Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κορυφαία, all time classic ατάκα, προερχόμενη από ένα εξίσου διάσημο και υπέρ-καλτ film, τον Ταξιτζή (Taxi Driver, 1976) του Martin Scorsese, με πρωταγωνιστές τον τιτανοτρισμεγιστοτεράστιο Ροβέρτο Δε Νίρο και το καυλοπίπινο τότε Jodie Foster.

H ατάκα, καθώς και η όλη σκηνή στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζεται, θεωρούνται από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα του παμφάγου, μαζοποιητικού και τερατώδους μηχανισμού που ακούει στο όνομα Ποπ Κουλτούρα. Αποτελούν στερεότυπα μοτίβα της εικονογραφίας της. Πανηγυρική επιβεβαίωση των παραπάνω, η ψήφισή της το 2005 ως της δέκατης καλύτερης κινηματογραφικής ατάκας όλων των εποχών, και η συνακόλουθη αναβίβασή της ως αυτοτελούς λήμματος στη Βικούλα.

Σε τι στο μπούτσο αναφέρεται τελοσπάντων αυτή η ατάκα; Για να απαντήσουμε, ας θυμηθούμε λίγο τα συμφραζόμενα: πρόκειται για την περίφημη σκηνή του Καθρέφτη, προς τον οποίο ο φρικαρισμένος και σε φάση δεν-την-παλεύω-κάστανο Travis Bickle εξαπολύει έναν αριστουργηματικό, εμβριθέστατο και ποιητικό μονόλογο.

[I]«You talkin' to me; You talkin' to me; You talkin' to me; Then who the hell else are you talkin' to; You talkin' to me; Well I'm the only one here. Who the fuck do you think you're talking to;»[/I]

Ο Travis, ο μοναχικός, πορνόβιος και ψιλοαϊζενχάουερ ταρίφας, προβάρει το λογύδριο αυτό στον καθρέφτη του, προπονούμενος ψυχολογικά για αχαλίνωτους τσαμπουκάδες / μανούρες / ξυλίκια και λοιπά ζοριλίκια στους κακόφημους δρόμους της Πόλης-που-ποτέ-δεν-Κοιμάται (Νέα Υόρκη). Εξασκείται στο να παίρνει το κατάλληλο ψαρωτικό ύφος και τη μαγκιόρικη φωνή, πράγματα που θα του χαρίσουν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του στο αναμενόμενο street fighting πατιρντί.

Η πλάκα είναι πως, σύμφωνα με το σεναριογράφο του φιλμ, η συγκεκριμένη ατάκα δεν υπήρχε πουθενά γραμμένη στο σενάριο, το οποίο απλά προέβλεπε - γενικώς και αορίστως - «τον ήρωα να μιλά στον καθρέφτη του». Τυπική λοιπόν περίπτωση υποκριτικού αυτοσχεδιασμού, που συνέβαλε ουκ ολίγον στο χτίσιμο του μύθου που λέγεται Ντε Νίρο.

To Αre you talking to me λοιπόν, γεννιέται και καθιερώνεται ως μια αυθεντικά street έκφραση, που χρησιμοποιείται ως προανάκρουσμα κάποιου τσαμπουκαλίδικου σκηνικού / κλοτσοπατινάδας. Γίνεται το motto κάθε προκλητικού μαλάκα κάγκουρα / αλητάμπουρα / τσογλαναραίου που έχει βγει στο δρόμο καυλωμένος και ψάχνεται εναγωνίως για φασαρίες, για να μας αποδείξει πόσο άντρακλας και γαμίκλας είναι...

Αυτά στην αρχή. Διότι κάπου στο δρόμο, το σημαινόμενο (τσαμπουκάς / ξυλίκι / αναίδεια / προκλητικότητα κλπ) εξαφανίστηκε. Κι απέμεινε η έκφραση μονάχη της, ξεκρέμαστη και ξεκάρφωτη, αποκομμένη απ' το ορίτζιναλ context της, να ακολουθεί μια δική της αυτόνομη πορεία, άλλο ένα ορφανό σημαίνον μέσα στη φαντασμαγορία των σημαινόντων και τη χρυσόσκονη των φαινομενικοτήτων μιας μεταμοντερνιάρικης εποχής...

Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αυτό; Μάλλον ναι, τη στιγμή που η ταινία - αλλά και ο Σκορσέζε γενικότερα - εμπίπτουν σ' αυτό που λέμε κουλτουριάρικη προσέγγιση. Παρεμπίπταμπλυ, ο υποφαινό δε γουστάρει ιδιαίτερα ούτε την ταινία ούτε το σκηνοθέτη, που κατά την ιδίαν ημών άποψη είναι αργός, βαρετός, ψιλοκοιμήσης, τούφας...

Που / πώς / πότε παίζει να ακούσεις την ατάκα today; Μάλλον ως ένα τιραμισουρεάλ πασπαρτού που πάει με όλους και με όλα, κατά κανόνα σε φάση παρεΐστικου χαβαλέ κι έτσι. Η «σοβαρή» χρήση της έχει εκλείψει, αν το επιχειρήσεις θα θεωρηθείς γραφικός, για τα πανηγύρια. Συνήθως το πετάμε ως αποστομωτική - τηλεγραφική απάντηση σε κάποιο φίλο που μας ζαλίζει τ' αρχίδια με τις επίμονες / ανούσιες ερωτήσεις του. Του καθιστούμε έτσι σαφές πως τον γράφουμε οριστικά στα βυζιά μας, πως δεν πρόκειται να ασχοληθούμε άλλο με την πάρτη του και πως καλά θα κάνει να μας ξεφορτώσει και να βρει άλλο βιολάκι...

Allivegp: - Δημόσια διαπόμπευση με κουδούνι καβάλα σε γάιδαρο ανάποδα υπέστησαν ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Κομνηνός αλλά και ο ήρως του Μακεδονικού Αγώνα Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός). Θλιβερή ιστορία... Γι΄αυτό ...no mercy στους Σλαβοβουλγαροσκοπιανούς.

Ιronick: (με άψογους ελληνικούς χαρακτήρες)
- αρ γιου τόκιν του μί;;;

Allivegp:
- @ iron: μου το σπάς σε κέρματα γιατί δεν τό 'πιασα;

(Από τα σχόλια στο λήμμα κουδουνάτος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το au revoir (ο ρεβουάρ) όπως το είπε στην ταινία «ο μπακαλόγατος» ο μεγάλος Κώστας Χατζηχρήστος (παράδειγμα 1), και χρησιμοποιείται και σήμερα με χιουμοριστική διάθεση (παράδειγμα 2).

Παράδειγμα 1:
Ο Ζίκος μιλάει στο τηλέφωνο με την «γιατρέσσα»
(...) Είναι αυτό λες που έχει μια τρούπα στη μέση; (...) δεν ξέρω να σας πω τι μάρκα είναι κυρία γιατρέσσα γιατί τα γράμματα είναι τ' ανάσκελα (...) μάλλον δεν θα είναι ελληνικής κατασκευής, θα είναι αλλοδαπής προελεύσεως γιατί βλέπω πολλά μασκαραλίκια απόξω, έχει κάτι γατιά κάτι λιοντάρια, πάντως εσείς θα τα φάτε; (...) μάλιστα θα τ' ανάψετε, ε αν ανάψουν ανάψανε (...) μάλιστα θα τα στείλω εις πρώτην ευκαιρίαν γιατί λείπει ο μικρός, μόλις έρθει ο μικρός θα τα στείλω (...) σας μερσώ μανδάμ, ορέν ντουβάρ.

Παράδειγμα 2:
-Άντε τα λέμε πάω εγώ.
-Καλά ορέν ντουβάρ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλάκας. Βλάχος. Χαζός.

Κοίτα ο αγκόπ φόρεσε καρτέπιλα στην πόλη.

Από τον παλιό ηθοποιό Φίλιο Φιλιππίδη, ή Αγκόπ. Αγκόπ είναι ένα από τα κοινά Αρμένικα ονόματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηθοποιός ζεν-πρεμιέ (συνήθως) του Χόλιγουντ, που αποδομεί ευκαιριακά την αρρενωπή του περσόνα, υποδυόμενος τον γκέι, προκειμένου να αδράξει τις τιμές της σινε-κοινότητας για το ανδραγάθημα, και στην τελική να αποσπάσει Όσκαρ. Συχνά, φροντίζει αμέσως μετά να παίξει έναν πολύ μάτσο ήρωα, για να μην του βγει το όνομα. Λ.χ. ο αείμνηστος Heath Ledger έπαιξε τον Καζανόβα στο καπάκι του Brokeback Mountain, κι ο Philip Saymour Hoffman έπαιξε τον μάτσο κακό του Mission Impossible στο καπάκι του Capote. Το να παίζεις βέβαια τον πούστη κι αμέσως μετά τον μάτσο δεν είναι απαραιτήτως πουστιά, είναι και υποκριτική πρόκληση.

Διάσημοι οσκαρόπουστες (με την ευρεία έννοια):

  1. Sean Penn, Harvey Milk.
  2. Philip Saymour Hoffman, Capote.
  3. Heath Ledger, Brokeback Mountain.
  4. Jake Gyllenhaal, Brokeback Mountain.
  5. Brad Pitt, Burn After Reading.
  6. Javier Bardem, Before Night Falls,
  7. Tom Hanks, Streets of Philadelphia.
  8. Marcello Mastroianni, Una Giornata Particolare.
    Και άλλοι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τρίο κωμικών ηθοποιών The Three Stooges, που έδρασαν στην Αμερική στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα: Λάρυ, Μόε, Κάρλυ.

Χρησιμοποιούσαν χοντρά αστεία, φυσικό χιούμορ. Οπότε μπορεί να λέγεται για τρίο Αγίας Παρασκευής ή για σάρα, μάρα και κακό συναπάντημα, ή για γελοίους, γκροτέσκους τύπους. Βλ. και τον άλλο ορισμό για τα περαιτέρω.

Τι κάθονται εκεί αυτοί οι μπαγλαμάδες σαν το Τρίο Στούτζες;

(από Dirty Talking, 07/02/09)Και ναζιάρηδες (από Dirty Talking, 07/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλωνοποίηση του ηθοποιού George Clooney, έτσι ώστε να παράγονται κλώνοι του, κλούνοι και κλουνάκια. Πολλοί ηθοποιοί την έχουν δει Κλούνι κι υιοθετούν το ίδιο στυλ του γοητευτικού Αμερικάνου ηθοποιού, που προβλέπει να είσαι πολύ μπλαζέ αλλά, ταυτόχρονα, να απομυθοποιείς και το στάτους σου ως sex-symbol. Ο φανατικός του Τζωρτζ Κλούνι μπορεί να αποκληθεί και «κλουνοποιημένο πρόβατο», ιδίως αν «συγκλουνίζεται» με τις ταινίες κοινωνικής κριτικής του Αμερικάνου σούπερ-σταρ.

- Πω πω, είδα την τελευταία ταινία κοινωνικής διαμαρτυρίας του Τζωρτζ Κλούνι και συγκλουνίστηκα!
-Καλό κλουνοποιημένο πρόβατο είσαι κι εσύ! Αλλά πάλι καλά που βλέπεις το ορίτζιναλ, γιατί κυκλοφορούν και κλουνοποιήσεις.

Ξίρσκης!!! (από protnet, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάθε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που είτε είναι του Νίκου Φώσκολου, είτε έχει ζηλώσει την δόξα του. Δηλαδή υπερβολικά μελό, πομπώδεις χαρακτήρες, πομπώδεις δηλώσεις, απίστευτες εξεζητήσεις και συμπτώσεις στην πλοκή, κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί περισσότερο φτύνουνε παρά μιλάνε με ύφος Γιάγκου Δράκου, του ορίτζιναλ, όχι του Σλάνγκου Δράκου, όπως εμείς. Το «Φωσκολιάδα» με κατάληξη σε -άδα, όπως όλα τα έπη, λ.χ. Ιλιάδα, Αινειάδα, Ζαχοπουλιάδα, Λιλιανάδα (το συλλογικό έπος που γράφεται στο slang.gr) κ.ο.κ.

Χαρακτηριστική φράση, που λέει αυτός που δεν θέλει να δει άλλη μια Φωσκολιάδα: «όχι άλλο κάρβουνο» (Η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου, παρόμοια με το «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»).

- Είδες το «Οξυγόνο» το τελευταίο Ρεππαπαπαθανασιούργημα;
- Όχι. Πώς ήταν;
- Κοίτα άρχιζε καλά, με το γνωστό καυστικό χιούμορ των δύο δημιουργών, αλλά μετά έγινε πολύ μελό, πολύ κοινωνικό κατηγορώ με συμπτώσεις και πλοκή τραβηγμένες απ' τα μαλλιά, σωστή Φωσκολιάδα!
- Όχι άλλο κάρβουνο! Έλεος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία