Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (συνήθως σουβλακερί) που δεν πληρεί κανέναν μα κανέναν κανόνα υγιεινής. Δε μιλάμε για το σύνηθες βρώμικο (που είναι και νόστιμο), αλλά για το εγκληματικά βρώμικο. Μιλάμε για βρώμα και δυσωδία παντού, ο τυλιχτής- ψήστης άπλυτος, αξύριστος και καταϊδρωμένος, να στάζει ο ιδρώτας από την άκρη της μύτης του μέσα στις πατάτες κτλ. Τόσο βρώμικο που και ο Ιησούς ο ίδιος να έτρωγε από κει θα πέθαινε.

- Πάμε στου Τζίμη του χοντρού για καμιά πίτα:
- Τι λες ρε; Τάσεις αυτοκτονίας έχεις;
- Γιατί ρε; Κάνει ωραία πίτα ο Τζίμης.
- Άσε τώρα, από κει έφαγε ο Χριστός και πέθανε!

(από Khan, 26/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.

Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.

  1. Α! τον πούστη πως βρωμάει και ζέχνει... μας ξεπάτωσε, αρμάνι χαρμάνι δικέ μου!
  2. Παπαπαπα...πολύ βρώμα η προϊσταμένη, αρμάνι χαρμάνι σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το γυάλινο-τζαμένιο άγαλμα με το όνομα «Δρομέας», που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας έξω από το Hilton. Λέγεται έτσι εξαιτίας της βρώμας που συγκεντρώνει και της ουσιαστικής αδυναμίας καθαρισμού του, λόγω της μορφολογίας του (χιλιάδες πτυχώσεις).

Κανονικά το άγαλμα δεν θα έπρεπε να λέγεται «Δρομέας», αλλά «Βρωμέας»!

Το εν λόγω άγαλμα. (από terry, 22/01/11)(από terry, 22/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.

Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.

- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)

- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)

- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)

Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).

- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...

- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.

Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).

Αγγλιστί: slimeball.

Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρώμα και ιδίως η αναδυόμενη εκ της μασχάλεως.

Όποιο κουνούπι πλησίαζε τη μασχάλη του, πέθαινε ακαριαία από τη ζγόρτζα του.

Βλ. και σκόρτσα, σκάρτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:

Α. Ζωικής προέλευσης

Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.

Β. Ανθρώπινης προέλευσης

Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.

Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.

Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.

- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)

- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)

- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.

Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία