Λέξη από τα γαλλικά για τον παρωχημένο, τον ντεμοντέ, αυτόν που δεν είναι πια της μοδός.
Επίσης: ντεμόντας.
Μην ανοίξεις εξομολογητικό μπλογκ, είναι πολύ πασέ. Άνοιξε κάτι πιο εξειδικευμένο.
Λέξη από τα γαλλικά για τον παρωχημένο, τον ντεμοντέ, αυτόν που δεν είναι πια της μοδός.
Επίσης: ντεμόντας.
Μην ανοίξεις εξομολογητικό μπλογκ, είναι πολύ πασέ. Άνοιξε κάτι πιο εξειδικευμένο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Η πτώχευση, η χρεωκοπία.
Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].
Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».
«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα
- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η βόλτα, το σεργιάνι, η περιπλάνηση.
Από το ιταλικό sollazzo.
Πιο συχνά συναντούμε το ρήμα σουλατσάρω. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά και η λέξη σουλάτσα αντί του σουλάτσο.
- Πού 'σαι ρε Βάγγο;
- Βολτίσα με κάτι φιλαράκια και το βράδυ για ποτάκι!
- Α ρε αλάνι, όλο στη σουλάτσα είσαι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.
Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.
Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
- Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
- Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...
- Πώς ήταν το πάρτυ;
- Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...
βλ. και πουτς μάιν κλάιν
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!