Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αν η πασίγνωστη αγγλιά «until hell freezes over» θεωρηθεί συνώνυμο της λέξης «ποτέ», ο λημματογράφος είναι στην εξαιρετικά ευχάριστη θέση να ανακοινώσει, ως άλλος Πήτερ Παν, σε όλους τους κατοίκους του οικισμού Κάτω Σλανγκόρεμα ότι ολόκληρος ο πλανήτης έχει μεταβληθεί στην Χώρα του Ποτέ.

Οι εκ των χρηστών του σάη βλάσφημοι και αμαρτωλοί μπορούν πλέον να αναπνεύσουν ελεύθερα. Ουδεμία τιμωρία τους περιμένει μετά θάνατον. Η χαρμόσυνη είδηση μας ήρθε νετικώς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το κείμενο που ακολουθεί είναι πραγματική απάντηση που δόθηκε σε τεστ Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Ήταν τόσο βαθύ σε νόημα που ο καθηγητής του μαθήματος θεώρησε χρέος του να το μοιραστεί με την υπόλοιπη Ανθρωπότητα.

Η ερώτηση είχε ως εξής και βαθμολογούνταν έξτρα:

Η Κόλαση είναι εξώθερμη ή εσώθερμη; (στη Χημεία η εξώθερμη εκπέμπει θερμότητα ενώ η εσώθερμη απορροφά).

Οι περισσότεροι φοιτητές έδωσαν απαντήσεις βασισμένες στο Νόμο του Boyle (ένα αέριο ψύχεται όταν μεγαλώνει ο όγκος του και θερμαίνεται όταν συμπιέζεται). Ωστόσο, ένας έγραψε τα εξής :

«Πρώτον πρέπει να γνωρίζουμε αν ο όγκος της Κόλασης αυξάνεται προς τον Χρόνο. Επομένως, χρειάζεται να ξέρουμε τον ρυθμό με τον οποίο οι ψυχές εισρέουν στην Κόλαση και τον ρυθμό με τον οποίο διαφεύγουν.

Νομίζω ότι μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι όταν μια ψυχή πάει στην Κόλαση, δεν πρόκειται να διαφύγει. Επομένως, δεν διαφεύγουν ψυχές. Τώρα, για το πόσες ψυχές μπαίνουν, ας δούμε πόσες θρησκείες υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Οι περισσότερες από αυτές δηλώνουν ότι αν δεν είσαι οπαδός τους θα πας στην Κόλαση. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία τέτοιες θρησκείες και εφόσον οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε περισσότερες από μία θρησκείες, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι ψυχές πάνε στην Κόλαση. Και όπως έχουν οι ρυθμοί γεννήσεων και θανάτων, θα πρέπει να αναμένουμε ότι ο αριθμός των ψυχών στην Κόλαση θα αυξηθεί εκθετικά.

Τώρα, ο λόγος για τον οποίο εξετάζουμε τον ρυθμό αλλαγής του όγκου της Κόλασης είναι γιατί ο Νόμος του Boyle ορίζει ότι για να παραμείνει σταθερή η θερμοκρασία και η πίεση στην Κόλαση, ο όγκος της πρέπει να αυξάνεται αναλόγως με τις ψυχές που προστίθενται.
Αυτό μας δίνει 2 περιπτώσεις:

  • Αν η Κόλαση διαστέλλεται με πιο αργό ρυθμό από αυτόν με τον οποίο εισέρχονται ψυχές, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα αυξάνονται μέχρι να εκραγεί η Κόλαση και να ξεχυθούν οι ψυχές.
  • Αν διαστέλλεται με ρυθμό πιο γρήγορο από αυτόν της εισροής των ψυχών, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα πέφτουν μέχρι να παγώσουν τα καζάνια της.

Ποια από τις δύο περιπτώσεις ισχύει;

Αν αποδεχτούμε το αξίωμα το οποίο μου είπε η Τερέζα όταν ήμουν πρωτοετής «Θα πρέπει να παγώσει η Κόλαση πριν κοιμηθούμε μαζί», και συνθεωρήσουμε και το γεγονός ότι χτες το βράδυ κοιμήθηκα μαζί της, τότε ισχύει η δεύτερη υπόθεση και επομένως είμαι σίγουρος ότι η Κόλαση είναι εξώθερμη και ότι ήδη έχει παγώσει. Άρα δεν δέχεται άλλες ψυχές και επομένως έχει εκλείψει ... αφήνοντας μόνο τον Παράδεισο.

Αυτό με τη σειρά του αποδεικνύει την ύπαρξη ενός Θεϊκού Όντος, πράγμα που εξηγεί γιατί χτες το βράδυ η Τερέζα φώναζε συνεχώς :
«Θεέ μου, Θεέ μου».

Αυτός ο φοιτητής πήρε το μοναδικό «Α».

Πάσα: malakia (Για νόσον τίποτα; Γιατί θείο;)

What the hell, θέλετε και παράδειγμα ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θεαματικό, το τεραστίων διαστάσεων, το εξόφθαλμα εντυπωσιακό, μπορεί να αφορά στην είσοδο κάποιου σε ένα μαγαζί, ή να πρόκειται για κάποια ατάκα που έκανε μεγάλη εντύπωση στην ομήγυρη (είτε θετικά είτε αρνητικά!).

  1. – Καλέ την είδες την Τασία στην εκκλησία;
    – Αμ πώς δεν την είδα; Τέτοια καραγκαγκάν είσοδος θα περνούσε απαρατήρητη;

  2. – Άσε σου λέω Μαρία, τελευταία φορά που έρχεται ο αδερφός σου μαζί μας!
    – Μα γιατί τι σου έκανε το παιδί;
    – Τι, τι μου έκανε; Τέτοιες καραγκαγκάν μ@λ@κίες που πετάει κάθε τρεις και λίγο μας εκθέτει στην παρέα, δεν το καταλαβαίνεις;
    – Ε, άμα είναι έτσι...

Κα καν κα καν (από Hank, 18/05/09)

Δες και ουάου. Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η στοά, εκ του gallery που λένε και οι Αγγλοσαξόνοι.

Ο όρος χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια για τις στοές των ορυχείων.

Σλανγκιστί όμως, λέγεται μόνο για τα τελευταία εννέα καθίσματα των λεωφορείων των κτελ, και γενικότερα για τις τελευταίες θέσεις παντός είδους λεωφορείων και τρόλεϋ.

Το συγκεκριμένο τμήμα των οχημάτων αυτών είναι περιζήτητο σε νέους, ειδικά σε πενταήμερες (κι όχι πενθήμερες) λυκειακές εκδρομές καθώς εκεί γίνεται ο χαβαλές, πέφτει το φάσωμα και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά.

Τα παλιότερα χρόνια επίσης, που υπήρχαν τα λεωφορεία με τα ανοιγόμενα παράθυρα, στη γαλαρία επιζητούσαν να κάθονται οι «άρρωστοι»καπνιστές, επιβάτες των ΚΤΕΛ πανελλαδικά, έτσι ώστε να λάθουν της μύτης του οδηγού ή αυτής των ρουφ συνεπιβατών τους.

Θα πα' να κάτσω γαλαρία με τους μαλάκες για τη φάση και όλο και κάνα μωρό θα ξεστρατίσει προς τα πίσω. Θα φάμε καλά αργοτερότερα.

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)(από Vrastaman, 09/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καφενείο και γενικά χώρος υγειονομικού ενδιαφέροντος όπου η τιμή των προσφερόμενων δεν συνάδει με την ποιότητα αυτών.

Συναντάται σε αεροδρόμια, σταθμούς, πορθμεία, πλατφόρμες αντλήσεως πετρελαίου και πέριξ της Πλατείας Αχρηστοτέλους.

Λεξιπλασία από τα συμπαθέστατα Starbucks και το ελληνικότατο ρήμα αρπάζω.

- € 3,5 ευρώ ο ελληνικός ο νεροζούμι από την εσπρεσίερα, πάνε καλά;
- Γάμησε τα, Starpax Cafe!
- Στάρπαξ΄ κ’ ίφυγε και δεν πήρς χαμπάρ΄!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τουρκικό bayir που σημαίνει πλαγιά αλλά και ακαλλιέργητη έκταση, άγονο κομμάτι γης, χωράφι ή οικόπεδο αφημένο στην τύχη του να γεμίζει αγριόχορτα. Με την δεύτερη σημασία λέγεται αρκετά στην Βόρεια Ελλάδα.

Η πρώτη σημασία έχει διασωθεί στην μορφή μπαΐλα.

- Θα περάσεις την Σκύδρα, μετά θα περάσεις το Ριζό στο δεξί σου χέρι και θα κοιτάς για πινακίδα «Αγία Μαρίνα». Μισό λεπτό δρόμος ευθεία είναι το βραστήριο.
- Έχει χωριό εκεί;
- Μπα, στη Νέα Στράντζα είναι, εγκαταλελειμμένο είναι το χωριό, μες στα μπαΐρια έχει πέντε σπίτια και την εγκατάσταση που βράζουνε το τσίπουρο.

Στο 0.30. Πήγε βόλτα στα μπαίρια, ως μη έδει (που λέει και το Πονηρόσκυλο). (από Khan, 13/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία