Επιπλέον ετικέτες

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως προβάδικο ορίζεται το στούντιο μουσικής που επί το πλείστον χρησιμοποιείται ως χώρος για πρόβες μουσικών συνόλων / συγκροτημάτων, τα οποία κατά κανόνα νοικιάζουν τον χώρο με το δίωρο. Κατά κανόνα, γιατί οι τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την ποιότητα καθώς και το όνομα του στούντιο στην πιάτσα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός πως ένα στούντιο μπορεί να χρησιμοποιείται για πρόβες δεν σημαίνει απαραίτητα πως σε αυτό δεν γίνονται ηχογραφήσεις (και αντίστροφα). Απλά, πολλοί στουντιάδες έχοντας γνώση του ότι οι ελεύθεροι χώροι για πρόβες σπανίζουν (ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα), αλλά και πως πολλοί πλέον επιλέγουν τις σπιτικές ηχογραφήσεις (η τεχνολογία πλέον επιτρέπει την ηχογράφηση ολόκληρου δίσκου σε ένα λάπτοπ και μάλιστα με πολύ καλό τελικό ηχητικό αποτέλεσμα) προτιμούν να πλασάρουν τους χώρους τους για πρόβες. Άλλοι δε, τους διαμορφώνουν αποκλειστικά για πρόβες.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως ο χώρος ή ο στουντιακός εξοπλισμός είναι εξαιρετικής ποιότητας. Μάλλον το αντίθετο, αν και πρέπει να αναγνωριστεί πως τα μουσικά στούντιο έχουν αναβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους νέους ή μη μουσικούς.

  1. θα μιλήσω από τελείως διαφορετική γωνία.
    Αφού το πας «βύρα τις άγκυρες», μία σοβαρή απόφαση που θα πρέπει να πάρεις είναι
    αν θα το κάνεις νόμιμο ή όχι!

Αν το κάνεις νόμιμο τότε αφού καταφέρεις να βγάλεις την άδεια για τον χώρο (προδιαγραφές με εξόδους κινδύνου, πυρασφάλειας, ηχομόνωσης κλπ.... ή λάδωμα, δεν είναι σίγουρο ποιό κοστίζει πιό πολύ!)
θα πρέπει δηλαδή να κόβεις και κάνενα Παροχής Υπηρεσίας που και πού (19% στο κεφάλι) για να δείχνεις έσοδα
τα οποία αν δεν είναι τουλάχιστον όσα τα έξοδα σου (ενοίκιο + ρεύμα +...+) δηλαδή αν παρουσιάζεις διαρκώς ζημίες,
θα έχεις καταφέρει να αυξήσεις την πιθανότητα για έλεγχο και άρα extra κόστη. Αν βάλεις και
κάποιον να προσέχει όταν γίνονται οι πρόβες, γιατί αλλιώς οι φθορές και οι απώλειες των μηχανημάτων
θα είναι μεγαλύτερες, για να μην μπλέξεις με επιθεώρηση εργασίας και ΙΚΑ θα πρέπει να τον κάνεις πρόσληψη,
δηλαδή θα πρέπει να κάνεις συνέταιρο το κράτος...
Άντε μετα να είσαι ανταγωνιστικός. Το μόνο κάλο στην υπόθεση είναι οι επιδοτήσεις οι οποίες θα σου φανούν τρομερό βάλσαμο αν δεν τις
υπολόγιζες μέχρι τώρα...

Άρα για να μιλάμε πιό λογικά θα το κάνεις παράνομο όπως κατεξοχήν είναι τα προβάδικα.
Τότε θα πρέπει να είσαι πιό προσεκτικός με τις διαφημίσεις και την γκλαμουριά που θα βγάλεις προς
τα έξω.
Με την επικρατέστερη λογική: παρανομία ψιλοκρυμμένο μέρος, λίγο παρακμή, φαντάζονται
χαμηλούς τζίρους και δεν κάθονται να ασχοληθούν καθόλου οι ελεγκτικές αρχές. (Από εδώ)

  1. καλησπερα σε ολους!!!βασικα εγω θελω να κανω ενα προβαδικο και ταυτοχρονα και στουντιο!εχω ενα ψηγειο κοντα στα 6 επι 4 και ειναι ολο ντηγκα στον αφρο... κοντα στα 30-35 εκατοστα παντου εκτος απο το εδαφος...και λεο να βαλω τα σηνυθισμενα οργανα..ντραμς κιθαρες τετοια....και να βαλω και μια κονσολα που να κανει ηχογραφισς.............θα εχει καλη ηχομονοση;; (Από εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαγγελματική αργκό. Ο χώρος στον οποίο παρκάρει ο επικεφαλής κάποιους εργαζόμενους όταν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους απολύσει. Μπορεί να είναι μια Διεύθυνση της πλάκας, ένα Τμήμα ανεπιθύμητων ή, πολύ συχνά, ένας τίτλος ειδικά φτιαγμένος γι' αυτούς. Τους δίνει ένα γραφείο, τους παροπλίζει, τους ευνουχίζει επαγγελματικά, τους γδύνει από τις αρμοδιότητές τους και τους βάζει να μην κάνουν τίποτα ή, για τα προσχήματα, να ασχολούνται με κάτι δευτερεύον, κάτι που δεν αρμόζει με την έως τώρα σταδιοδρομία τους. Η λέξη οδηγεί στο συνειρμό ότι η καριέρα τους αναστέλλεται αλλά δεν καταστρέφεται και μπορεί να συνεχιστεί αν και όταν βγουν από εκεί.

Στο ψυγείο οδηγούνται όσοι πέφτουν στην δυσμένεια της διοίκησης: κομματόσκυλα των προηγούμενων, άχρηστοι και ανεπρόκοποι που έχουν κάποιον μπάρμπα να τους προστατεύει αλλά και σοβαροί άνθρωποι που τόλμησαν να πουν όχι στο αφεντικό. Είναι συνήθως μεγαλύτερης εργασιακής ηλικίας από τον μέσο όρο και είναι αρκετά χρόνια στον συγκεκριμένο οργανισμό ώστε να έχουν τα κονέ τους και να αποφεύγουν τα τυχόν χειρότερα (μεταθέσεις σε κωλοπετεινίτσες, υποβιβασμούς κλπ).

Επειδή όμως ο κάθε επιχειρηματίας δεν είναι ηλίθιος να ταΐζει κάποιον για να κάθεται ενώ το μαγαζί του αγκομαχά να επιβιώσει, ψυγεία υπάρχουν μόνο στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν την πολυτέλεια τέτοιων ανοχών και το συνδικαλιστικό υπόβαθρο τέτοιων πολιτικών παιχνιδιών: τράπεζες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΚΟ κλπ. Αλλά και γιατί σε τέτοιες επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με συμβάσεις εργασίας αρκετά ισχυρές ώστε να μην παίρνουν πόδι όσο εύκολα θα ήθελε η εργοδοσία. Στο Δημόσιο η έκφραση νομίζω πως δεν κολλάει.

Αυτός που μπαίνει στο ψυγείο συνήθως δεν στερείται κάτι από τις οικονομικές του απολαβές. Γι' αυτό και πολλοί βολεύονται μια χαρά, παρ' όλον τον παραγκωνισμό. Δεν είναι και λίγο πράγμα να σερφάρεις όλη μέρα στο διαδίκτυο με το καφεδάκι σου και το γραφειάκι σου και να πληρώνεσαι μισθό διευθυντή και τμηματάρχη. Πολλοί άλλοι ωστόσο, ίσως πιο αξιοπρεπείς ή φιλόδοξοι, το θεωρούν απαξίωση και προσβολή της προσωπικότητάς τους, για να μην πω βασανιστήριο (να δουλεύεις χωρίς νόημα) και ασκούν αγωγές. Όπως πάντα, μόνοι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι δικηγόροι. Κλέφτες θα γίνουν κι αυτοί;

  1. Σαν παράδειγμα αλλά και ικανή προσθήκη του ορισμού, ένα σχόλιο του Vrastaman από τον άλλο ορισμό του λήμματος:

Στην Εθνική Τράπεζα σχεδόν όλες οι ανώτατες διευθυντικές θέσεις απαιτούν πολιτικό δόντι. Υπάρχει λοιπόν ένα κτήριο, γνωστό και ως «ψυγείο», που στεγάζει όσους Εθνικάριους είναι σε πολιτική δυσμένεια. Πάνε κάθε μέρα, σερφάρουν, πίνουν το καφέ τους, ξύνουν τα αρχίδια τους, και κατά βάθος εύχονται να μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν πόστα με περισσότερες ευθύνες. Δεν πρόκειται για urban legend, κάποτε εργαζόμουν σε θυγατρική της Εθνικής και το έχω δει με τα μάτια μου! Vrastaman 2. - Εκτύπωσες το καινούριο υπηρεσιακό; Τι τον κάνανε τον Πατσίδη;
- Εδώ λέει «Σύμβουλος ποιότητας υπηρεσιών δικτύου». Τι είναι αυτό ρε Παναή;
- Ξέρω 'γω; Άμα βλέπεις «σύμβουλος» κάνα ψυγείο θα είναι.
- Ωραίος! Θα αράξει τώρα και μόλις αλλάξει η κυβέρνηση θα το παίξει και «θύμα πολιτικών διώξεων». Κανείς δεν χάνεται...

  1. - Αρχηγέ μου συγχαρητήρια!
    - Μας δουλεύεις ρε;
    - Μα... δεν έγινες Senior Arrears Advisor στην Διεύθυνση Κεφαλαιακής Ισοστάθμισης;
    - Έχεις ξανακούσει αυτή τη Διεύθυνση;
    - Εεεε... όχι αλλά... Τι δηλαδή, ψυγείο είναι;
    - Κατάψυξη. Νά 'ρχεσαι να πίνουμε κάνα καφεδάκι, μια χαρά μού κατσε τώρα με το έμφραγμα, δεν θα πεθάνω 'γω για τις μαλακίες τους μια ζωή...
    - Δηλαδή δε σε πειράζει;
    - Αυτοί θα μου πούνε την αξία μου ή εγώ θέλω να γίνω πρόεδρος; Δεν τους γαμάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλούν απαξιωτικά ορισμένοι αγγλοσάξονες δημοσιοκάφροι και οικονομολόγοι την νότια Ευρωζώνη. Eκ του αρκτικόλεξου «P.I.G.S.» (Portugal, Italy, Greece, Spain).

Στα μάτια των ανέραστων αυτών τεχνοκρατών, τα γουρούνια της Ευρώπης όχι μόνο γουρουνιάζουν στο βούρκο των ελλειμμάτων, της ανεργίας και της διαφθοράς αλλά απειλούν να παρασύρουν και την υπόλοιπη Ευρώπη στο βορβορώδες τους τέλμα. Ποια όμως είναι τα πραγματικά γουρούνια της Ευρώπης αποτελεί θέμα άλλης συζήτας.

Νταξ, ceci n'est pas ιδιαιτέρως slang. Αφορά όλως την χώρα μας και ωσεκτουτού αναρτήθηκε.

- Τα γουρούνια της Ευρώπης έχουν πρόβλημα. Το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών ειναι 10% στην Πορτογαλία και Ισπανία και 14% του ΑΕΠ στην Ελλάδα...
(εδώ)

- Η ισπανική ένωση διευθυντών μέσων ενημέρωσης εξέφρασε σήμερα έντονη διαμαρτυρία στη βρετανική εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς για τη δημοσίευση μιας επιστολής στην οποία οι χώρες της νότιας Ευρώπης χαρακτηρίζονταν «χοίροι»...
(Ναυτεμπορική, 5/9/08)

- «PIGS»: c’est ainsi que les Anglo-saxons, indécrottablement perfides, désignent l’ensemble constitué par (...) quatre pays méditerranéens de la zone Euro, qui aujourd’hui traversent une bien mauvaise passe...
(Ici)

- Economists have a new theory as to why the porcine economies of Southern Europe are still so sluggish...
(Newsweek)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιμάνι.

Το Καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που, λόγω της ομαλής κλίσης του, επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν «καρναγιάρισμα» δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.

Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες, σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου «ταρσανάς» που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές

Από βικιπαιδεια.

Εδώ είμαστε στο καρνάγιο του Λαυρίου

(από Khan, 27/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάγκελο λεγόταν και το χρηματιστήριο αξιών Αθηνών, όταν λειτουργούσε στην οδό Σοφοκλέους. Λεγόταν έτσι επειδή στο κέντρο κάτω από το ταμπλό των τιμών ήταν ένα μεταλλικό κάγκελο γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν παλιά οι αντικρυστές και δια βοής και με χειρονομίες αγόραζαν και πωλούσαν μετοχές.

Αυτό το κάγκελο έχει κολλήσει και δε λέει να ανέβει λίγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν εκφέρουμε τον όρο, μιλάμε για γωνιακό μαγαζί, μαγαζί από το οποίο οι διερχόμενοι πελάτες μπορούν να περάσουν μπροστά από τις δυο (ή και περισσότερες) πλευρές του. Αποσπάται έτσι καλύτερα η προσοχή τους (από τις βιτρίνες του καταστήματος), από το να υπήρχε θέα μόνο από τη μια πλευρά του. Η κατάλληλη αξιοποίηση της κατάστασης παρέχει δυνατότητα επαύξησης του τζίρου του καταστήματος.

Η δυνατότητα επαύξησης των εισρεομένων χρημάτων μέσα από αξιοποίηση κάποιων καταστάσεων, μέσων, κλπ, αποτελεί την ιδιότητα κλειδί του συγκεκριμένου ορισμού. Διακρίνουμε δυο περιπτώσεις:

1) Αναφερόμαστε σε εταιρείες, ιδρύματα, οργανισμούς που, αξιοποιώντας θεμιτά & αθέμιτα μέσα, αλλά και κάποιες συγκυριακές καταστάσεις, μπορούν να επαυξήσουν τον τζίρο τους (βλ. παρ. 1, 2).

2) Σε εταιρείες, οργανισμούς, ιδρύματα, στους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί από κάποιους εργαζόμενους, ψάρεμα πελατών για τον εαυτό τους (βλ. παρ. 3).

  1. Αυτό που θέλω να πετύχω άμεσα στην ΑΕΚ και πιστεύω ότι ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται, εκτός από την τεράστια ιστορία της ομάδας, να είναι και ένα μαγαζί-γωνία! Σε οργάνωση, λειτουργία και φερεγγυότητα. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε άμεσα. Ότι καλύτερο κινείται αυτή τη στιγμή στην αγορά από πλευράς παικτών συζητάει με την ΑΕΚ. Κάτι που μέχρι πριν από δυο-τρεις μήνες φάνταζε εξωπραγματικό».
    Δες

  2. «Θαύμα παιδί μου θαύμα» ανακράζουμε. Η πονεμένη ΔΕΗ έγινε ξαφνικά… μαγαζί γωνία!...
    ...Λειτουργώντας σε απόλυτη σύμπνοια (καθότι εδώ δεν έχουν αντικρουόμενο συμφέρον) οι συντεχνίες (ΓΕΝΟΠ, κτλ) και η διοίκηση της ΔΕΗ (υπό την… πίεση υποτίθεται και των πρώτων) ζήτησαν ως μονοπώλιο τεράστιες αυξήσεις με το πρόσχημα των υψηλών τιμών καυσίμων, τις πήραν, αλλά τώρα που οι τιμές των καυσίμων καταρρέουν… παραμένουν αμετάβλητες οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν… τότε.
    Και βεβαίως δημιουργούν απίστευτα μονοπωλιακά κέρδη (με κύριο αποδέκτη το… κράτος) στην πλάτη της ελληνικής βιομηχανίας! Δες

  3. - Το ΙΚΑ είναι μαγαζί γωνία. Πας για επίσκεψη σε ένα γιατρό, σου κάνει έναντέμο των ικανοτήτων του σε λιγοστό χρόνο και σου λέει για τα περαιτέρω να περάσεις απ΄το γραφείο, γιατί περιμένουν πολλοί, γιατί εκεί θα έχεις και καλά, πιο εμπεριστατωμένη θεραπεία (με εξειδικευμένα όργανα, κλπ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία