Επιλεγμένες ετικέτες

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.

Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.

Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.

Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.

Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.

Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παλιομοδίτικη, απ' όσο ξέρω παροπλισμένη έκφραση που σημαίνει: απολύω / ξηλώνω κάποιον από θέση που κατέχει. Όσον αφορά την απίστευτη παραστατικότητά της δεν θα επεκταθώ. Σταματήστε να τα ξύνετε, πιάστε καμιά σπάτουλα για εξάσκηση και κυρίως βάλτε λίγο τη φαντασία σας να δουλέψει.

Ξέρω μόνο πως αν σταματήσω να βαράω θα πάθω τόσα, που κανένας από σας δεν έπαθε. Ποιά ειν' αυτά? Δεν τα ξέρω. Ξέρω πως αν με ξύσουνε θα χάσω το ψωμί μου. Το ξέρεις κι εσύ αυτό.

Μ. Λουντέμης, Το κρασί των δειλών (1965).

Εγώ πέταξα στην άκρη πέννες και χαρτιά, ζώστηκα τη ζώνη μου κι έφυγα. "Το ξέρω, τους λέω, πως η μαφία σας θα φροντίση να με διώξη από 'δω" [...] Έτσι κι έγινε. [...] Η "μαφία" συνεννοήθηκε με τον δεκανέα του λοχαγού και με έξυσε. Δέχτηκα ατάραχος την...ποινή.

Δημ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο, Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41. Εκδ. Ποταμός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε