Επιπλέον ετικέτες

Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πρωθύ, σαν να είναι υπερθετικός βαθμός του πρίμος. Συνώνυμο: πρωτονταβάς.

Πριμάτσος τσιπρότεκνο

Μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η αποτρίχωση, εκ των τζάζω (< džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω στη ρομανί) και προβιά.

Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δόντι στα καλιαρντά.

Που να σαφρακιάσεις και να σου τζάσουν τα ντίλια και να καταντήσεις σαν πουρή χελώνα. (Μπουντουσουμού)

Επίσης, εκ του deal (=συμφωνία στα αγγλικά), το νταλαβέρι για ναρκωτικές ουσίες, ή άλλο νταραβέρι, βλ. ντίλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.

Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).

Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.

Για την υπεραξία της εργασίας μου έχω επιλέξει εγώ το νταβατζή που μου τα παίρνει αλλά το κρατάμε μυστικό της δουλειάς λόγω επαγγελματισμού. Ενώ εσείς κατίνες μου που είσαστε amateur… Όλα στη λάκα,να βγάλετε η μια τα μάτια της άλλης!!! Τουρλολιγούρα!!! (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κουραβέλτα, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, σχηματίζεται από το θέμα της ρομανί kur- (βλ. kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι) και το ρήμα avel (=είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω βλ. αβέλω). Σε αυτό προστίθεται και η ιδιαίτερα σλανγκενεργή κατάληξη -(ό)σημο και έχουμε το κουραβελτόσημο, που κατά τον Ηλία Πετρόπουλο σημαίνει επίσης τη συνουσία. Μπορεί επίσης να σημάνει ό,τι και το μπαρόσημο και το παράσημο, δηλαδή το αφροδίσιο νόσημα που κολλάει δίκην παρασήμου. Σε μία, τέλος, αστειατόρικη χρήση στο ιντερνέτι το βλέπω να σημαίνει κάτι σαν ένα φανταστικό ένσημο, που πρέπει να κολλήσει κανείς κατά τη σεξουαλική πράξη.

  1. Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο. (Αποκατέ).
  2. Τελικά κλείνω το τηλέφωνο, χωρίς να του πω για την καριέρα που θα μπορούσε να κάνει εάν κόλλαγε κανένα κουραβελτόσημο από την πούλη με κανένα τσόλι! (Αποκατέ).
  3. Να επεμβει ο Κουτρουμανης , να επιβαλει κουραβελτοσημο, το οποιο απεφυγαν -εργαζομενος και εργοδοτης- να πληρωσουν. (Αποκατέ).

"Μόνο στις κουραβέλτες είμαι τυχερή"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία