Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Επίσης: μπακότερμα, μπαγκότερμα, παγκότερμα,

Ίσως ο πλέον εύχρηστος όρος του παιδικού ποδοσφαίρου της αλάνας, της σχολικής αυλής, της πλατείας κλπ, από ένα λεξιλόγια που περιλελάμβανε και το ατομιστία ή ατομιστιά, το τσαρούχι ή μύτος ή τζούκος ή..., την προστακτική «ξόρα» για τη γιόμα από την άμυνα, το «κουντουπιέ» (κουτεπιέ), τα «γκελάκια» για τις επιδείξεις με τη μπάλα, το μανταλάκια(ς) για τον τερματοφύλακα που του γλιστράει η μπάλα απ' τα χέρια (ή τροχονόμο), το «λίμπερο» ως παίκτη που κάνει τα πάντα και όχι τον τελευταίο αμυντικό, όπως και τον «κυνηγό» ως θέση-ευφημισμός για τον παίκτη που δεν είναι καλός ούτε για άμυνα ούτε για επίθεση, οπότε κυνηγάει τη μπάλα (χαφ δεν υπήρχαν) κλπ και τελικά και το κάνε τον καμπόι.

Μπακό είναι ο παίκτης που παίζει τόσο τέρμα όσο και μέσα, έχοντας το δικαίωμα να πιάνει τη μπάλα μόνο μέσα στην περιοχή του. Όπως δηλαδή κάθε τερματοφύλακας σύμφωνα και με τους επίσημους κανονισμούς. Ουσιαστικά λοιπόν η φράση «μπακό ο τάδε» χρησίμευε ως διευκρίνιση του ποιος παίζει τέρμα στην τρέχουσα φάση του παιχνιδιού, μιας και διακριτή στολή τερματοφύλακα φυσικά δεν υπήρχε. Η δήλωση αυτή, οι άγραφοι κανόνες πρόσταζαν να γίνεται στην αρχή του παιχνιδιού ή μετά από γκολ που δέχθηκε η ομάδα**.

Το μπακό εφαρμοζόταν στις εξής δύο περιπτώσεις:
- όταν οι δυο ομάδες ήταν πολύ ολιγάριθμες (πχ 3μελείς, 4μελείς κλπ, κακά τα ψέμματα, ακόμα και 2μελείς)
- όταν οι ομάδες είχαν άνισο αριθμό παικτών, οπότε και η ομάδα με τον παίκτη λιγότερο όριζε έναν από τους παίκτες μπακότερμα για να ισορροπήσει θεωρητικά το παιχνίδι.

Αν και κάποιοι παιδικοί όροι της μπάλας διέφεραν και διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, νομίζω το μπακό είχε μεγάλη διάδοση, αν και ενδεχομένως η προφορά άλλαζε ή κυμαίνονταν γύρω από το «παγκότερμα» που πρέπει να ήταν και η προέλευση του όρου, αλλά το γιατί και πως το αγνοώ...


***** Όλες βασικά οι γραμμές ήταν νοητές, με εξαίρεση την κατεξοχήν νοητή γραμμή του επίσημου ποδοσφαίρου, αυτή του off-side, που ως κανονισμός στην παιδική μπάλα δεν υπήρχε ή γεννούσε χιλιάδες διακοπές και αμφισβητήσεις. Όπως ακριβώς και οι γραμμές της περιοχής του μπακό.
Άλλοι ελαστικοί κανονισμοί/ιαχές, με προβληματική και σουρεάλ εφαρμογή ήταν φυσικά το ύψος του νοητού οριζόντιου δοκαριού (ψηλό! ψηλό!), καθοριζόμενο λίγο πάνω από το ύψος των απλωμένων χεριών του εκάστοτε τερματοφύλακα σε άλμα, το έμμεσο, το οποίο γενικά κακοποιούνταν και του οποίου γινόταν κατάχρηση, η αλλαγή μετά από λάθος εκτέλεση πλάγιου άουτ, το ακούσιο χέρι, η απόσταση του τείχους στην εκτέλεση φάουλ, ακόμα και τα πασπάνια βήματα στην εκτέλεση βολέ από τον τερματοφύλακα.

****** Σε επέλαση του αντιπάλου, το να αυτοδηλωθεί μπακό με προσποιητή ψυχραιμία ο τελευταίος παίκτης 9 «μπακό, μπακό!»), αν ο κανονικός μπακότερμας είχε πάει βόλτα μέσα, ακολουθώντας το επιθετικό του ένστικτο, ήταν πολύ συνήθης αιτία να αρχίσουν οι αμφισβητήσεις και τα «...πέναλτι, πέναλτι!».

Ο ορισμός είναι σε παρελθοντικό χρόνο λόγω της σχετικής επισημοποίησης του παιδικού ποδοσφαίρου με την εμφάνιση των 5x5 και την εξαφάνιση των αυτοσχέδιων γηπέδων και δημόσιων χώρων παιχνιδιού γενικά. Ε, και λόγω ηλικίας του φανερά νοσταλγικού γράφοντος.

ΛΑΚΗΣ: Μπακό, μπακό! Μπακό εγώ!
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ: Τι μπακό; Δεν πάει! Παίζε, παίζε.....
ΛΑΚΗΣ: Γιατί δεν πάει;
ΛΙΩΡΓΑΚΗΣ: Τι, όποτε σου καυλώσει είσαι μπακό;
ΔΙΟΝΥΣΑΚΗΣ: Γκοοοολ, γκοοολ, γκοοοοολ....
ΛΑΚΗΣ: Δε μετράει, δε μετράει!
ΔΙΟΝΥΣΑΚΗΣ: Γιατί δε μετράει;
ΛΑΚΗΣ: Μιλούσαμε [!!!!!!...]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαρμπαδισμός που δεν αναφέρεται στο σεξ. Η έκφραση αναφέρεται στο συνωστισμό και στο στρίμωγμα της μαρίδας σε ένα κρεβάτι.

Σε οικογενειακές διακοπές, ή σε επισκέψεις σε γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός κρεβατιών. Οπότε, τα παιδιά κοιμούνται όλα μαζί, και επειδή είναι και ζωηρά, πολλές φορές καταλήγουν μύτη-κώλο σε ένα κρεβάτι.

- Τηλεφώνησε ο αδελφός σου. Θα φέρουν και τα παιδιά στη Ραφήνα.
- Ωραία να δούμε με τι τρόπο θα χωρέσουμε.
- Οι μεγάλοι στα δύο μονά κρεβάτια, και τα παιδιά μύτη-κώλο στην κουκέτα. Όπως παλιά...

(από electron, 09/10/09)(από electron, 09/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «όχι» στις ηλικίες 6-12 (=/-2)

- Έκανες τα μαθήματα σου για αύριο;
- Ναι!

- Αν σου πάρω παγωτό, θα πάψεις να φτύνεις στο παγωτό του Κωστάκη;
- Ναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγαπημένη φράση από τα σχεδόν 90's νιάτα μας (τότες, στο δημοτικό ντε!).

Κρυφτό, μπουγέλο & κυνηγητό καταλήγαν πάντα σε καβγά, και ο καβγάς γινόσαντο με έντονη χρήση αυτής της φράσης από το ένα παιδάκι στο άλλο.

Αν δε, ο καβγάς ήταν ανάμεσα σε κοριτσόπουλα, γινόταν μεγάλο μαδομούνι.

Έτερες εκφράσεις ιδίου κάλλους: «θα το πω στη μαμά μου», «καθρεφτάκι σε όλο μου το σώμα».

Μικρή Ελένη: Είσαι χαζή!
Μικρός Γρηγόρης: Νιανιανιά, όποιος το λέει είναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν αρχίζει να περπατά το παιδί, η μάνα κάνει περπατόπιτες. Μία ολόκληρη πηγαίνει στην νονά και επίσης από μία ολόκληρη πηγαίνει στις γιαγιάδες του παιδιού. Η νονά είναι υποχρεωμένη να πάρει τα πρώτα παπούτσια στο παιδί, ενώ η γιαγιά και ο παππούς δίνουν ένα δώρο στο παιδί, όπως επίσης του δίνουν και κέρματα, με τα οποία του εύχονται «σιδερένια πουδαρούδια».

Τις υπόλοιπες πίτες που κάνει η μητέρα τις κόβει σε κομμάτια και τις μοιράζει σε συγγενείς και φίλους επάνω σε ένα δίσκο. Ο καθένας για να πάρει το κομμάτι του πρέπει να τρέξει, για να τρέχει και το παιδί και όλοι δίνουν του κέρματα και του εύχονται «σιδερένια ποδαρούδια».

Στη συνέχεια βάζουν πάνω σε ένα τραπέζι διάφορα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν επαγγέλματα π.χ. χτένα = κομμώτρια, λεφτά = πλούσιος, λαχανικά = κηπουρός κ.α., κάνουν τρεις φορές το σταυρό στην πίτα και η μάνα, κρατώντας το χέρι του παιδιού, κρατάει το μαχαίρι και σταυρώνει τρεις φορές την πίτα.

Μετά την κόβει σε κομματάκια και όλοι περιμένουν να δουν τι θα πάρει το παιδί στα χέρια του. Πιστεύουν ότι το αντικείμενο που θα πάρει από το τραπέζι θα είναι το επάγγελμά του. Αυτό το έθιμο διατηρείται και σήμερα σε πολλές οικογένειες.

Σημ.: ο ορισμός μεταφέρθηκε αυτούσιος από το http://rizia.tripod.com/ethima3.htm.

- Κοπιάστε γειτόνοι και σας έκανα μια ωραία περπατόπιτα για τη μπέμπα.
- Να σας ζήσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοριτσίστικη μαθητική μαλακιούλα η οποία έχει χαράξει ανεξίτηλα μέσα μας και την χρησιμοποιούμε όλοι κατά κόρον και τώρα ακόμα που είμαστε ώριμοι αθρώποι.

Όταν κατά σύμπτωση πούμε ή σκεφτούμε ή κάνουμε το ίδιο πράγμα με τον συνομιλητή μας και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή (μ' ένα στόμα μια φωνή, που λένε), τότε πρέπει αμέσως να ακουμπήσουμε με το δαχτυλάκι μας κάτι, οτιδήποτε, κόκκινο (κι ας είναι μια κόκκινη κουκίδα όλη κι όλη πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί) -το οποίο προφανώς βρίσκεται δίπλα μας, γύρω μας, πάνω μας- και να κάνουμε μια ευχή από μέσα μας. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι η ευχή θα πιάσει.

Κάτι αντίστοιχο με το «ένα δύο τρία φλοκ» (ή φλικ) -άμα πούμε συγχρόνως και οι δύο φλοκ (ή φλικ) κάνουμε πάλι μια ευχή. Επίσης υπάρχει και το «μολύβι κοτρώνα χαρτί» και χίλες δυο τέτοιες αηδιούλες.

Βλ. το σχόλιο της βρωμογλωσσούζ (το λέω με συμπάθεια, μην τα πάρεις, ε!) στο λήμμα κομψί κομψά αρ.2

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έίναι συνώνυμα της φάπας, της σφαλιάρας. Ακούγεται συχνά στην σειρά Πάτερ Ημών του Αντέννα. Συνηθίζεται στην Μακεδονία αντί για την σφαλιάρα, θυμάμαι που το έλεγαν τα ξαδέλφια μου στην Καβάλα.

Κάτσε καλά μην φας καμιά σμέρλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία