Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συνήθης hater έκφραση των παιδικών μας χρόνων, before hating was even cool.

Απ' όταν ήμαστουν μικρά αγοράκια, και μη γνωρίζοντας τι κάνει το πουλί μας πέρα απ' το κατούρημα, επομένως μην έχοντας ακόμη αποκτήσει τον γυναικοχαλκά, μαζεύαμε τις κοπέλες του Δ1 και τραβώντας τους τα κοτσίδγια φωνάζαμε τη φράση αυτή σε συνθηματικό σκοπό!

Η ατάκα υπάρχει και σε παραλλαγές:
-αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες
-αγόρια βασιλιάδες, κορίτσια με ραγάδες
-αγόρια λεβέντες, κορίτσια καμπινέδες
-αγόρια ρομπότ, κορίτσια φέρυ μποτ
-αγόρια κανόνια, κορίτσια μακαρόνια

Μικρός Γιωργάκης: λοιπόν ε μαλάκες τραβάμε όλοι κοτσίδια και φωνάζουμε ε μαλάκες πάει; τζαμάτο ε;
Όλοι μαζί: αγόρια ατσίδες, κορίτσια κατσαρίδες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έίναι συνώνυμα της φάπας, της σφαλιάρας. Ακούγεται συχνά στην σειρά Πάτερ Ημών του Αντέννα. Συνηθίζεται στην Μακεδονία αντί για την σφαλιάρα, θυμάμαι που το έλεγαν τα ξαδέλφια μου στην Καβάλα.

Κάτσε καλά μην φας καμιά σμέρλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όνομα παιχνιδιού που παιζόταν τη δεκαετία του 60 στην Αθήνα. Ήταν κάπως σαν κρυφτό και πόλεμος. Αν έλεγες πρώτος στον άλλο «στάκαμαν» τον είχες στακαμανίσει και έβγαινε από το παιχνίδι. Φυσικά τα παιχνίδια τελείωναν πάντα με γενικευμένα επεισόδια.

- Στάκαμαν!
- Στάκαμαν!
- Εγώ σε στακαμάνισα πρώτος! Και ακολουθούσαν καρπαζιές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος του παιδικού ομαδικού παιχνιδιού «κρυφτό». Η φτούκα είναι το μέρος όπου «τα φυλάει» (δηλαδή μετράει, με κλειστά τα μάτια, μέχρι ξέρω γω το πενήντα, ώστε να έχουν χρόνο να κρυφτούν οι συμπαίκτες) αυτός που θα ψάξει τους κρυμμένους. Μπορεί να είναι ένα δέντρο, μια γωνία, μια κολώνα, ό,τι. Μόλις αυτός που ψάχνει απομακρυνθεί από την φτούκα για να ψάξει τους κρυμμένους, οι κρυμμένοι έχουν σαν στόχο να προλάβουν να τρέξουν στην φτούκα πριν τους βρει. Ο πρώτος που θα φτάσει στη φτούκα, θα την φτύσει και θα πει «φτού ξελευτερία!». Μ' αυτό τελειώνει το παιχνίδι και ελευθερώνονται οι κρυμμένοι.

Από κει μάλλον προκύπτει και η έκφραση (που έχει γίνει και αυτόνομο παιχνίδι) «κάνω φτούκα πρω» (δηλ. «φτούκα πρώτος /-η») που σημαίνει προλαβαίνω πρώτος. Λέγεται δηλαδή από αυτόν που θα προλάβει να παρουσιαστεί ή να μιλήσει πρώτος σε μια δεδομένη περίσταση, άρα θα έχει και προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους που ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι (και οι οποίοι λένε «φτούκα δε-», «φτούκα τρι-», κλπ). Είναι δηλαδή σαν μια έκφραση θριάμβου, ας πούμε.

Προφάνουσλυ η λέξη προέρχεται από το ρ. φτύνω.

  1. Κάθε απόγευμα έπαιζα αμπάριζα, κρυφτό.
    Η φτούκα ήταν μια μουριά με ασβέστη ασπρισμένη.
    Μετράγα ως το είκοσι έλεγα “φτου και βγαίνω”.
    Ξελευθερία φώναξες κι εγώ ξαναμετρώ.
    από το ποίημα «Το κρυφτό», Κώστας Βελιάδης (εδώ)

  2. ...δεν θα είμαι ο νονός γιατί έκανε «φτούκα πρώ» η Ελένη.

  3. Ο πολιτικός μας βίος λειτουργεί ως ένας τεράστιος «Καραγκιόζ μπερντέ». όπου ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης παίζουν το παιδικό παιγνίδι «φτούκα πρω» για το ποιος είπε πρώτος αυτό ή το άλλο, ποιος είναι ο «καλός» που υποχωρεί για να σωθεί ο τόπος και ποιος ο «κακός» που προβοκάρει με διαρροές το σχέδιο «κυβέρνηση σωτηρίας»...

(όλα ιντερνετικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παιχνιδιάρικη λέξη για το ψήσιμο των κρεάτων πάνω στη φωτιά. Παρομοιάζει κίνηση που κάνουμε για να γυρίσουμε τη σχάρα ώστε τα μεζεκλίκια να ψηθούν και από την άλλη, με την περιστροφική κίνηση που κάνουμε με τις παλάμες μας σε ένα μωρό, λέγοντας «κουπεπέ, κουπεπέ»...

Μισό κουπεπέ, εξάλλου, είναι εκείνη η χαρακτηριστικότατη κίνηση που κάνουμε με την παλάμη ζητώντας εξηγήσεις, σα να ρωτάμε «τι είναι;», «ποιος είναι αυτός;», «πού πας τέτοια ώρα;» και παρόμοια.

  1. Βάζω φουφού, σχάρες και κρέατα. Βάζετε κρασί να κάνουμε ένα κουπεπέ σπίτι μου;

  2. Όχι μόνο με προσπερνάει, που λες, από δεξιά, χώνεται και μπροστά μου και φρενάρει απότομα χωρίς λόγο. Του πατάω εγώ την κόρνα κι αυτός, σα να μην τρέχει τίποτα, με κοιτάζει από τον καθρέφτη και μου κάνει «τι θες ρε;», ξέρεις, το μισό κουπεπέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη παιδικής ηλικίας και πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο ενδημεί στη Λευκάδα, ενδεχομένως και στην πόλη της Λευκάδας και ούτε καν στα χωριά (ή μόνο σε κάποια από αυτά, τα κοντινά στην πόλη).
Η κατσίκα συνίσταται στο να πιάνεις το ποδήλατο από το τιμόνι και τη σέλα, να τρέχεις από δίπλα του σπρώχνοντάς το και, μόλις αυτό αποκτήσει μια ικανοποιητική ταχύτητα (δεν είπαμε να συναντήσει και τον Μιρ), να το αφήνεις να νιώσει ελεύθερο, διανύοντας την πιο μεγάλη δυνατή απόσταση.
Εξασκεί τις ηγετικές ικανότητες, την αίσθηση ανισορροπίας και τους διχίλιαρους και τριχίλιαρους μυς του μπαμπά. Εάν φτάσει να εξασκεί και τους δεκαχίλιαρους, πα να πει ότι το παραγάμησες, μπόμπιρα, όλα τα πράματα θέλουν και ένα μέτρο, και μάλλον θα βρέξει Παναγίες.

- Πώπω, μαλάκα μου, κοίτα κατσίκα που έκανε ο Γιαννάκης! Ακόμα πηγαίνει το προράιντερ!!!!
- Και γαμώ τις κατσίκες! Πάμε στα μπιλιάρδα του Κομπίτση να μας πει καμιά μαλακία να γελάσουμε;
- Φύγαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία