Μια καμακιάρικη έκφραση, όπως κι η έκφραση: θερμά συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά.

Είναι πιο ραφιναρισμένη σίγουρα απ' αυτή: Ωχ τα πόδια, άστα κει, κολεοί και είναι εντελώς διαφορετικού νοήματος απ' τη φράση: Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου.

Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια, απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).

Που στόχευε;

Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας θερμίδες μαζί της.

Ας δούμε αναλυτικότερα όμως, τι θα μπορούσε και καλά, να υπάρχει στο background της φράσης.

1) Ένας πατέρας ζαχαροπλάστης, ξέρει κι εκτιμά το γλυκό, από τη γεύση του, από τη γλύκα που αυτό πλημμυρίζει το στόμα, από το σιρόπι του και... σίγουρα κάνει τα πάντα για να φτιάχνει γλυκά όνομα και πράγμα. Σκεπτόμενος έτσι φτάνει κάποια στιγμή, που ότι και καλά γίνεται (εξέρχεται) απ' αυτόν, χαρακτηρίζεται και καλά... από μοναδική γλύκα. Επομένως και το σορόπι, που εξέρχεται απ' το σουτζούκ λουκούμ του... Λέμε τώρα!

Αυτό λοιπόν το σορόπι, ως μοναδικό σερμπέτι, πέφτοντας στη μήτρα της γυναίκας του, ως πετιμεζάτο ...μπεϊκιν παόυντερ, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός γλυκού εντός του φούρνου της.

Η κόρη πάλι, κουβαλώντας αφενός τις κυτταρικές ζαχαροπλαστικές καταβολές του πατέρα της και αφεδύο μεγαλώνοντας δίπλα σε ένα ζαχαροπλάστη πατέρα, αναμένεται πως θα αποκτήσει μοναδική γλύκα και πως θα γίνει το... πλάσμα! Και αντίθετα με ένα γλυκό που γίνεται γρήγορα (για εμπορική χρήση), αυτή τελειοποιεί τη γλυκύτητα αργά αργά, άρα το αποτέλεσμα θα είναι κατά πολύ ποιοτικότερο.

Με αντίστροφη αναγωγή, καταλήγουμε πώς ένα τέτοιο πλάσμα, θα πρέπει να έχει... και καλά, πατέρα ζαχαροπλάστη.

2) Μια τέτοια φράση υποτίθεται πως λινκάρει με την αγάπη μεταξύ κοπέλας-πατέρα, κάτι που... και καλά, θα αναμενόταν πως θα μπορούσε να εκτιμηθεί από την κοπέλα ως διπλό κομπλιμέντο (για αυτή αλλά και για το φουκαριάρη τον χρυσοχέρη τον πατέρα της που έδωσε όλη του την τέχνη και τη μαεστρία του στη δημιουργία της).

Τι έβγαινε από τη φάση;

1) Για την κοπέλα: Άλλες κολακεύονταν, άλλες ενοχλούντο τάχυναν το βήμα κι έφευγαν, άλλες του την έλεγαν κιόλας (βλ. παράδειγμα 1), άλλες μπορεί να ανταπέδιδαν τον καλό λόγο, κι άλλες πάλι μπορεί και να το προχωρούσαν το θέμα.

2) Για τον καμακόβιο: Το γεγονός είναι πως ο δρόμος για το σεξ είναι στρωμένος από χυλόπιτες και παντελονόψαρα. Ο κάμακας όμως δεν απαιτούσε ευστοχία ένα προς ένα, γι’ αυτό και συνέχιζε απτόητος!

Σημείωση:

1) Πολλές φορές, η φράση, συνδυαζόταν με τη φράση: Κουρκουμπίνια σε τάιζε η μάνα σου; Εδώ ο ποιητής εστιάζει στο ρόλο της μάνας νοικοκυράς που συντηρεί τη γλύκα που ήρθε απ' τον πατέρα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φράσεων μαρτυρά έμμεσα την παλαιότητα της φράσης.

2) Η ατάκα συνηθιζόταν από βαρύμαγκες, κάτι που έκανε αίσθηση, λόγω της αντίθεσης που προκαλείτο (βαρύς- γλυκιά). Ωστόσο όμως, ο κάμακας θα μπορούσε να πιστεύει πως τα αντίθετα έλκονται. (βλ.παρ.1)

3) Η ατάκα θα μπορούσε να λέγεται και: ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου; (βλ. παράδειγμα 2).

4) Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί και χωρίς να 'χει στοιχείο καμακώματος μέσα της. (π.χ.: θα μπορούσε να εμπεριέχει θαυμασμό). Ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως πάντα υποβόσκει ένα λανθάνον στοιχείο καμακιού. (βλ. παράδειγμα 2).

Μύρια θένκια, στον Χάνκ , αλλά και στην ironick για το συγκεκριμένο θέμα.

1)
- Ε, ψιτ, μαντάμ, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

- Ναι, ρε, και ο πρώτος χαλβάς που έφτιαξε ήσουν εσύ.

Δες

2)
Μια νουαζέτα που κινείται σινάμενη και κουνάμενη, αποσπά την προσοχή κάποιου που θαυμάζοντας την, της φωνάζει:
- Πω πω παιδάκι μου, ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;

Παράρτημα

Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που κυριαρχούσε ήταν ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ;» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά εξελίσσονται... Δες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.

  1. μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.

  2. το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.

Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.

  1. - Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
    - Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!

  2. «χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
    μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
    (παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)

(από Khan, 10/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογία: πεσιματ- (αλλόμορφο του θέματος πεσιμ- < πέσιμο) + -ίας. Προέρχεται από τη λέξη πέσιμο με την αντίστοιχη σημασία.

Αυτός που φλερτάρει έντονα, την πέφτει δηλαδή συνεχώς σε γυναίκες, όντας όμως πιο συστηματικός, πιο μεθοδικός, με θεωρητικό και άλλον οπλισμό, ικανό να «υποστηρίζει» τις ενέργειές του και να τους δίνει τις απαραίτητες ιδεολογικές προεκτάσεις. Οι προσπάθειές του στέφονται σχεδόν πάντοτε με επιτυχία.

  • Συνώνυμοι (και ετυμολογικά συγγενείς) όροι με τον παραπάνω είναι οι εξής:

- πεφτάκιας (= σε αντίθεση με τον πεσιματία είναι πιο άμεσος, πιο πρακτικός και λιγότερο «συγκροτημένος». Δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή προτιμήσεις, γενικώς «την πέφτει» σε οποιοδήποτε θηλυκό δει. Συνήθως είναι πρώην πεσιματίας που με τα χρόνια άλλαξε κατηγορία).

- πέφτουλας (μπορεί να ήταν κάποτε πεφτάκιας και να ξέπεσε - σημασιολογικώς πιο κοντά στη λέξη λιγούρης).

- πεφτρόνι (= αυτός που μάλλον κινείται στον αστερισμό του «ό,τι αρπάξουμε» και «ό,τι κάτσει», είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του είτε και λόγω περιορισμένων προσόντων και δυνατοτήτων).

  • Μπορούμε να υποθέσουμε μια άτυπη ιεραρχική σειρά μεταξύ των τεσσάρων αυτών όρων, με τον εργατικό, φιλομαθή και γεμάτο κύρος πεσιματία να βρίσκεται στην κορυφή. Ακολουθούν ο «μη συγκροτημένος» πεφτάκιας, ο έκφυλος και ξεπεσμένος πέφτουλας και τέλος το αδιάφορο, σεμνό και ταπεινό πεφτρόνι.

  • Οι όροι αυτοί είναι μεν συνώνυμοι, αλλά όχι ταυτόσημοι: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη σημασιολογική του απόχρωση. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των παραπάνω σημασιών και επιμέρους κατηγοριών (όσων αφορά την άτυπη σημασιολογική τους ιεράρχηση) είναι απόλυτες και ανελαστικές. Μπορεί λ.χ. κάποιος να χρησιμοποιεί και τις τέσσερις λέξεις δηλώνοντας την ίδια σημασία (και μάλιστα οποιαδήποτε από τις παραπάνω τέσσερις) κ.ο.κ.

[Οι παραπάνω ορισμοί και παρατηρήσεις προέρχονται από το άρθρο Πέφτοντας, της στήλης Ιντερμέδιο του Ανδρέα Παππά, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/03/2007].

Ρε συ πολύ πεσιματίας αυτός ο Γιάννης. Όποιο γκομενάκι του γυαλίσει το ρίχνει αμέσως!

Το σουτιέν του μπαμπά μου - Πεσιματική Α.Ε. στην παραλία (από Cunning Linguist, 12/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καμάκι, συνήθως με περίεργο ή ανορθόδοξο τρόπο. Κλιμακώνεται από το χοντρό πέσιμο («σε αγαπάω», «θέλω να σε παντρευτώ», «είσαι η γυναίκα της ζωής μου», «πρέπει να με πιστέψεις») μέχρι το ελαφρύ πέσιμο («σου αρέσουνε οι λουκουμάδες;», «ωραίος καιρός σήμερα ε;», «συγγνώμη, τι ώρα είναι;»), με πάρα πολλές τεχνικές και παραλλαγές.

Ειδική κατηγορία είναι το οργανωμένο ομαδικό πέσιμο.

- Τι έλεγε η Σίφνος;
- Τίγκα στις γυναικοπαρέες...
- Κανά πεσιματάκι;
- Ναι ρε, εννοείται, τι περίμενες; Να καθόμαστε και να τις κοιτάμε σαν όλους τους μαλάκες;

Δες και την πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.

Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. (αναφερόμενο σε πρόσωπα) (α) Με υπομονή, επιμονή, επιχειρήματα και παρακάλια (αλλά όχι τσαμπουκάδες), προσπαθώ να πείσω κάποιον να δεχτεί κάτι που αρχικά δεν ήθελε και πάρα πολύ. (β) Ως υποκατηγορία του (α), κάνω καμάκι σε γκόμενο/α με την ίδια μεθοδολογία. Παράγωγο ουσιαστικό: [ψηστήρι]

2. (αναφερόμενο σε καταστάσεις) Θέτω σε εφαρμογή οργανωμένο σχέδιο ή προετοιμάζω μια σημαντική αλλαγή. Συνήθως λαθραία, αποσκοπώντας σε κάτι παράνομο ή παράτυπο, ενίοτε νόμιμα ή ακόμα και ηθικά, αλλά οπωσδήποτε λάου-λάου και χωρίς να το διαφημίζω (τουλάχιστον μέχρι να είναι πολύ αργά για να με εμποδίσουν).

3. (αναφερόμενο σε κρέατα) Με την κυριολεκτική έννοια, το ρήμα ψήνω (εννοώντας στη σχάρα) χρησιμοποιείται πολλές φορές χωρίς αντικείμενο, διότι παραλείπεται το ευκόλως εννοούμενο κρέας. Όποτε δεν αναφέρεται αντικείμενο, αποκλείεται ο ομιλητής να εννοεί πατάτες ή κολοκυθάκια, αλλά οπωσδήποτε έχει στο νου του μπριζόλες, μπιφτέκια, σεφταλιές, λουκάνικα, κοντοσούβλια, κοκορέτσια, γαρδούμπες, σουβλάκια... Κυρίως όμως μπριζόλες. Αγγλιστί (και εντελώς ξενέρωτα): μπάρμπεκιου.

Ετυμ.: < μσν. ψήνω < έψησα, νεότ. αόρ. του αρχ. έψω (= βράζω)

Μεταφορικά για τις δύο πρώτες έννοιες, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι η λέξη παραπέμπει στην αργή διαδικασία του ψησίματος, που σιγά-σιγά μετατρέπει κάτι ωμό, άνοστο και σκληρό σε κάτι ζουμερό, τρυφερό και στο έλεός μας.

Άχρηστη πληροφορία: το αρχαίο έψω σήμαινε αρχικά βράζω σε νερό, και κατά μεσαίωνα μεριά άρχισε να σημαίνει ψήνω. Στα αρχαία, το ψήνω (στη χόβολη, στην πέτρα ή κατευθείαν στη φωτιά) λεγόταν οπτάω, απ' όπου το οπτός, και οι πατάτες οι οφτές που λένε στην Κρήτη και αλλού.

1.
(α) - Και με πιάνει, που λες, στο μπίρι-μπίρι ο τελεμαρκετάς, και με ψήνει ν' αγοράσω αποχυμωτή! Τι να τον κάνω τον αποχυμωτή, μου λες; Τι σκατά σκεφτόμουν;
- Αυτούς, ρε, πρέπει να τους κλείνεις το τηλέφωνο στη μάπα πριν ανοίξουν το στόμα τους. Θα σε ψήσουν ν' αγοράσεις και τον Πύργο του Άιφελ.

(β) Ρε παπάρα Αρίστο! Τρεις μήνες το ψήνεις το γκομενάκι! Τι θα γίνει πια, θα σκοράρεις επιτέλους;

2.
Κάτι ψήνει αυτό το λαμόγιο ο προϊστάμενος. Όλο σούξου-μούξου με το λογιστήριο είναι, κι άμα μπει κανένας μέσα, κάνει τον Κινέζο. Να δεις που θα μας φάει τις υπερωρίες και θα πάρει και μπόνους που μείωσε τα έξοδα του τμήματος!

3.
- Δε μαζευόμαστε στου Μάκη το Σάββατο να ψήσουμε;
- Ναι, αλλά θα ψήσει ο Γιώργος που 'ναι μάστορας. Όχι εσύ, που έκαψες όλα τα μπριζολίδια την άλλη φορά και τα 'κανες σαν τα μούτρα σου.
- Προσπαθώ να μάθω, ρε μαλάκα...
- Παράτα τα. Ο μάγειρας γίνεται, ο ψήστης γεννιέται.

Δες και ψήνομαι. Δες και ψήννω στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία