Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης support (υποστηρίζω) και έχει ανάλογη σημασία.

Πιο συγκεκριμένα, εκφέροντας τον όρο, μπορεί να μιλάμε για:

  • υποστήριξη ατόμου, ή ομάδας ατόμων

    Και εγω στην Ισπανια τη Βαλενθια σαπορτάρω.
    Δες

  • υποστήριξη γνώμης, άποψης

    ναι καλη μου νεράιδα(sic) δεν αντιλέγω. Δικαιωματικά μπορώ να κάνω λάθος,after all δεν σαπορτάρω και ούτε πολυσυμπάθησα το ιντερνετικό καμάκι ποτέ,για αυτό το σατιρίζω.
    Δες

  • παροχή ηθικής βοήθειας

    Μεγάλε, δεν πας καλά. Πρέπει να σε σαπορτάρει Γιαλομολόγος.

  • παροχή υλικής βοήθειας, ή εργασίας προς κάποιο άτομο, οργανισμό, κλπ. Αυτή η εργασία μπορεί να δρα επιβοηθητικά στην προσπάθειά κάποιου, μπορεί όμως να αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα απαιτητικό πρότζεκτ

    Σε εργασιακό χώρο, ένας υποψήφιος υπάλληλος που προορίζεται για να αναλάβει υπεύθυνος κάποιου πολύπλοκου πρότζεκτ, κάνει κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις.

  • Δεν μπορώ να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο πρότζεκτ, εξ ολοκλήρου.
  • Μην ανησυχείς, στη δουλειά σου, θα σε σαπορτάρουν κατάλληλα, δυο άτομα. Θα είναι οι βοηθοί σου.
  • Και τι θα γίνει με τα στοιχεία για τα οικονομικά και τα θέματα συμβάσεων που χρειάζομαι προκειμένου να κάνω τη δουλειά μου;
  • Μην ανησυχείς υπάρχουν εξειδικευμένα άτομα, που θα σε σαπορτάρουν κατάλληλα.

Σαπορτάρουν ομπρέλα (από Vrastaman, 20/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που εκστομίζεται κυρίως από άντρες για να δηλώσουν ότι, ασχολούνται μεν με το ευγενές άθλημα του καμακίου, όχι όμως ιδιαίτερα σοβαρά αλλά περισσότερο για το παιχνίδι και τον τζέρτζελο της φάσης.

Τώρα υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων που έχουν λόγο να το κάνουν αυτό: είτε οι γλυκοτσούτσουνοι που έχουν κορεστεί και θέλουν να κάνουν ένα διαλειμματάκι, είτε (πειστικότερο) όσοι έχουν το φόβο της παντόφλας και δεν τους παίρνει το βίβερε περικολοζαμέντε.

- Μας έφεξε κολλητέ! Αυτή η μικρή μουνοθύελλα που μπούκαρε είναι η παρέα της αδερφής μου! Ζήτω το ξανθόν γένος! Πάω να τις φέρω κατά δω, να φάμε τίποτα.
- Φέρ' τες αλλά σού 'χω πει. Είμαι ακόμα στα μέλια με την δικιά μου και γουστάρω, θα κάνω μόνο παιχνίδι για χαβαλέ. Αυτήν την περίοδο κυνήγι δεν πάω, ψαροτούφεκο πάω. Άμα λάχει κρατάω και το φανάρι, δεν τρέχει μία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα «γαμπρίζω» περιέγραφε κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, την απέλπιδα προσπάθεια κάποιου (συνήθως γένους θηλυκού, αλλά όχι απαραίτητα) να βρει σύντροφο, με στόχο την αποκατάσταση, δηλ. το γάμο.

Εν συνεχεία, το ρήμα μετεξελίχθηκε ελαφρώς και έλαβε τη σημασία του ερωτοτροπείν γενικότερα. Κατά κόρον το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα ερωτικά σκιρτήματα νεαρών και κορασίδων.

1.Διάλογος χρηστών σε forum:

- Που εισαι εσυ χαμενος καλε; Γαμπριζεις;Ατακτο παιδι!!
- Ε όχι και γαμπρίζω βρε Στέλλα!!! Είχα κατέβει Αθήνα για μία εβδομάδα, να δω το αγαπάκι μου! :) Τώρα γύρισα και είμαι ανανεωμένος!!! :) Σε φιλώ!

  1. Η μήνη του χρήστη, διαδικτυακα:

ΑΡΧΙΤΕΛΕΙΩΜΕΝΕ ΚΑΡΑΓΙΟΖΗ ΠΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ ΣΕ ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΤΙ ΘΕΣ.ΟΣΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΜΑΣΤΑΡΙΑ.ΚΡΥΨΟΥ ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΞΕΦΤΙΛΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΑΣΕ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΛΑΩ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΛΕΖΑΡΩ ΚΑΘΕ ΜΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΒΛΩΝΕΙ ΒΛΑΚΑ ΑΛΒΑΝΕ!!!ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΝΑ ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΑΝΙΒΛΑΚΑ ΟΛΟΤΕΛΑ ΠΑΝΗΛΙΘΙΕ ΑΥΝΑΝΟΠΑΙΧΤΗ.ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΝΟΥΣΙΑ ΖΩΟΥΛΑ ΣΟΥ!ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΦΤΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...ΠΑΡΤΟ ΑΠΟΦΑΣΗ.

  1. Περιγραφή του γαμπρίζειν:

Στα 15 μου άρχισα να γαμπρίζω... Αν δεν έφαγα ξύλο. Κανείς δεν της ήταν καλός, όλοι ήταν κοπρόσκυλα και αλήτες (δεν θα πω τι έλεγε για της μάνες των παιδιών). Μα όλο και με πασάλειβε με κάτι στο σώμα!
Μα όλο και μου έραβε ρούχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. (αναφερόμενο σε πρόσωπα) (α) Με υπομονή, επιμονή, επιχειρήματα και παρακάλια (αλλά όχι τσαμπουκάδες), προσπαθώ να πείσω κάποιον να δεχτεί κάτι που αρχικά δεν ήθελε και πάρα πολύ. (β) Ως υποκατηγορία του (α), κάνω καμάκι σε γκόμενο/α με την ίδια μεθοδολογία. Παράγωγο ουσιαστικό: [ψηστήρι]

2. (αναφερόμενο σε καταστάσεις) Θέτω σε εφαρμογή οργανωμένο σχέδιο ή προετοιμάζω μια σημαντική αλλαγή. Συνήθως λαθραία, αποσκοπώντας σε κάτι παράνομο ή παράτυπο, ενίοτε νόμιμα ή ακόμα και ηθικά, αλλά οπωσδήποτε λάου-λάου και χωρίς να το διαφημίζω (τουλάχιστον μέχρι να είναι πολύ αργά για να με εμποδίσουν).

3. (αναφερόμενο σε κρέατα) Με την κυριολεκτική έννοια, το ρήμα ψήνω (εννοώντας στη σχάρα) χρησιμοποιείται πολλές φορές χωρίς αντικείμενο, διότι παραλείπεται το ευκόλως εννοούμενο κρέας. Όποτε δεν αναφέρεται αντικείμενο, αποκλείεται ο ομιλητής να εννοεί πατάτες ή κολοκυθάκια, αλλά οπωσδήποτε έχει στο νου του μπριζόλες, μπιφτέκια, σεφταλιές, λουκάνικα, κοντοσούβλια, κοκορέτσια, γαρδούμπες, σουβλάκια... Κυρίως όμως μπριζόλες. Αγγλιστί (και εντελώς ξενέρωτα): μπάρμπεκιου.

Ετυμ.: < μσν. ψήνω < έψησα, νεότ. αόρ. του αρχ. έψω (= βράζω)

Μεταφορικά για τις δύο πρώτες έννοιες, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι η λέξη παραπέμπει στην αργή διαδικασία του ψησίματος, που σιγά-σιγά μετατρέπει κάτι ωμό, άνοστο και σκληρό σε κάτι ζουμερό, τρυφερό και στο έλεός μας.

Άχρηστη πληροφορία: το αρχαίο έψω σήμαινε αρχικά βράζω σε νερό, και κατά μεσαίωνα μεριά άρχισε να σημαίνει ψήνω. Στα αρχαία, το ψήνω (στη χόβολη, στην πέτρα ή κατευθείαν στη φωτιά) λεγόταν οπτάω, απ' όπου το οπτός, και οι πατάτες οι οφτές που λένε στην Κρήτη και αλλού.

1.
(α) - Και με πιάνει, που λες, στο μπίρι-μπίρι ο τελεμαρκετάς, και με ψήνει ν' αγοράσω αποχυμωτή! Τι να τον κάνω τον αποχυμωτή, μου λες; Τι σκατά σκεφτόμουν;
- Αυτούς, ρε, πρέπει να τους κλείνεις το τηλέφωνο στη μάπα πριν ανοίξουν το στόμα τους. Θα σε ψήσουν ν' αγοράσεις και τον Πύργο του Άιφελ.

(β) Ρε παπάρα Αρίστο! Τρεις μήνες το ψήνεις το γκομενάκι! Τι θα γίνει πια, θα σκοράρεις επιτέλους;

2.
Κάτι ψήνει αυτό το λαμόγιο ο προϊστάμενος. Όλο σούξου-μούξου με το λογιστήριο είναι, κι άμα μπει κανένας μέσα, κάνει τον Κινέζο. Να δεις που θα μας φάει τις υπερωρίες και θα πάρει και μπόνους που μείωσε τα έξοδα του τμήματος!

3.
- Δε μαζευόμαστε στου Μάκη το Σάββατο να ψήσουμε;
- Ναι, αλλά θα ψήσει ο Γιώργος που 'ναι μάστορας. Όχι εσύ, που έκαψες όλα τα μπριζολίδια την άλλη φορά και τα 'κανες σαν τα μούτρα σου.
- Προσπαθώ να μάθω, ρε μαλάκα...
- Παράτα τα. Ο μάγειρας γίνεται, ο ψήστης γεννιέται.

Δες και ψήνομαι. Δες και ψήννω στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστό & ως βόμβα - τρόπος καμακιού. Η τακτική με βάση την οποία ο ένας εκ δύο φίλων θυσιάζεται - την πέφτει σε κάποια όχι ιδιαίτερα ελκυστική κοπέλα (μπάζο) - για να φάει καλά ο άλλος - ο οποίος την πέφτει στην ελκυστική φίλη της.

Όσο ο τυχερός ψήνει το γλυκό, ο φαναρτζής κρατάει απασχολημένη την μη-ελκυστική φίλη για να μη ξινίσει η υπόθεση - συγκεκριμένα για να μη ζηλέψει & χαλάσει τη δουλειά, ή για να μη κωλώσει η ελκυστική φίλη να παρατήσει μόνη της την μη-ελκυστική.

- Πάω να την πέσω. Δεν έρχεσαι να κρατάς το φανάρι;

Στο 4.08. (από Khan, 31/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.

Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία