Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρώμα και δυσωδία από ιδρώτα στις μασχάλες, πρόκειται για τη μητέρα όλων των -ίλων, όταν το μασχαλόζουμο που εκκρίνεται λερώνει τα ρούχα κάνοντας έναν αηδιαστικό λεκέ και οι γύρω άνθρωποι αναρωτιούνται «δεν του μίλησε κανείς για το Ρεξόνα;».

1. Ποια τραγουδίστρια εμφανίστηκε με μασχαλίλα;

  1. Γωγώ Μπρέμπου: “Στον Χρήστο βρήκα επιτέλους τη μασχαλίλα που δεν βρήκα σε καμία σειρά του Παπακαλιάτη”. (Μερακλού εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φαντάσου μετά απο την βραδινή κρεπάλη σε μπαράκια και άλλα τέτοια ιδρύματα, να την στριμώξεις σε κάποια ερημιά, να την στήσεις στα τέσσερα και μόλις κατεβάσεις το βρακί για να τον χώσεις να σε χτυπήσει σαν χαστούκι στα μούτρα όλη η βρώμα που μαζεύτηκε στο σημείο απο μια ολόκληρη νύχτα απλησιάς.

Κατεβάζω το βρακί και λιποθυμάω απο το κωλομουνοντούμανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρώμα και ιδίως η αναδυόμενη εκ της μασχάλεως.

Όποιο κουνούπι πλησίαζε τη μασχάλη του, πέθαινε ακαριαία από τη ζγόρτζα του.

Βλ. και σκόρτσα, σκάρτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σκατιάρης, το βρωμερό υποκείμενο που βρωμάει και ζέχνει.

Γέμισε ο Κορυδαλλός με σκατιάδες που τα τρώγανε επί χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχουμε ξεβρωμίσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αποσμητικό roll-on.

Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...

βλ. και το διαφορετικό μασχαλόζουμο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.

- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!

- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία