Το έμπτυσμα, κατά κόσμον μπίχλα.
Εγώ όταν ήμουνα στο γυμνάσιο θυμάμαι Ιούνιο μήνα με τις εξετάσεις, ρίχναμε χλέπες πηχτές στον ανεμιστήρα, και τον άνοιγε ο καθηγητής και γινότανε Czernobil.
Το έμπτυσμα, κατά κόσμον μπίχλα.
Εγώ όταν ήμουνα στο γυμνάσιο θυμάμαι Ιούνιο μήνα με τις εξετάσεις, ρίχναμε χλέπες πηχτές στον ανεμιστήρα, και τον άνοιγε ο καθηγητής και γινότανε Czernobil.
βλ. και χλεμπόνα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Η μαύροπράσινη βρωμιά που συσσωρεύεται/σφηνώνει στο υπονύχιο (δέρμα κάτω απο το ελεύθερο άκρο του νυχιού) και απομακρύνεται με μεγάλη δυσκολία.
Το σπανάκι είναι έντονο φαινόμενο γι' αυτό και είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο. Το συναντάμε κυρίως σε βενζινάδες, μηχανικούς αυτοκινήτων, αγρότες κ γενικότερα άτομα που εκτελούν χειρονακτικές εργασίες.
- Τι θα γίνει? θα βάλεις κάνα pro να παίξουμε?
- Ναι, πήγαινε πλύνε τα χέρια σου κ έλα να σε παίξω ενα ματσάκι
- Καθαρά είναι ρε...
- Τι καθαρά ρε μαλάκα, έχεις πιάσει σπανάκι μες'τα νύχια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...
Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.
Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...
Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας
- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.
Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.
- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.
Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.
Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.
- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)
- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)
- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)
Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).
- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...
- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.
Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).
Αγγλιστί: slimeball.
Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το σύνολο από λέτσους, ή κάποιος που είναι εντελώς τελείως λέτσος. Ετυμολογείται από το ιταλικό lezzo που σημαίνει δυσοσμία. Λετσαρία είναι όχι μόνο κάποιος που βρωμάει ή είναι λερωμένος, όπως είναι η αρχική ετυμολογική σημασία (βλ. λέτσος), αλλά κυρίως κάποιος που φοράει ό,τι να 'ναι, ρούχα τελείως κακόγουστα και σε μεταξύ τους τελείως αταίριαστους συνδυασμούς, που πείθουν τον θεατή του ότι δεν έχει να φορέσει άλλα, πιθανόν επειδή είναι φτωχός, και φόρεσε τέσπα ό,τι μπόρεσε να βρει ή ότι είναι τσακωμένος με το γούστο ή, ακόμη χειρότερα, ότι είναι λέτσος από άποψη.
Με λίγα λόγια είναι το αντίθετο του κυριλέ, αν και υπάρχει ένα μεταξύ, ο κυριλέτσος. Η έκφραση λέγεται συνήθως όταν περιμένουμε κάποιον λόγω των συνθηκών και της ευρύτερης συνάφειας να εμφανιστεί κυριλέ (λ.χ. σε posh club ή εστιατόριο, ή σε επίσημη περίσταση), κι αυτός εμφανίζεται ως λέτσος. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά από μικροαστάκηδες για να χαρακτηρίσει ό,τι ξεφεύγει από τις νόρμες ενός καλοβλαμμένου μικροαστού, όπως λ.χ. συγκεντρώσεις προσφύγων ή μεταναστών, αριστερούτσικη αισθητική κ.ά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.
Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).
-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...
- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.
Βλ. και βροντόφωνος η άοσμος, συρρίζουσα η βρομούσα, υπόκωφος η αναισθησιογόνος, υποπουρτίδιο / υποκλανίδιο, ψηφιδωτή κλανιά
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.
- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.
- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!