Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

λέμε / λέμετε:

(δήλωση), λέμε(!): α' πληθυντικό ενεστώτα του ρήματος «λέω - λέγω». Χρησιμοποιείται, συνήθως στο τέλος μιας δήλωσης αλλά και ενδιάμεσα σε πρόταση, ως εμφατικό.

Υπενθυμίζει στον συνομιλητή ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα που θίγεται ως αδιαμφισβήτητο. Δηλαδή σαν να λέμε, κάτι το λέμε και το ξαναλέμε για να το εμπεδώσει ο αδαής μέσω της επανάληψης (κυρίως αν δεν υφίσταται επανάληψη καθεαυτή). Παράδειγμα 1

Όταν πραγματικά υφίσταται επανάληψη, έχει χροιά έντασης και εκνευρισμού. Παράδειγμα 2

Αντίστοιχες μορφές του ίδιου ρήματος με την ίδια χρήση είναι τα «είπα!» και «λέω!», όμως, όπως και να το κάνουμε, το α' πληθυντικό δίνει μεγαλύτερη υπόσταση και αντικειμενικότητα στον λόγο μας, δεδομένου ότι, άλλο να λέω κάτι εγώ, άλλο να το λέμε όλοι.


(δήλωση), λέμετε(!): Ανύπαρκτη μορφή ρήματος «λέω - λέγω» στην Ελληνική γλώσσα - λεκτική επινόηση. Χρησιμοποιείται:

  • ως απλό εκφραστικό λάθος επειδή ο άσχετος δεν διάβαζε γραμματική στην τρίτη δημοτικού (δεν είναι σλανγκ σο δεν μας αφορά στο προκείμενο)

  • ως χαριτωμενιά για να δώσει μια ελαφρότητα και μια παιγνιδιάρικη χροιά στον λόγο. Παραδείγματα 3, 4, 5

  • ως εναλλακτικό του ανωτέρω «λέμε!» για να δοθεί μια ελαφρά μεγαλύτερη έμφαση - Παραδείγματα 6, 7 - ακολουθεί επεξήγηση:

Η αποτελεσματικότητα της χρήσης του στηρίζεται σε καθαρά ψυχολογικούς λόγους: Έχει ως αποτέλεσμα, ο συνομιλητής, που εντοπίζει την ασυνέπεια με τους κανόνες της γραμματικής, να σκαλώσει περισσότερο για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου. Έχει δηλαδή αντίκτυπο αντίστοιχο με αυτό των italics σε ένα κείμενο: ανεπαίσθητα τραβούν την προσοχή, χωρίς την καταπιεστικότητα των bold, που μπορούν να εκληφθούν και ως «σε αυτό το σημείο είναι ουσία ρε καθυστερημένε» και να έχουμε παρεξηγήσεις, συνεπώς η χρήση τους πρέπει να είναι φειδωλή.

Συνοψίζοντας, το «λέμετε» είναι ένας ψυχολογικός εξαναγκασμός του συνομιλητή να δώσει βάση στο νόημα.

Αατα.

Παράδειγμα 1:
-Καλά, άκουσες την μαλακία που πέταξε ο Στάθης στις γκόμενες; Τι είναι αυτός ρε, τον ακούν οι μουνίτσες και κάνουν μπραφ! Δεν είναι να τον ξαναπάρουμε μαζί τον παπάρα!
-Άσε ρε μαλάκα, το άτομο δεν υπάρχει λέμε!

Παράδειγμα 2:
[το πάρτυ στο σπίτι του Παύλου προς το τέλος του - σκάει μύτη ο Κώστας]
-Ρε συ Παύλο, τέλειωσαν τα μπυρόνια παίζει καμια καβάτζα;
[ο Παύλος έχει στο μπίρι-μπίρι μια κοπελίτσαεδώ και ώρα - χωρίς να γυρίσει το κεφάλι απαντάει]
-Στο ψυγείο στο διάδρομο.
[Ο Κώστας δεν άκουσε]
-Παύλο, έχεις πουθενά καβατζωμένη καμιά μπύρα;
[Ο Παύλος γυρίζει τσαντισμένος]
-ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΛΕΜΕ!!!

Παράδειγμα 3
[Forum]: Εσύ ξαναβάλε το άβαταρ με τον Zippo...κορυφή λέμετε

Παράδειγμα 4
[Forum- συζήτηση κοριτσιών για τον Λεωνάιντα]: - Γάμησέ τα, τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του. Και όσο για τον κοιλιακό πάρε να δεις που είναι δικός του λέμετε!

Παράδειγμα 5
[Forum]: Έλα κάτω λέμετε..!!!!!!!!!! Έλα και'χω φοντανάκια!!!

Παράδειγμα 6
[Forum] Ξεκαμπούρα. Είσαι πιασμένος. Αν σ' ελευθερώσουν, τα λέμετε.

Παράδειγμα 7
[Forum]: Το ακριβώς αντίθετο θέλει η Γερμανία, να δέσει στο άρμα της Ευρώπης όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη για αντίβαρο στις ΗΠΑ, θεωρώντας βέβαια ότι εντός της ΕΕ θα κάνει πολύ περισσότερο κουμάντο από αυτές. Τι λέμετε τώρα ρε παιδιά;

Τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του λέμετε. (από Galadriel, 07/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην παιδική επαρχιακή ποδοσφαιρική αργκό, η επανάληψη. Χρησιμοποιείται συνήθως για φάουλ, κόρνερ, πέναλτυ, τα οποία δεν έχουμε εκτελέσει καλά, και με κάποια τσατσιά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τα ξαναεκτελέσουμε. Η «επαναλαβή» ...επαναλαμβάνεται πολλές φορές και από πολλά στόματα σε έντονο ύφος σε μία προσπάθεια σπασίματος νεύρων του αντιπάλου, ώστε να τσατιστεί και να μας δώσει αυτό που θέλουμε.

Η λέξη, επίτηδες εξόφθαλμα λανθασμένη, έχει σχεδιαστεί για να δίνει έμφαση και να εκνευρίζει περισσότερο τον αντίπαλο. Κλασική περίπτωση ψυχολογικού πολέμου της αλάνας.

- Ε, το τείχος ήτανε κοντά, δε στρέει, επαναλαβή, επαναλαβή!
- Άντε ρε κλαψομούνηδες παίξτε μπάλα!
- Άντε δώστους το μην κλαίνε πάλι...
- Δεν καταλαβαίνω πώς μας καταφέρνουν κάθε φορά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαναλαμβάνω σε παρέα διατυπώσεις (ανέκδοτο, επιχείρημα, άποψη και λοιπά) που έχω πει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν στην ίδια παρέα, ή που η παρέα έχει ακούσει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν από άλλους.

Λέμε λοιπόν για κάποιον ότι έβαλε την κασέτα (ενν. να παίζει), όταν πλέον τα χιλιοειπωμένα λεγόμενά του θεωρούμε ότι είναι τόσο ενδιαφέροντα όσο ενδιαφέρον μπορεί να είναι ακόμα το χιλιοακουσμένο «Φάιναλ Κάουνταουν» στην κασέτα που είχαμε ήδη λιώσει απ' το δημοτικό φορτώνοντας πριν να πάμε για μπάσκετ στο σχολείο. Επιπλέον το λέμε αντιδρώντας σε λεγόμενα που δεν μας πείθουν πια και τείνουμε να τα ακούμε βερεσέ, τείνουμε να θεωρήσουμε δε και τον ομιλητή φερέφωνο άλλων –φοριέται ιδιαίτερα από σχολιαστές δημόσιων ρητόρων.

Συνώνυμα: λέω το παραμύθι

  1. Περιέγραψα στον τεχνικό υπάλληλο την κατάσταση στην οποία παρέλαβα το προϊόν χωρίς αρχικά να αναφέρω τα έγγραφα που βρήκα μέσα. Ο υπάλληλος έβαλε την γνωστή κασέτα ότι πρέπει να το στείλω για τεχνικό έλεγχο και ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο εάν δεν το ελέγξουν. (από φόρουμ)

  2. Ο κ. Παπανδρέου έβαλε πάλι εμπρός την κασέτα «εκλογές τώρα» [...] και φόρτωσε όλα τα δεινά του τόπου στην Ν.Δ., καταχειροκροτούμενος από την κοινοβουλευτική του ομάδα. Επί της ουσίας τίποτα. (από ιστολόι)

  3. Α: [...] πρέπει να πέσουν κεφάλια άσχετο με το αν φταίνε. Ακόμα και να αυτοκτόνησε ο στρατός μάλλον τον ώθησε σε αυτό!
    Β: Δεν είναι και πολύ λογικό αυτό που λες (το πρώτο).
    Όσο για το δεύτερο άλλο πράγμα είναι το «μεγεθύνω τα όποια προβλήματα» (λογικό και αναμενόμενο) και άλλο «ωθώ στην αυτοκτονία» (δύσκολο εώς απίθανο)...
    Γ: Έβαλες την κασέτα πάλι; Αφού δεν πιάνει εδώ μέσα η προπαγάνδα σου, δεν το έχεις καταλάβει τόσο καιρό; Πήγαινε να τα πεις σε τίποτα βλάχους πάνω στα χωριά αυτά μπας και σε πιστέψουν. Άκου εκεί λογικό και αναμενόμενο κι απίθανο!
    (από σχολιασμό σε θέμα αυτοκτονίας φαντάρου στον Έβρο, στο Όμηροι τζι αρ)

Βλ. και κασέτα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...

  2. Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.

Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.

  1. Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)

  2. -Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)

  3. Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)

  4. -Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ινσέψιο ή ινσέψιο φάση, όρος που γεννήθηκε στο τουίτερ αναφερόμενος στην ταινία «Inception» όπου ονειρεύονταν μέσα σε ένα όνειρο ξανά και ξανά δημιουργώντας επίπεδα. Ο όρος ινσέψιο χρησιμοποιείται για χαβαλέ όταν κάνεις ένα πράγμα που θυμίζει ένα άλλο παρόμοιο πράγμα, χρησιμοποιώντας λογοπαίγνιο.

  1. Ινσέψιο είναι να είσαι χασάπης και να σε πιάσει σφάχτης.

  2. Χέζω το κοκορέτσι, δλδ έντερα που περνάνε μέσα απ' τα δικά μου έντερα. Ίνσεψιο φάση.

  3. Μπαίνουν δυο ψηλές μουνάρες σε μία Lamborghini, και το ράδιο παίζει «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Το λες και ινσέψιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα κατέχει στον προφορικό λόγο την ίδια θέση που έχουν τα ομοιωματικά στον γραπτό. Το χρησιμοποιούμε, δηλαδή, για να αποφύγουμε τον κόπο να επαναλάβουμε κάτι που μόλις αναφέρθηκε, και το οποίο, όπως συμβαίνει με το πρωτότυπο και τη φωτοτυπία, δεν θέλουμε να αλλάξουμε ούτε κατά κόμμα.

Γκαρσόν: Τι θα θέλατε να παραγγείλουτε;
Πελάτης 1: Ένα τζιν τόνικ με τρία παγάκια και λεμόνι.
Γκαρσόν: Όπως αγαπούτε. Και εσείς;
Πελάτης 2: Μια φωτοτυπία.

(από Hank, 09/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία