Επιφώνημα στη θέση του "Χριστέ μου" ή του ανάλογου ομιτζί.

Προφέρεται με επιτηδευμένη προφορά σε ένδειξη ανωτερότητας επιπέδου, σε περιπτώσεις έκπληξης, απαξίωσης, θαυμασμού, ειρωνείας κλπ.

Τζίζους! Τι ακαταστασία είναι αυτή!

Τζίζους! Κοίτα ποιος πήγε στο Παρίσι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νέας κοπής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται πια παρα πολύ, το γιατί τόσο πολύ δε με ξεπερνάει, βλ. παρακάτω. Όταν κάτι "με ξεπερνάει" σημαίνει ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται κάτι, ότι μου είναι ακατανόητο, και κατ' επέκταση (αλλά τι επέκταση! βλ. παρακατώ) ότι το θεωρώ πολύ αντιφατικό, παράλογο, εξωφρενικό και ακραίο (γιατί ακριβώς ακραίο θεωρούμε αυτό το οποίο δε βγάζει για μας νόημα). Ο υπαρξισμός ή υπαρξυσμός των φτωχών, θα έλεγα. Συνήθως θεωρείται, βεβαίως, in this country παράλογο αυτό το οποίο κάνει κανείς αν και αντιβαίνει στα στενά ατομικά και υπολογιστικά του συμφέροντα με την ευρεία έννοια. Είναι μεταφραστικό δάνειο (απορία: έτσι λέγεται αυτό ακόμα κι όταν το κάνουν μη μεταφραστές;) από τα αγγλικά, γιατί εισήχθη προκειμένου να αποδόσει το αμερκάνκο is beyond me, βλ. το λήμμα στο urban: beyond me. Στο ευρύ φάσμα των ςτφ, τι στον πούτσο;, τι λες τώρα! κ.λπ. και άλλων που δηλώνουν έκπληξη-αποδοκιμασία. Επίσης στο ευρύ φάσμα των φράσεων, όπως των περιφράσεων με το βγάζω, οι οποίες δηλώνουν την ερμηνεία μας (ή την αδυναμία μας για ερμηνεία) ενώπιον στάσεων και συμπεριφορών στο κοινωνικό πεδίο.

Η φράση μου βγάζει μια χιπστερ-ίλα και είναι όντως σύμπτωμα χιπυστερικόν και απ' αυτό που ονομάτισε πολιτικά μη ορθά κάποιος εδώ στο σλανγκ πουστρομανιέρα (ένα είδος gay διαλέκτου της σοούμπιζ που διαχέεται προς τα κάτω λόγω προβολής και επιρροής).

Εδώ είναι το παρακάτω: Με τη γενίκευση της χρήσης της, έγινε φανερό ότι ανακλά μια συντηρητική, κομφορμιστική, κλειστή και εγωιστική στάση απέναντι στον άλλο. Όταν διαρκώς μας ξεπερνάει κάτι που κάνει ή είναι ο άλλος, αυτό δε σημαίνει πια ότι δεν το κατανοούμε, όπως ήταν αρχικά το νόημα της φράσης, αλλά ότι παραιτούμαστε από το να το κατανοήσουμε, και ο λόγος είναι ότι ό άλλος δε μας ενδιαφέρει πια, δε δίνουμε δεκάρα τσακιστή, όταν παρεκκλίνει από την κοινωνική νόρμα και κανονι(στι)κότητα των καθημερινών ηθικών, πολιτικών, αισθητικών κλπ. επιλογών.

Λέγοντας ότι μας ξεπερνάει κάποιος για κάτι που κάνει, κατά κάποιο τρόπο τον σφάζουμε με το μπαμπάκι, γιατί η έκφραση εκ πρώτης φαίνεται να εκθειάζει/"δοξάζει" τον άλλο για την διαφορά του και να έχει μια "αυτοταπεινωτική" διάθεση (με ξεπερνάει = υπερβαίνει τις δικές μου φτωχές ικανότητες κατανόησης και τον υπαρξιακό/φαινομενολογικό μου ορίζοντα). Στην πραγματικότητα, όμως, μια πραγματικότητα που περίπου ο καθένας νιώθει σαν ένας μικρός οpinion leader...

(αρχή μεγαλούτσικης παρένθεσης -> opinion leader: αυτός ο όρος φαίνεται να σημαίνει αυτόν ο οποίος στα κουτσομπολίστικα πάνελ εκφράζει όχι τη γνώμη του, αλλά μερίδα της κοινής - υποτίθεται - γνώμης, με άλλα λόγια επιβεβαιώνει, επιστρέφει και επιρρώνει στη συντριπτική πλειοψηφία το κοινό περί νόρμας αίσθημα ή τις φαντασιακές μας κοινότητες, δηλαδή, συνήθως ότι ποταποτερότατον - βλ. και σχολιάκι μου εδώ για τις "γνωματζίδικες γνώμες" και τη θέση τους στο σλανγκ.τζιαρ. Το opinion leader ακούγεται μάλλον πιο δημοκρατικό από τον προκάτοχό του, το opinion maker - τέλος μεγαλούτσικης παρένθεσης)

...όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι μας ξεπερνάει, τον διαολοστέλνουμε συνοπτικώς και άτεγκτα (βλ. και το άλλο αμερκάνκο: I have no time for this shit). Δηλαδή, γίνεται διαρκώς αυτή η αντιστροφή: κάτι με ξεπερνάει επειδή είναι ακραίο - > κάτι είναι ακραίο επειδή με ξεπερνάει. Έτσι, όμως, ομορφόπαιδα, πετσοκόβεται σιγά σιγά μέσα από τους κοινωνιογλωσσικούς αυτοματισμούς το humanum, η κοινή μας ανθρωπινότητα, η οποία μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να λέμε ότι "Homo sum, humani nihil με ξεπερνάει" (= άνθρωπος είμαι, τίποτα το ανθρώπινο δε με ξεπερνάει). Τώρα ας μην αρχίσουμε τη συζήτηση για το Άουσβιτς ή και γιατί όχι;

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα υπάρχει μια πίεση συνέχεια να λέμε ότι με ξεπερνάει εκείνο, με ξεπερνάει τ'άλλο, γιατί προφ όλα όσα κάνω εγώ είναι τόσο κατανοητά και τέλεια και αμιγή αντιφάσεων! Τόσο στιλβωμένα και ραφιναρισμένα/επεξεργασμένα!

προΤελευταία παρατήρηση: αν η φράση όπως υπεννόησα χρησιμοποιείται κατά κόρον και διαχέεται από σελέμπριτις και σεμπρίλιτις, αυτό έχει να κάνει με αυτό που λέμε υπερανάπληρωση αν και δεν είναι απαραίτητα ασυνείδητο όλο αυτό: πάντως, νιώθοντας ενοχικά για πράγματα που αναγκάζονται/επιλέγουν να κρύβουν τα οποία ξεπερνάνε (;) τον μέσο άνθρωπο (τον ποιον;) που τους ακούει και τους τρέφει και τους αγαπάει, δε χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν ότι συμφωνούν με τον κοσμάκη σε ένα σωρό άλλα πράγματα που ξεπερνάνε τους ίδιους (π.χ.

"το γιατί ο άλλος θα κατέβει σε μια πορεία να διαμαρτυρηθεί και θα πετάξει μολότοφ, προσωπικά με ξεπερνάει"

κ.τ.ο.).

Τελευταία παρατήρηση: καμιά φορά το "με ξεπερνάει" απευθύνεται εις εαυτόν, όταν αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε εκείνο ή το άλλο σε στυλ αυτοψυχοψαξίματος.

Παραδείγματα από το νέτι:

«Με ξεπερνάει να με βρίζουν συμπατριώτες μου Παναθηναϊκοί»! Ξέσπασε ο Γιώργος Μανούσος στο facebook για τα όσα άκουσε από την κερκίδα των οπαδών του Παναθηναϊκού.

Νίκος Χατζηνικολάου: «Αυτό με ξεπερνάει! Τι λαός είμαστε;»Εμφανώς ενοχλημένος ήταν ο Νίκος Χατζηνικολάου σήμερα το πρωί, με αφορμή την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας, λόγω της χιονόπτωσης.

Αυτό που οι κουτσουλιές είναι άσπρες στα μαύρα αυτοκίνητα και μαύρες στα λευκά με ξεπερνάει

Μόλις γύρισα από Τουρκία που ήμουν σε αποστολή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το κουρδικό και μπορώ να πω απερίφραστα ότι ο ευρωπαϊκός κυνισμός με ξεπερνάει. Ξεπερνάει ακόμη και την τουρκική αγοραία βουλιμία, ξεπερνάει ακόμη και την ελληνική διοικητική ματαίωση των καιρών μας» (από δώ).

Γενικά, με ξεπερνάει το γεγονός ότι είναι τόσο αξιοπερίεργη η γυναικεία φιλία. Μας μειώνει. Ναι, οι γυναίκες μπορούμε να γίνουμε σκύλες μεταξύ μας, αλλά οι λίγες καλές φίλες που έχω μου αποδεικνύουν ότι μπορούμε να είμαστε και τα μεγαλύτερα στηρίγματα η μία για την άλλη.

Η υστερία από μόνη της είναι ένα θέμα προς έλεγχο, διότι από τη μία σημαίνει ότι έχω πράγματα απωθημένα και καταπιεσμένα που πρέπει να τα βγάλω στην επιφάνεια, να τα δουλέψω, να τα εκλογικεύσω και να τα ξεπεράσω. Από την άλλη όμως δείχνει ότι χάνω τον έλεγχό μου, δεν έχω ικανότητα να ελέγξω τον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές, με ξεπερνάει ο εαυτός μου κι οδηγείται σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις που έχουμε μάθει να ονομάζουμε υστερικές. από εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολιτική αναμέτρηση με τη μορφή τηλεοπτικής μονομαχίας, η τηλεμαχία δηλαδή.
Από το αγγλικό debate.

Γράφει ο Ν. Σαραντάκος:
Σε κάποιο διαδικτυακό βήμα συζητήσεων, κάποιος υποστήριζε, και μάλιστα με ύφος χιλίων καρδιναλίων, ότι: Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπάρχει η λέξη δίβατον < δύο + βήμα (ομιλίας)=δύο βήματα (βάθρα) ομιλίας. Από τη λέξη αυτή προήλθε το ξενόγλωσσο debate (ντιμπέιτ). Συνεπώς η συζήτηση, η συνομιλία περισσοτέρων των δύο ατόμων κακώς χαρακτηρίζεται ως debate. Φυσικά, όλη αυτή η «εξήγηση» είναι για τα πανηγύρια.

Το αγγλικό debate ετυμολογείται προφανέστατα από το γαλλικό debattre που έχει την ίδια σημασία, συζητώ, αλλά αρχικά σήμαινε ‘παλεύω’ (αν έχει δει κανείς μερικά ντιμπέιτ βρίσκει διάφανη την ετυμολογία) και είναι από το λατινικό battere, χτυπάω κάποιον. Εκτός αυτού, λέξη δίβατον δεν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά. Όταν τα υποστήριξα αυτά στο Διαδίκτυο, ο συντάκτης μου απάντησε με στόμφο ότι υπάρχουν και λέξεις που δεν τις κατέγραψαν τα λεξικά. Απάντησα ως εξής:
Λέξη δίβατον, έγραψα και επιμένω, δεν παραδίδεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Μπορεί να υπήρξε και να είναι αμάρτυρος τύπος, αλλά δεν έχετε καμιά απόδειξη γι' αυτό. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό εξασθενίζει απελπιστικά την πρότασή σας.

Όπως καταλάβατε, αυτό είναι το πρόβλημα με τις ωραίες και άπιστες ετυμολογήσεις: ρίχνει ο παλαβός μια πέτρα στο πηγάδι, και μετά πρέπει ο γνωστικός να πέσει μέσα για να τη βγάλει· δηλαδή, πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και κόπο για να ανασκευάσεις μια άποψη που ο άλλος βγάζει από την κοιλιά του στο πι και φι.

Τηλεμαχία λοιπόν, αλλά έλα που του Αλέφα το γλωσσικό κριτήριο έχει διαφορετική γνώμη!
Ελληνοποιήθηκε έτσι και ηχητικά, το ντιμπέιτ σε ντιμπέη.
Ντιμπέη ρε ντιμπέη!!!!!!!
Απορία: Γιατί έγινε ντιμπέη κι όχι ντιμπέι;

  1. οι ωραίοι έχουν πέη κ τα παίζουν στο ντημπέη #sourgela (εδώ)

  2. - Ρε αυτοφωράκια, τελικα, γουσταρεις Ντημπεη, ναι ή ου;
    - Ασε, αγορινα μου, τραβα ρωτα πρωτα τον εξωφυλαρούχα σου ... http://fb.me/4Y1OU7EJn (εδώ)

  3. ντημπεη ρε μουνια ... κεσκεσε ρε (εδώ)

  4. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΟΥΡΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΟ ΝΤΗΜΠΕΗ ΑΝΤΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ ΚΟΥΓΚΑΡ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ. Ψ Ο Φ Ο. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκδοχή της μικροβλογικής πλατφόρμας τάμπλερ (tumblr).

Δεν είναι σαφές εάν αρχικά αναπτύχθηκε σαν γνήσιο μεταγλωττικό μαργαριτάρι ή εσκεμμένα λολαδερή ψευδοελληνοποίηση.

- Ολοι στην αρχη που φτιαξαμε tumblr το προφεραμε: τουμπλαρ, τουμπλ, τουλουμπα κτλ κτλ.
- εγω παντως τουμπουλουρου το ελεγα:Ρ.
- το έλεγα,το λέω και πάντα θα το λέω τουμπουλουρου.
- Ολο μας το λέμε τουμπουλουρου :D
- αχοχοαοχοαχ τουμπουλουρουυ

(γλωσσολογικό ντισκούρ στο τούμπουλουρου για το τούμπουλουρου, εδώ)

Πάντως φοριέται ευρύτατα σε κύκλους μικροβλογοτεχνώνε:

- tupusti | γκομενες με κανουν ριμπλογκ χωρις τουμπουλουρου (εδώ)

- για να παρεις μια πληρη εικονα του τι εστι ιντερνετ πρεπει να μπεις στο τουμπουλουρου ηρωικα τραβελια 1821. Ναφ σεντ. (εκεί)

- Να εχεις φβ, ινσταγκραμ, τουμπουλουρου, τουιτερ και να εισαι αλκοολικος... Πο πο μεγαλο ξεφτυλικι σε περιμενει! (παραπέρα)

Πέον να σημειωθεί ότι παίζει και ή πιο αφαιρετική μορφή τούμπλουρου.

- άλλος ανον εδω, πέρα απο την πλάκα, το ξέρω πως έχεις ζωή κτλ αλλα αν έφτιαχνες λιιιγο το μπλογκ σου, κανα ντισκριψιον κ τέτοια θα γινόσουν τούμπλουρου φέιμους... Είσαι και μουνάρα φίλε. Λυπήσου με.
(από πα μαλ τούμπλουρου εδώ)

Ασίστ: Βράσταγκερλ (η οποία και επιβεβαιώνει ότι τονίζεται στην προπροπαραληγουσα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνοποίηση του ιντερνετικού επιφωνήματος έκπληξης, θαυμασμού ή αποδοκιμασίας OMG ("ω Θεέ μου").

Πρωτοφορέθηκε (αλλά μόνο στον γραπτό λόγο) στα τσατ των ενενήνταζ (mirc κι έτσ), ψιλοδιαδόθηκε στα 00ζ (κυρίως με την μορφή ομιτζί και τρία λολ), αυτονομήθηκε δε και παρείσφρησε πλήρως στον προφορικό λόγο κατά την δεκαετία μας, κυρίως από τρέντουλα και θήλεα νέας κοπής.

- λατρεύω αυτή τη φώτο <3 ομιτζι κοίτα χαμόγελο.** (εδώ)

- ομιτζι .. τι γκεουλας θεε μου .. του αρεσει ο νευμαρ (εκεί)

- Και στελνει ο Τσιπρας στο Γιουνκερ το εμοτικον με το γατο που κλανει και να τα γελια και να τα ομιτζι και να το γκρεγκζιτ ... (παραπέρα)

- Ὦ μή τζῇ ή ὅ μή τζεῖ; (δίλημμα αρχαιόκαυλου πολυτονιστή σλανγκαρχίδη)

Βλ. επίσης: ομιτζής, ομιτζίθρα,

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του Smartphone. Έχει το πλεονέκτημα ότι εξελληνίζει τον ξενισμό ομαλά, και χωρίς να φαίνεται τόσο αστειατόρικη χαριτωμενιά, όσο το εξυπνόφωνο, όπου και παραπέμπω για τα περαιτέρω. Ωστόσο, δεν είναι και τόοοσο διαδεδομένη, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, μάλλον προτιμάται ο ξενικός όρος.

  1. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το free wi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία. (Εδώ).
  2. Χτες ή προχτές μου έδειξαν οι κόρες μου ένα παιχνίδι κουίζ για το σμαρτόφωνο, για το οποίο είχα ήδη ακούσει να γίνεται λόγος χωρίς όμως να ασχοληθώ. (Εδώ).
  3. κι ένα QR code με link σε κάποιο ντόπιο site μας που να μπορεί να το σκανάρει τουρίστας με σμαρτόφωνο και σύνδεση στο ιντερνέτι. (Εδώ).

Τόση εξυπνάδα μαζεμένη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αντίδραση παθιασμένων φάνγκερλ (σ.ς.: κοριτσιών φαν) σε οποιαδήποτε αναφορά, θέαση ή εκδήλωση του υποκείμενου ή αντικείμενου του πόθου τους: ταχυπαλμίες, λιποθυμίες, τρέμουλο, τσιρίδες, και ατέρμονες αναρτήσεις με καρδούλες και αρκουδάκια σε μπλογκ ή στο σνάπτσατ. Σε ακραίες περιπτώσεις όπου χτύπησε ο σκληρός του φάνγκερλ, δυστυχώς μπορεί να επέλθουν κατάθλιψη, χαρακώματα ή και αυτοκτονία ακόμα.

Η πάσα ανήκει στην κόρη μου, η οποία χθες βράδι με έπιασε στα πράσα να γουγλάρω μήδια του Βαρουφάκη για κάποιο λήμμα:

Αμάν ρε μπαμπά, πάλι φανγκερλινγκ στον Βαρουφάκη κάνεις, ερωτευμένος είσαι, ξεκόλλα επιτέλους! Ούτε εγώ δεν κάνω έτσι με τους One Direction.

Εφηβική αργκό εκ του αγγλικανικού fangirling.

Περισσότερα παραδείγματα:

Ε- Να ζησουμε ευτυχισμενα και να κανουμε σεξ.. εεε... εννοω να κανουμε φανγκερλινγκ για τους 1Δ... χαχαχαχα ωρα μαλακινσης! τι λεω βραδιατικα θεε μου; (εδώ)

NΑΤΟ, ΝΑΤΟ ΤΟ ΦΑΝΓΚΕΡΛΙΝΓΚ, ΦΕΛ ΣΕ ΕΠΙΑΣΑ ΣΤΑ ΠΡΑΣΑ! gelio (εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ινσέψιο ή ινσέψιο φάση, όρος που γεννήθηκε στο τουίτερ αναφερόμενος στην ταινία «Inception» όπου ονειρεύονταν μέσα σε ένα όνειρο ξανά και ξανά δημιουργώντας επίπεδα. Ο όρος ινσέψιο χρησιμοποιείται για χαβαλέ όταν κάνεις ένα πράγμα που θυμίζει ένα άλλο παρόμοιο πράγμα, χρησιμοποιώντας λογοπαίγνιο.

  1. Ινσέψιο είναι να είσαι χασάπης και να σε πιάσει σφάχτης.

  2. Χέζω το κοκορέτσι, δλδ έντερα που περνάνε μέσα απ' τα δικά μου έντερα. Ίνσεψιο φάση.

  3. Μπαίνουν δυο ψηλές μουνάρες σε μία Lamborghini, και το ράδιο παίζει «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Το λες και ινσέψιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία