Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.
Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;
Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.
Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυγμάχος. Ντουπ είναι το ξύλο, πατάτα είναι η γροθιά (και αντιστρόφως μπουνιά η πατάτα), επειδή θεωρείται με λίγη καλιαρντοφαντασία ότι μοιάζουν. Ντουποπατατότεκνο είναι επομένως ο πυγμάχος που είναι τεκνό.
Αβέλω και ντέζι για ένα ντουποπατατότεκνο τζασλό! Είμαι ντεζοντουπού;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στην καλιαρντοκανονιστικότητα, που είναι το αντίστροφο της ετεροκανονιστικότητας, το νορμάλ είναι η σεξουαλική στάση σε ομοφυλοφιλικό έρωτα, όπου ο ερώμενος είναι μπρούμυτα και ο ερών από πίσω, ένα ομοφυλοφιλικό σκυλίσιο ή ντόγκι στάιλ (doggystyle) δηλαδή. Το αντίθετο του νορμάλ, είναι το ηρακλωτά, δηλαδή το ιεραποστολικό, όπου ο "παθητικός" ερώμενος κάθεται ανάσκελα και είναι τρόπον τινά σαν να μιμείται τη γυναίκα, την ηράκλω (εκ του rakli, rakhli, λέξη της ρομανί για τη γυναίκα).
-Αντε γαμησου μωρη τραβελογεννημενη σουφρα.
- Ηρακλωτα ή νορμάλ; (Από καλιαρντοδιάλογο στο Μπου)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα καλιαρντά είναι το νεαρό τεκνό, ο νεαρός κίναιδος, καθώς μοντερνίζω σημαίνει είμαι γκέι. Η λογική είναι ότι οι εξελιγμένοι μοδέρνοι άνθρωποι, που την έχουν περάσει τη νεωτερικότητα, είναι και καλούα γκέι γιατί αυτό είναι ας πούμε πιο προχώ από το να είσαι ετεροφυλόφιλος, ή, έστω έχουν κάνει άουτινγκ και δεν είναι ντουλαπάτοι, όπως σε παραδοσιακές κενωνίες. Εφόσον έχει χαθεί αυτή η σημασία που δίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), τότε μπορεί και να σημαίνει ένα νεαρό τεκνό που νεωτερίζει (το τίγκαρα στους πλεονασμούς), που ακολουθεί τις τελευταίες επιταγές της μοδός, που έχει το βλέμμα στραμμένο στην Εσπερία για να αφουγκράζεται τις τελευταίες τάσεις και προχωρημενιές κ.ο.κ.
Είπα να μην πιάσω το μοντερνότεκνο και να το σφαλιαρώσω κατά τα προσήκοντα. (Από το Μπουντουσουμού).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).
Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)
Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.
Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).
Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παλιά μαγκίτικη έκφραση για το προφυλακτικό, την καπότα. Βλ. και φερετζές και κελεμπιοφόρος. Τη βρίσκω στον Ηλία Πετρόπουλο, αλλά δεν μπορώ να τη βρω στον γούγλη, όπως το φερετζές, μάλλον είναι παρωχημένη.
Φόρα την κελεμπία βρε αδερφέ να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Και τα δύο κεφάλια.
Λέγεται επίσης σκωπτικά για την περίπτωση που μια γυναίκα φορέσει ένα πολύ χύμα φόρεμα που πέφτει στο εντελώς τελείως χύμα. Ή για φούστες τύπου χριστιανόφουστα μέχρι τον αστράγαλο που δεν αφήνουν τίποτα να διαφανεί. Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να πούμε για ένα τρελό μωρό, ότι σε ανάβει ακόμη και με κελεμπία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα καλιαρντά είναι, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), "το άβγαλτο αγοράκι, που το γυροφέρνει ο κολομπαράς". Ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί ως εξής: "Μάλλον προέρχεται από το κοινό κεκ (αγγλικά cake), γιατί το βλέπει σαν γλύκισμα". Αν δεν βρεθεί κάποια πιο ψαγμένη ετυμολογία, θα πρέπει, υποθέτω, να συμβιβαστούμε με αυτήν την ερμηνεία ότι πρόκειται για γουτσισμό εκ των αγγλικών, ένα γκέι αντίστοιχο του παστάκι ένα πράμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ηράκλω στα καλιαρντά είναι η γυναίκα. Όπως σημειώνει το Πονηρόσκυλο εδώ, ετυμολογείται από τη λέξη της ρομανί rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή. Ηρακλωτά σημαίνει γυναικεία, και προσδιορίζει σεξουαλική στάση, όπου ο "παθητικός" ερώμενος κάθεται ανάσκελα σε φάση ιεραποστολικού. Το αντίθετο, το μπρούμυτα, λέγεται νορμάλ στα καλιαρντά, υπονομεύοντας την ετεροκανονιστικότητα. Θεωρείται, δηλαδή, σαν κατά μία μάλλον αντεστραμμένη κανονιστικότητα, το "νορμάλ" για τον τζιναβωτό/τζινάβοντα τα καλιαρντά να είναι το εκ του πρηνηδόν, ενώ το ανάσκελα να είναι το ηρακλωτά, όπως το κάνουν δηλαδή οι γυναίκες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!