Επιπλέον ετικέτες

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η εβδομάδα που, το λέει κι η λέξη, έχει επτά ημέρες, jours στα γαλλικά.

Που να βουέλετε την πούλη σας σε γύψο και να μην κουλάρετε για μια επταζουρνού, μωρή πουροκληροχαρτού. (Καλιαρντοκατάρες στο Μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το ραδιόφωνο, ως ένα κουτί από το οποίο όλη τη μέρα ακούγεται θόρυβος ή/και καβγάδες. Συνώνυμα: ζαλίστρα, μπεναβοκουσκούσι.

(Στις μέρες μας βέβαια, με τις παραθυρομαχίες, η λέξη μας θυμίζει μάλλον την τηλεόραση).

Άντε μωρή, ξεκούνα, όλη τη μέρα στην καβγαδοκουτού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι ο αυνανισμός, η μαλακία, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Δε μου λες μαρη κεινο το καλογεροκέντημα στα πρηξε ονόματα δε λεμε συμαθητριες δε θίγουμε; (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία