες αποκαλούνται, με ψιλορατσιστική διάθεση, οι Γάλλοι. Ειδικά στην μπάλα.

Δημοσιεύεται παραμονή της 28ης Οκτωβρίου. Πάσα από το δουπού: ΜΧΣ.

Α. Οι ενδοτικοί, οι ραγιάδες

1.
Αν θεωρείται περισσότερο Ευρωπαίος και λιγότερο ανατολίτης από τον Έλληνα ο Γάλλος πουρκουάς, pourqoi et pour qui να πολεμήσω δηλαδή που στον πρώτο παγκόσμιο, άστο τότε... είμαι ανατολιτης...

2.
Έλληνες προδότες, συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις και άνοιξαν την κερκόπορτα για τη νέα κατοχή. Ψάξτε τους συνεργάτες των Εισβολέων στα κόμματα του μνημονίου και τους μυστηριώδεις συμβούλους και τα δικηγορικά τους γραφεία! Βόμβες από τον Αλέξη Τσίπρα, που μετά το εσωτερικό ξεκαθάρισμα από τους πουρκουάδες και τους επίορκους δείχνει ένα πρόσωπο εφάμιλλο με το προσωπικό ιδεολογικό του υπόβαθρο.

3.
Οι πουρκουάδες πλήθυναν τελευταία όταν εκδηλώθηκε η γενικευμένη επίθεση ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Αυτός ο ενδοτισμός που καλλιεργείται από τα ΜΜΕ και την ΠΑΣΚ στα συνδικάτα οδηγεί σε μια γενική παράλυση τους εργαζομένους και ανοίγει τον δρόμο για να περάσει ο αντιδραστικός οδοστρωτήρας. Σε κάθε φάση του ταξικού αγώνα το ενδοτικό ρεύμα, οι πράκτορες της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα, αποτελούσαν τον παραλυτικό ιό ώστε να σταματήσει η γενικευμένη αγανάκτηση, να μπούμε όλοι στο ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα «ας πληρώσουμε την κρίση».

Β. Οι βατραχοφάγοι γαλλαίοι

4.
Οι πουρκουάδες επικρατούν με 4-1 γιατί ο Καστίγιο είχε ξενυχτήσει στο Πασαλιμάνι το προηγούμενο βράδυ και δεν έπαιξε καλά, και κάποιος Lucien Laurent χρίζεται ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού.

5.
Βρίζεις τους Φρίτσηδες και τους Πουρκουάδες που μας λένε τεμπέληδες αλλά παράλληλα ‘μάχεσαι’ για ‘καμία αξιολόγηση, καμία μετακίνηση ,καμία απόλυση’. Παρατηρείς μια αντίθεση έτσι δεν είναι;

6.
Ο πολιτισμένος Ευρωπαϊκός Νότος εκπροσωπείται μόνο από την τίμια πλην χρεοκωπημένη Ελλαδίτσα και εν μέρει από τους βατραχοφάγους πουρκουάδες, που είναι η συμπαθέστερη από τις «ηπειρωτικές» χώρες, ίσως επειδή έχει το ένα της πόδι στο νότο και το άλλο στον βορρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κυρίως στο ντίσκουρς Ελλήνων με πατριωτικές ανησυχίες, τις οποίες μπορούν πλέον να εκφράζουν και με τη σύγχρονη τεχνολογική μέθοδο του Διαδικτύου.

Ο ελληνέζος είναι ο αλλοτριωμένος Έλληνας, που δεν έχει ρίζες στην ελληνική παράδοση και ιστορία και είναι ανερμάτιστος. Ωσεκτουτού, δεν του αξίζει το όνομα Έλληνας.

Παρόμοιο σκληρό μπινελίκι είναι το ελληνόφωνος, που σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να έτυχε να έχει ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αυτομάτως και άξιο για τον τίτλο του Έλληνα. Μερικά κλικ χειρότερος από τον ελληνόφωνο είναι πάντως ο ανελλήνιστος, που ούτε καν χρησιμοποιεί καλά την γλώσσα.

Το β' συστατικό -έζος χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο και στα νεοελληνέζος και Αθηνέζος. Εικάζω ερμηνευτικώς ότι τα επίθετα έθνους και καταγωγής σε -εζος είναι πιο πρόσφατα από άλλα παλαιότερα όχι σε -έζος, λ.χ. Άγγλος- Εγγλέζος, Ιάπωνας- Γιαπωνέζος. Τα σε -έζος συνήθως δεν χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν λαούς με τους οποίους είχαμε από πολύ παλιά γνωριμία. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται κυρίως είτε για απομακρυσμένους λαούς, είτε για κατοίκους πόλεων, είτε ως πιο ανεπίσημη εναλλακτική ονομασία ενός λαού που είναι γνωστός και με άλλο όνομα, (λ.χ. Σουηδός- Σουηδέζος). Από εκεί μάλλον περνάμε στην μειωτική χρήση του -έζος για κάποιον που είναι χωρίς ρίζες, ή για έναν Έλληνα που είναι ξένος στον τόπο του.

Το ελληνέζος, τέλος, θίγει και φαινόμενα κακογουστιάς και γυφτοκυριλοσύνης, καθώς και άλλες παθολογίες του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με αυτή τη σημασία από ομιλητές ποικίλων ιδεολογικών προελεύσεων. Ωστόσο, η βασική του σημασία έγκειται στην κριτική της απώλειας των εθνικών ριζών, οπότε χρησιμοποιείται συνήθως από όσους έχουν ψηλά τον Ελληνισμό στην ιεράρχηση των αξιών τους.

  1. η γουνα δειχνει λίγο γυφτικια (και ρωσικια ) και ο κάθε ελληνέζος με το «πέτσινο» με έχει κάνει να το βλέπω εντελως υπάνθρωπο ως ενδυμα. (Εδώ).

  2. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ του Αλεξ.Ρήγα (που υποδύεται τον συμπαθή ομοφυλόφιλο-τί πρωτότυπο..) και ενός Αμερικανού πεζοναύτη που αφού..συνουσιάστηκαν (δις) μέσα στο αμερικάνικο τζίπ τον ρωτά ο Ρήγας στα αμερικάνικα:
    - «πού θα πας τώρα»;
    - «στην Μακεδονία»
    -«μα εδώ είναι η Μακεδονία» απαντά ο Ρήγας
    - «όχι, τα Σκόπια είναι Μακεδονία» ανταπαντά ο Αμερικάνος
    -«κάλά, ότι πεις. Έτσι είναι..» παραδέχεται ο πηδηγμένος Ελληνέζος. (Εδώ).

3.…είπε ο ελληνέζος πρωθυπουργός που αναγνώρισε μονομερώς ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο!!!! (Εδώ).

  1. κρίμα πάντως που δεν τον σάπισαν στο ξύλο
    απο συμπάθεια και μόνο τα ποσοστά του Συριζα θα αυξανόταν -γιατί ο ελληνέζος είναι και πονόψυχας αμα λάχει να ουμε (Εδώ).

  2. Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ νεοέλλην (Ἑλληνέζος, κατὰ τὸν ἐκδότη τοῦ θρακιώτικου «Ἀντιφωνητοῦ» Κώστα Καραΐσκο) ἔχει ἐγκαταλείψει κάθε γνήσια, ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ δημιουργία. Ὑπάρχουν μόνον Κρυφὰ Σχολειά. Ἑλληνοκεντρικοὶ σύλλογοι καὶ ὁμάδες πρωτοβουλίας. Σκῆτες στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὰ μοναστήρια. Μοναχικοὶ καλλιτέχνες, δημιουργοί, ἄγνωστοι Ἕλληνες ποὺ νιώθουν ἀκόμη στὶς φλέβες τους τὴν βοὴ τοῦ πανάρχαιου ρυακιοῦ τοῦ Γένους. (Εδώ πολυτονιστής αναφέρει μια πιθανή πατρότητα του όρου).

Alitiz, Αυτός ο Έλληνας! (Αντώνυμο του ελληνέζου) (από Khan, 14/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«....είναι για ταινιάκι», παναπεί, αξίζει να γίνει ταινία μικρού μήκους.

Συνήθως πρόκειται:

  • για κάποια εμπειρία ή κάποια κατάσταση που έχει το στοιχείο της πλοκής, περιλαμβάνει, δηλαδή, «συμπυκνωμένη» κάποια ενδιαφέρουσα αλληλεξάρτηση συμβάντων και προσώπων, κάποιο ελεγχόμενο και ευσύνοπτο (για να χωράει στο μικρό μήκος) διαπροσωπικό ή κοινωνικό τουρλουμπούκι.
  • πολύ συχνά για αυτό που λέμε καλτ σκηνικό, αν πρόκειται για φαιδρότητες, και γενικότερα τη συνάντηση μιας ραπτομηχανής με μία ομπρέλα σε ένα πάγκο εργαστηρίου παρασκευής τιραμισού.
  • ή και (μάλλον συνηθέστερα) για κάποια συνηθισμένη εμπειρία ή κατάσταση που παίρνει ασυνήθιστη τροπή, κάποια κουφή ροή γεγονότων ή κατάσταση στην οποία οι ήρωες ξεπερνούν το μέτρο.
  • ή μπορεί (μάλλον ακόμα πιο συνηθέστερα) για κάποια ιδιαίτερη ανθρώπινη φιγούρα, η ιστορία της οποίας ή η στάση και η ματιά της οποίας στα πράγματα αξίζει για το χρήστη της φράσης να αναπαρασταθεί καλλιτεχνικά (το ταινιάκι ως βιογραφικό στιγμιότυπο μιας κοσμοθεωρίας). Τι είδους ανθρώπινη φιγούρα; Δε θα θέλαμε να αδικήσουμε κάποιον, δείτε την κατηγορία χαρακτηρισμοί προσώπων.
  • ή (σπανιότερα), πιο αφαιρετικά και προς το βίδεο αρτ, για κάποιο αισθητηριακό gestalt ή βίωμα που κάνει το χρήστη να σκαλώσει.
  • και, ολίγον άσχετο, για κάποιο αμαρτωλό πλάσμα που ξυπνά μέσα του, του χρήστη της φράσης, τον τσοντοσκηνοθέτη.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ στις φοιτητο-ηλικίες 16-24, αν και από λατερνατιβική άποψη είναι ολίγον πασέ ή και μπασκλάς καθώς παραείναι εμποτισμένη από ένα πνεύμα λαϊκής χρήσης και αποδόμησης της τέχνης (παραγνωριστήκαμε....). Έχει σαφώς να κάνει με τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης σε τεχνολογίες λήψης και επεξεργασίας εικόνας και ήχου, και βέβαια με το συσιφόνι. Έχει να κάνει και με την υπερκουλτουρίαση της ελληνικής κοινωνίας και τη σινεάνθηση (βλ. αύξηση επισκεπτών στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την επιτυχία του φεστιβάλ Δράμας κλπ). Έχει να κάνει ίσως και με την κλισαρισμένη αλλά μάλλον ακριβή εκτίμηση ότι ο ελληνικός κινηματόγραφος «πάσχει στο σενάριο», οπότε ο χρήστης της φράσης κάνει λίγο το κομμάτι του ότι «ιδέες υπάρχουν». Έχει να κάνει και με τον βερμπαλισμό του Έλληνος ο οποίος στάνταρ «προτιμά τις ηδονές της συλλήψεως από τις ωδίνες του τοκετού» (φράση του Κρίρκρεργκωρφ για τον εαυτό του)... μπα, ούτε καν. Έχει να κάνει και με την προχειρότητα που έχει στο DNA της η φυλή μας και που την κάνει να φαντάζεται ότι το μικρό μήκους ταινιάκι είναι έλα μωρέ τώρα. Και φυσικά έχει να κάνει με την αισθητικοποίηση της ζωής σε ένα ποστμόδερν κόσμο.

ψαχνω μια ιδεα για ενα ταινιακι μικρο.εχω στοιχεια μια ταβερνα στην παραλια,5 ατομα και ενα σκυλο.Πειτε καμια ιδεα.Εστω και βλακια....

από δω

ή για ταινιάκι ή για κράξιμο: καλοκαιράκι έχει εκεί έξω.Βραδάκι.Στην έρημη ρομαντική παραλία δύο ζευγαράκια μασουλάνε βουλιμικά κάτι σουβλάκια.Παίζει Μπιθηκώτση το τρανζήστορ από το καμπριολέ.Ένα αλητάκι με τη παρέα του πάνω απ'το ποδηλατάκι του πετάει ένα μισογεμάτο μπουκαλάκι fanta και ΔΙΑΟΛΕ!!!Το μπουκαλάκι πέφτει πάνω στη τελευταία μπουκιά σουβλάκι του άντρα με τη μπυροκοιλιά!Ξέρεις,αυτή τη μπουκιά που είχε κρατήσει για το τέλος,με το πολύ τζατζίκι με μπόλικο κρεμμυδάκι και ένα λαχταριστό κομμάτι γύρο χοιρινό!! Η παρέα σαστίζει προς στιγμίν! Ο άντρας γυρνάει το κεφάλι του για να προλάβει να δει το κωλόπαιδο μα αυτό έχει γίνει καπνός για πλάκα!Τότε γυρνάει το κεφάλι στον ουρανό γονατίζει με τα γόνατα βαθιά χωμένα στην άμμο και κρατώντας τη κοιλιά του Βγάζει μια κραυγή''ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΧΧΧΧΧΙΙΙΙΙ!!!!!!!'' Ο φίλος του τον κοιτάει με βλέμμα συμπαράστασης και ταυτόχρονης οργής! Οι γυναίκες της παρέας τρομαγμένες μπουκώνουν το υπολοιπο σουβλάκι που τους έμενε και πιάνονται χέρι χέρι! Τότε ο άντρας ο χτυπημένος από τη μοίρα τους κοιτάζει με ένα υφος τρέλας!Βγάζει απ'τη τσέπη του το πιστόλι ρίχνει δυο στις γυναίκες και μετά ρίχνει και μια στο κεφάλι του και πέφτει τέζα!Ο φίλος του μένει μαλάκας για ένα δευτερόλεπτο,μετά αρπάζει τα κοσμήματα από τις γυναίκες παίρνει και το ρολόι και τοπορτοφόλι του φίλου του,πηδ$%#$%#$ει μια στα γρήγορα τη γκόμενα του φίλου του και με ένα χαμογελο χαράς τρέχει μέσα στο σκοτεινό δρομάκι...!!!

από δω. Χαρακτηριστικά υπερτεράστια μαλακία, για το λόγο αυτό ακριβώς το παραθέτω αν και κουραστικότατο (ενδιαφέρον πάντως ότι η ταβέρνα και το σουβλατζίδικο παίζουν πολύ ως τόποι που εμπνέουν ταινιάκια).

δε ξερω τι λετε εσεις αλλα εγω τετοιο σουρεαλ σκηνικο στο ηρακλειο δεν εχω ξαναζησει τοσα χρονια που ζω εδω...απο τη μια οι αγανακτησμενοι να προσπαθουν να κανουν συνελευση και ταυτοχρονα να φωναζουν ψυχραιμια ...απο την αλλη οι οφητζηδες να τις παιζουν με τους μπατσους...ασφυξιογονα να σκανε μεσα στη πλατεια και να τα κλωτσαει κοσμος μη σκασουν στα μπαρμπακια και στις γριες...αλλοι να φυλανε τις κασες με τις μπυρες για να μη τις παρουν οι οφητζηδες..και αφου γαμηθηκε η συνελευση να παιζει το τιγρη.. αλλοι να χορευουν και αλλοι να ριχνουν μπουκαλια...οτι πρεπει για ταινιακι ηταν...

από δω

Το μωρο ειναι για πολυ πονο.....για ταινιακι με πανω απο δυο ατομα θα λεγα.

από δω

(και μερικά παραδείγματα από δικού μου)

- Άραζε που λες το ανακριτικό τροχαίας κάθε βράδυ ακριβώς κάτω από το σπίτι μου, κάθε πρωί εν τω μεταξύ 5 η ώρα να κατεβαίνει κάποιος να πηγαίνει φούρνο για γλυκά... Και ένα πρωί με σταματάνε οι μπάτσοι και μου λένε, ρε παλικάρι, για γλυκά δεν πας; Πάρε μας κι εμάς κάτι μπουγάτσες μην τραβιόμαστε....
- Όχι ρε φίλε!
- Ναι ρε φίλε!
- Πω ρε φίλε, για ταινιάκι...

- Είδες τον καφετζή; Τι άτομο ρε συ... δεν έχει πει κουβέντα σε κανέναν ρε φίλε... - Είναι μουγκός...
- Για ταινιάκι ρε φίλε....

- Είχα πάει ρε μαν εκκλησία με τους δικούς μου και χάζευα πώς τα κεριά λιώνουν, και πέφτουν στην άμμο, και γινόταν ένα πράγμα πολύ σκαλωματικό... για ταινιάκι....

- Ρε μαλάκα, όταν τη χώρισε, αυτή πήγε και έβαλε τρία κιλά μπακαλιάρους πίσω από τη ντουλάπα του....
- Όχι ρε φίλος, για ταινιάκι....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία