Επιπλέον ετικέτες

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λολοπαίγνιο από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πρόεδρο της Ρωσίας Влади́мир Влади́мирович Пу́тин και το επίσης γνωστό και μη εξαιρετέο πουτανάκι.

Ορισμένες περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το λολοπαίγνιο:

  1. Πολιτικοί που συνεργάζονται με τον Πούτιν. Λ.χ. χρησιμοποιείται πολύ τελευταίως από αντιπολιτευόμενους τη συγκυβέρνηση ΣΑΝΕΛ οι οποίοι δηλώνουν έτσι ότι η προσπάθεια στρατηγικής συμμαχίας με τη Ρωσία σημαίνει απλώς ότι προσπαθούμε να ανταλλάξουμε μία εκπόρνευση με μια άλλη ενδεχομένως χειρότερη. Πουτινάκι είναι σε αυτήν την περίπτωση ο πολιτικός που μπορούμε με όχι πολύ μεγάλη φαντασία να τον φανταστούμε σε ερωτικές περιπτύξεις με τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο σε ρόλο Στέφανου Κορκολή να του λαγνοβοά "είσαι το πουτινάκι μου;". Επίσης, κάποιος που ο Πούτιν τον χρησιμοποιεί ως αχυράνθρωπο. Δεν χρειάζεται όμως να πηγαίνουμε τόσο μακριά: Σύμφωνα με τον πολύ εύστοχο σχετικό ορισμό, πουτανάκι είναι και ο "πολύ φανατικός θαυμαστής μίας μάρκας ή χρήστης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας", οπότε πουτινάκι είναι το fanboy ή bitch του Βλαδίμηρου ή γενικά της Ρωσίας.

  2. Μια ειδικότερη σημασία είναι αυτός που γράφει υπέρ του Πούτιν και της Ρωσίας στα κοινωνικά μήντια. Ορισμένοι με έφεση στις θεωρίες συνωμοσίας θεωρούν ότι πρόκειται για τρόλια που πληρώνονται από τον Πούτιν, για πράκτορες με ψεύτικους λογαριασμούς κ.ο.κ. κάτι που δεν μπορεί βέβαια να αποδειχτεί και παραβλέπει εξάλλου το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πλείστοι όσοι αυτόβουλοι πουτινιάρηδες, χρήσιμοι ηλίθιοι ή και άχρηστοι ηλίθιοι. Τα εν λόγω πουτινάκια ανταπαντούν ότι είναι απαράδεκτο να στιγματίζεται ως τρόλι όποιος απλώς εκφράζει μια πολιτική άποψη αντίθετη στην κυρίαρχη μονοτροπία.

  3. Εναλλακτικώς, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση για τον ίδιο τον Βλαδίμηρο ή μειωτικός χαρακτηρισμός που δείχνει την αδυναμία ή την εκπόρνευση του ίδιου του Πούτιν.

  4. Σεξιστικώς, τα εκ της Ρωσίας του Πούτιν ορμώμενα πουτανάκια ή άλλα ρωσίδια.

1.α. Ο Τσίπρας είναι το πουτινάκι των Ρώσων. (Από το Τουίτερ).

β. Βλέπω κοτζιά πουτινάκι στα εξωτερικά, βλέπω βαρουφάκη στο finance, γατάκι με φαίνεται κάτι διάβαζα οτι ήδη έκανε πίσω, και λαφαζάνη στο broken μηχανοστάσιο. πιστεύω ότι αυτό εδώ είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος δηλαδή ο κύριος "αριστερή πλατφόρμα" στο πόστο της Πολυπόθητης Παραγωγικής Ανασυγκρότησης. (Εδώ)

γ. τρελεβαντεεεεεεεεεεεεεεεεέεεεεέέ΄ε εισαί όλα τα λεφτά αρχηγόπουλο ο Βολοκολάμσκ καί τά πουτινάκια (Από βρις-οφ μεταξύ εβλογημένων αγριοχρίστιανων εδώ).

2.α.Τα πουτινάκια προσπαθούν να μας πείσουν ότι αυτό το σαράβαλο απείλησε υπερσύγχρονο αμερικανικό πλοίο. (Εδώ).

β.Θέλουν τα πουτινάκια να κρυφτούν κι η χαρά δεν τα αφήνει. (Από το Τουίτερ).

3.α.Ζούμε έναν μεγάλο έρωτα με τον Βλαδίμηρο. Κι έτσι όπως είμαστε αγκαλιά, του λέμε «είσαι το Πουτινάκι μου». Κι αυτός μας απαντάει κάπως έτσι, αλλάζοντας τη λέξη... (Από Φέισμπουκ).

β.Είναι και ασχημομούρα και μας το πίκρανε διπλά το Πουτινάκι μας..... (Η πρόεδρος της Λιθουανίας συνέκρινε τον Πούτιν με τους Χίτλερ και Στάλιν).

4.α.Λεω τωρα να προσλαβω τη Σβετλανα!! ηδη εγκατεστησα το σωλήνα (inox 2'')και η pipa δωρο!!! ανθεκτικη στην πεινα στη διψα,στο πηδημα!!! σκετο πουτινακι!!! (Εδώ).

β.Εναρμονιζόμενοι με τους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της πολυχρονεμένης μας κυβέρνησης, επιλέξαμε να περάσουμε τη χθεσινή Ανάσταση στη ρωσική εκκλησία της οδού Φιλελλήνων. [...] Κατά τα άλλα στο εκκλησίασμα κοζάραμε ορισμένα ωραία πουτινάκια, με τα κολλητά τους κλπ, αλλά όχι τις εξτραβαγκάντσες που κάνουν οι δικές μας οι ξετσίπωτες - πολλές ρωσίδες, γριές και νιες, φορούσαν αυτό το τσεμπέρι που καλύπτει το κεφάλι, σε μας φυσικά αυτό αποκλείεται δια ροπάλου διότι πώς θα δείξω αγάπη μου ότι πήγα κομμωτήριο κλπ. Αυτά σε γενικές γραμμές, and the year's. (Ένας γνωστός από τα παλιά, -a blast from the past που λέμε και στο χωριό μου περιγράφει την εξπήριανς από την Ανάσταση στη Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Σχετικά: ξινός, ξινομούνα, ξινίχλας, ξινομουνίαση, ξινόπουστα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν θέλεις να πεις σε κάποια πως είναι καρ!όλα με «ευγενικό» τρόπο, το λες (η γνωστή ιστοσελίδα της Sirina -τσοντοκάναλο-).

- Ωραία η Δούκισσα Νομικού;
- Για την sirina tv.

(από Khan, 31/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία