Το ρήμα υπό διάφορες μορφές χρησιμεύει ως πιο σλανγκέ εκδοχή διαφόρων εκφράσεων οι οποίες είναι ήδη σλανγκ:

- ως «την ψαχουλεύομαι» σημαίνει «την ψυλλιάζομαι», παίρνω γραμμή.

- ως «ψαχουλεύω + αντικείμενο» σημαίνει «ψάχνω κάτι» με την έννοια «γνωρίζω κάτι καλά», «έχω εμπειρία από κάτι» (βλ. πιο κοντινό σχετικό λήμμα ψακτικές). Σε αντίθεση με το «ψάχνω», που χρησιμοποιείται σχεδόν για κάθε θέμα που μπορεί να «ψαχτεί», δηλαδή για το οποίο μπορεί να υπάρξει εις βάθος γνώση, συνήθως ψαχουλεύουμε τη ζωή, τις γυναίκες ή/και τους άντρες, και γενικά τα πλέον ουσιώδη πράγματα. Σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως «την έχω ψαχουλέψει με (κάτι)».

- ως μετοχή, «ψαχουλεμένος» μπορεί να αναφέρεται ειρωνικά ή όχι σε κάποιον/κάτι ψαγμένο... στην περίπτωση που δεν υπάρχει ειρωνεία, μιλάμε για κάτι το πολύ ψαγμένο...

Από το ψαχουλεύω (από Τριανταφυλλίδη) = ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ, ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου.

- Καλά, η θέση ήτανε μιλημένη, μου το είπε και ο Ιερόθεος, καλά που την ψαχουλεύτηκα και δεν περίμενα σα το μαλάκα...

- Να πάνε να γαμηθούνε όλες... όλες πουτανοφέρνουνε, όλες!
- Καλά ρε φιλαράκι δεν την έχεις ψαχουλέψει τη ζωή λιγάκι, τώρα το 'βγαλες το συμπέρασμα;...

- Ψάχνω να βρω κανά ψαχουλεμένο παράδειγμα, αλλά δε μού 'ρχεται..
- Μεταμοντερνιά, γράψε αυτό...

Μα τι ψάχνει;;; (από Galadriel, 26/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία