1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία