Επιφώνημα της οικογένειας των ουγκ ( γκαούγκαλος, ούγκαλος, ούγκανος, αούγκανος, αρούγκανος), που δηλώνει οτι εντοπίστηκε απολίτιστος, ανόητος, βλάκας, βάρβαρος κι αγράμματος ανθρώπας. Υπονοείται δε η στενή του σχέση με την καφρικιά ήπειρο.

Homo Σάπιοι - Ούγκα Μπούγκα

  1. - Ααα ρε Ζωή εσυ έπρεπε να σαι πρωθυπουργός
    - ΟΥΓΚΑ ΜΠΟΥΓΚΑ. Εισαι το επιχειρημα υπερ του οτι δεν πρεπει να ψηφιζουν ολοι (εδώ)

  2. - Τι να το κάνεις το ωραίο σώμα σε γκόμενα όταν η ομιλία της ειναι ούγκα... μπούγκα... νούγκα
    - μου έρχονται δυο-τρεις ιδέες τώρα. Εντελώς πρόχειρα, μη φανταστείς (εδώ)

  3. Βλακόφατσα ρε παιδι μου. Ουγκα μπουγκα, εχεις πει ''ξερω γω'' 200 φορες! Μπετο! (εδώ)

  4. Οι ερυθρόλευκοι Ούγκα Μπούγκα ξανα «χτύπησαν»… (εδώ)

  5. - Έβγαλε κρύο, λες να είναι η εποχή για UGG;
    - Θα σου το πω όσο πιο ευγενικά γίνεται: Καμία εποχή στην ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν για UGG.
    - ίσως η εποχη των φλινστοουν που ηταν ουγκαμπουγκα
    - Οι Φλίντστοουνς ήταν πολύ μπροστά στυλιστικά για να φορέσουν τέτοιες αηδίες.

  6. ....αααα και ξεχασα επειδη δεν εχω τροπους (καθοτι Βουλγαρος συμφωνα με τους υψηλους κυκλους καποιων εγω ο παοκτσης ο χωριατης ο ουγκα μπουγκα ο μπουγατσανθρωπος κτλ κτλ) οταν παταω το caps ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΦΩΝΑΖΩ...φιλικα παντα!!! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «ιδού», στα γαλλικά (Voilà!).

Πρόκειται για γαλλική έκφραση που έχει ξαναγίνει της μοδός, πάντα για πλάκα όμως, όταν το παίζουμε αγιστοκγάτες.

(ο ένας υπάλληλος στον άλλον, με θέμα ένα πρότζεκτ)
- Βουαλά. Πάρ' το και κάνε καλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ράους (raus) στα Γερμανικά σημαίνει «δρόμο από δω» ή για την ακρίβεια «ουστ».

Την ακούγαμε συνήθως στις παλιές «επικές» ταινίες εποχής με θέμα την Κατοχή (βλ. Κώστας Πρέκας), όπου ο Κώστας Καρράς και άλλοι που κάνανε τους Ναζί καραβανάδες, φωνάζανε τσαμπουκαλίδικα «Ράους! Ράους!»

Τώρα το ράους ως έκφραση δεν διατηρεί το νόημα του «ουστ», αλλά το χρησιμοποιουμε ως επιφώνημα για να χαρακτηρίσουμε μία κατάσταση: κάποιον τσαμπουκαλεμένο ή που είναι και λίγο φασιστάκι ή γενικώς μπήκε σε παραλήρημα και αμολάει διαταγές γαβγίζοντας σα Γερμαναράς.

— Αντε Κώστα θα αργήσεις για το σχολείο. Πω πω αχούρι το έκανες το δωμάτιο! Aπό πότε εχεις να συμμαζέψεις; Σήκω από το κρεβάτι, φτιάξε αμέσως το κρεβάτι σου, και άδειασε το καλάθι! Τι ειναι αυτό, μισοφαγωμένη σοκοφρέτα; Δεν το πιστεύω πώς δεν έχουν μαζευτεί κατσαρίδες ακόμα. Σε δέκα λεπτά να έχεις ντυθεί και να είναι καθαρό το γραφείο σου όταν φεύγεις!
— Ράους, ράους! Χαλάρωσε ρε πατέρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία