(Υπερήλικο) κρέας προορισμένο για στρατιωτική χρήση. Εποχής πολέμου της Κορέας, στη χειρότερη περίπτωση.

- Πιάσε ρε κωλόψαρο το μαμούθ και δεσ' το στο τζιπάκι να τελειώνουμε!

Βλέπε και γκοτζίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολύ μικρό πέος.

- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;

(από Galadriel, 01/03/09)(από GATZMAN, 14/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.

Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...

Γατόκωλο. (από Galadriel, 01/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης ο φαλακρός, και δη ο ξυρισμένος, επειδή το κεφάλι του ομοιάζει επικίνδυνα με κωλομάγουλο.

- Τι μιλάει τώρα και ο κώλος; (Κλασικά προς Ραπτόπουλο σε εκπομπή).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται δίκην γεωλογικού όρου για να ονομάσει μια περιοχή γυναικείου κορμιού, ήτοι το στέρνο και τα στήθη μιας γυναίκας με χαμηλή έως μηδενική βυζοδυναμική, δηλαδή μιας πλακοβύζας. Για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο πρέπει το γεωλογικό ανάγλυφο της εν λόγω απλώστρας να είναι σχεδόν μηδενικό, με λίγα λόγια σανίδα. Σε διαφορετική περίπτωση χρησιμοποιούμε άλλους γεωλογικούς όρους, όπως βυζοχαράδρα, βυζοφαράγγι κ.τ.ό.

Για να μην αδικήσουμε, ωστόσο, την τοιαύτη βυζόπλακα, να πούμε ότι ακόμη και πέρα από την χρησιμότητά της ως σιδερώστρας, στην οποία μπορεί να μην προβούμε για ανθρωπιστικούς λόγους, ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον αν συνοδεύεται γενικά από μοντελέ ανορεξικό κορμί δι' ελέου και φόβου περαινόμενον. Εξάλλου, οι τεκτονικές πλάκες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν στο μέλλον κάποιον βυζούβιο, είτε φυσικώς, είτε με ανθρώπινη παρέμβαση.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Την λέξη την έχω ακούσει με αυτήν την σημασία προφορικά δύο διαφορετικές φορές. Στον γούγλη την βρήκα μόνο με την σημασία ότι κάποιος παθαίνει πλάκα από φοβερούς (μάλλον μεγάλους) βύζους (3ο παράδειγμα).

  1. - Απορώ και πώς στέκεται το τοπάκι στην βυζόπλακά της.

  2. - Πέρασα με χάδια την βυζόπλακά της και μετά καύλωσα όταν άγγιξα τις διαγραφόμενες πλευρές της. Κορίτσι της Μπιάφρας από τα λίγα!

  3. Θέμα: Βυζοπούλες γειτόνισσες.
    - Στα Mc Donalds, τωρα, παίρνει παραγγελίες στο drive thru.. Θα πάθετε τεράστια ΒΥΖΟΠΛΑΚΑ!!!
    - [...] Δυστυχώς απογοητεύτηκα. Πέτυχα την «βυζαρού» με τα «τεράστια» στο McDrive. Πρόκειται για παχουλοκομψή νεαρά, καμιά 80αριά κιλά, ατσούμπαλη με βυζιά ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ άνω του 4... Το χειρότερο ήταν ότι είχε φάτσα σαν του Τάσου του Κουνέλη από την εκπομπή της Μπεκατώρου. Κρίμα και είχα φτιαχτεί ότι θα δω νέα περίπτωση μεγαλομαστίας... Τσάμπα κόπος... Mου βγήκε ξινό και το Mc Veggie! (Εδώ).

(από Khan, 25/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία