Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η πιο διάσημη κατάσκοπος όλων των εποχών. Γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1876. Το πραγματικό της όνομα ήταν: Μαργκαρίτ Γκερτρούντι Ζελ. Διέθετε πλούσιο ερωτικό ταμπεραμέντο. Το 1905 εργάστηκε ως γυμνή χορεύτρια στο Παρίσι με το όνομα Μάτα Χάρι (μάτι της ημέρας, σε κάποια ινδονησιακή διάλεκτο). Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι Γάλλοι έναντι αδράς οικονομικής αμοιβής, της ζήτησαν να αξιοποιήσει το διεθνές δίκτυο εραστών της για να κατασκοπεύσει τους Γερμανούς. Έτσι πραγματοποίησε τα... ταξίδια. Κάποια στιγμή ένας Γερμανός, θεωρώντας πως η Μάτα Χάρι δέχθηκε να εργαστεί ως Γερμανός κατάσκοπος, ενημέρωσε τους δικούς του. Παρόλο που η πληροφορία αυτή δεν αποδείχθηκε ποτέ, όταν εκείνη επέστρεψε στο Παρίσι, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τις γαλλικές αρχές γιατί θεωρήθηκε διπλή κατάσκοπος κι υπεύθυνη για το θάνατο πολλών στρατιωτών.

Ως Μάτα Χάρι αποκαλούμε, κάποια καπάτσα κωλοπετσωμένηπανούργα γυναίκα, με ευελιξία και σπιρτάδα πνεύματος, που ως μάνα της καραβίδας διακρίνεται για την πολυμεθοδικότητα της και σκαρφίζεται διάφορα τερτίπια προκειμένου να πετύχει το σκοπό της (επαγγελματικό, προσωπικό, κ.λπ.). Αυτή η γυναίκα αράχνη σχεδιάζει τις κινήσεις της και στήνει αριστοτεχνικά το δίκτυ της, προκειμένου:

  1. Να ψαρέψει μυστικά, με μοναδική μαεστρία και έξυπνο τρόπο.
  2. Να εισδύσει και να τρυπώσει σε εντελώς απροσπέλαστα σημεία προκειμένου να μάθει, να αποκτήσει, ή να κάνει κάτι.
  3. Να μεταβάλλει κυριολεκτικά τη ζωή της.

Τα δόκανα της και οι μέθοδοι της είναι τόσο έξυπνα, ώστε περνάνε απαρατήρητα. Κι ο άλλος φυσικά, τσιμπάει... το δόλωμα χωρίς ούτε καν να αντιληφθεί τι παίζεται.

Πολλές γυναίκες, έχουν ανάγει αυτή τη τέχνη σε επιστήμη, ανακαλύπτοντας νέες μεθόδους και αξιοποιώντας το δίκτυο των πληροφοριοδοτών τους και την καταλληλότητα των συγκυριών. Με λίγη εξάσκηση ανάγουν το πράγμα σε τρόπο ζωής που τις κάνει να ξεπερνάνε μέρα με τη μέρα τα όρια τους και να γίνονται πιο γάτες απ' ότι είναι. Το μυστήριο, η γοητεία του κινδύνου κι η περιπέτεια προσδίδουν νέους ορίζοντες.

Δες και: Σερσέ λα φαμ, Υπολοχαγός Νατάσσα.

-Κατόρθωσε με τρόπους να μάθει πως θα πλησιάσει τον Πετρόπουλο, αυτόν το λεφτά ξέρεις. Τον προκάλεσε, πήγε σπίτι του, ξανά πήγε σπίτι του, μέχρι που κάποια στιγμή που αυτός κοιμόταν έβαλε χέρι στο μπλοκ επιταγών του, που το είχε δει που το βάζει, πλαστογράφησε την υπογραφή του, του 'φαγε ένα τεράστιο ποσό και πριν αυτός αντιληφθεί την απάτη, αυτή είχε γίνειΛούης.
-Α τη Μάτα Χάρι!

Η Γκρέτα Γκάρμπο, ως Μάτα Χάρι (από GATZMAN, 01/03/09)

Αντίστοιχο: Μεσσαλίνα (είσαι μια Μεσσαλίνα εσύ...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύζυγος / γκόμενα σλανγκιστή, η οποία ως νέα Λυσιστράτη καταστρώνει σχέδια με άλλες ομοιοπαθείς για να ξεκολλήσουν οι άνδρες / γκόμενοι τους απ' τα πισιά τους. Η «Λυσιστράτη» «(δια-)λύει τον στρατό», η «Λυσισλάνγκη» «(δια-)λύει την σλανγκ», ή έτσι θα ήθελε... Θα τα καταφέρουν, ή το δέλεαρ του σλανγκ ξεπερνά την γενετησία ορμή; Ιδού η απορία!

Ένα όπλο τους η σεξουαλική απεργία, όπως και στην κωμωδία του Αριστοφάνη. «Make love, not slang», το σύνθημά τους, αλλά καθώς η σλανγκ είναι η sublimatio/ εξιδανίκευση του σεξ, το έργο που περιμένει τις Λυσισλάνγκες είναι δύσκολο! Το μόνο που τους μένει είναι να κρατήσουν «μπούτια ερμητικά κλειστά» μέχρι οι Σλάνγκοι άντρες τους να βάλουν μυαλό.

Άλλο όπλο είναι το γνωστό Γκραν Γκρινιόλ: -Πάλι ανεβάζεις λήμμα; -Πάλι ψάχνεις για μήδια; -Δεν πιστεύω να υπάρχουν και τίποτα γκόμενες σ' αυτό το σάιτ που ξημεροβραδιάζεσαι! Στο τελευταίο η απάντηση βεβαίως είναι: «Όχι, μα η σλανγκ είναι μόνο για αγοράκια, αγάπη μου! Είναι μια καθαρά αντρική υπόθεση, σαν το κυνήγι, το ψάρεμα, το ποδόσφαιρο κτλ», χεχε. Η γκρίνια δεν πιάνει.

Άλλο που επιχειρεί η Λυσισλάνγκη για να καταλύσει το σάιτ που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του άντρα της είναι να μπει με πλαστή ταυτότητα και να προσπαθήσει να τα κάνει όλα μπάχαλο με μπαγαποντοδοσίες, φιτιλιές κτλ. Ευτυχώς, ούτε αυτό μπορεί να είναι αποτελεσματικό, ύστερα από τις νέες ρυθμίσεις του ρουμάνου.

Ως τελευταίο όπλο, μπορεί να επιστρατεύσει και τα παιδιά, αν υπάρχουν. «Καλά εμένα, δεν με λυπάσαι! Αυτά τα κακόμοιρα δεν τα λυπάσαι; Τι σου φταίνε να μην έχουν ψωμί να φάνε, επειδή εσύ προτιμάς να λημματοδοτείς αντί να δουλεύεις;». Όμως ούτε αυτό δεν συγκινεί τον Σλάνγκο. Μπορεί να έρθει ως ενίσχυση και η πεθερά: «Ανεπρόκοπε, παλιολημματατζή!» με τον πλάστη της κουζίνας. Και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα.

Η μόνη λύση είναι να αφεθεί η ίδια η Λυσισλάνγκη στην μαγεία της σλανγκ. Να αυξήσει τον σλανγκικό της πλούτο, ώστε να μην έχει πια σλανγκιπενία. Ας πούμε στο σεξ να ξέρει πέντε- έξι μπινελίκια παρά πάνω, που θα τα έχει διαβάσει στο σάιτ. Να μην γελάει μόνο με ένα λολ, αλλά και μ' ένα Μ.Α.Ο, ένα Roflcopter, ένα LMFAO ρε παιδί! Μόνο έτσι θα μπορέσει να κερδίσει τον Σλάνγκο άνδρα της και να σώσει τον γάμο / σχέση της!

Ασίστ: Vrastaman.

Εν μέσω οργίου σχολίων και αλλαξολημματιών:
-Ωχ, ωχ, παίδες σας αφήνω τώρα, γιατί πλάκωσε η Λυσισλάνγκη με την μάνα της και τις βλέπω να έχουν άγριες διαθέσεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.

Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.

Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!

Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο συχωρεμένος Απόστολος Σουγκλάκος ήταν μια από τις μεγάλες καλτ μορφές της ελληνικής σκηνής κι αρένας. Η έκφραση «Σουγκλάκος» αναφέρεται σε μπιλντέρια, σφιχτερμάνους, σβάρτσους κι όλα τα υπόλοιπα δεκάδες συνώνυμα που μπορεί κανείς να βρει στο σλανγκ-τζη-αρ. Με την λεπτή διαφορά ότι ο Σουγκλάκος είναι ο πιο συμπαθής, αισθηματίας και γνήσιος λαϊκός τύπος από όλους τους παραπάνω κυρίους, και αποσπά την αγάπη μας.

Η ιστορική φράση «ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;» από καλτ διαφημίσεις εγχώριου ρέστλινγκ στα '80ς σημαίνει την πρόκληση, αλλά και την ουτοπία. Είναι τελικά ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, όπως το «να ζει κανείς ή να μην ζει» κ.τ.ό.

Εναλλακτικά, «Σουγκλάκος» είναι η λεσβόγκα, με ανδροπρεπή εμφάνιση και ύφος που γυρεύει τσαμπουκάδες, επειδή απλώς δεν μπορεί κανείς να την δείρει, αλλά το πιο πιθανόν είναι να τις φας, άμα τα βάλεις μαζί της. Ο τελευταίος λεσβοχωρίστρας που έπεσε στα χέρια του Σουγκλάκου νοσηλεύεται ακόμη στην Εντατική!

  1. (Από την Βικιπαίδεια) «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο ο Σουγκλάκος, είναι τώρα με τον θάνατό του», δήλωσε ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης για την απώλεια του 57χρονου παλαιστή-ηθοποιού Απόστολου Σουγκλάκου που επί τρεις δεκαετίες στάθηκε από τις αγαπημένες και καλτ μορφές του ελληνικού θεάματος. «Ήταν ένα αυτοδημιούργητο λαϊκό παιδί με χρυσή καρδιά που ποτέ δεν ξεστόμισε κακία για κανέναν και είχε μεγάλο πάθος για την πάλη και τον κινηματογράφο», ανέφερε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για τον Σουγκλάκο, που είχε εμφανιστεί σε δύο ταινίες του («Ράδιο Μόσχα», «Μαύρο γάλα») και ετοιμαζόταν να παίξει στην τρίτη που ετοιμάζει ο σκηνοθέτης με τίτλο «Αισθηματίες» (όπου θα ερμήνευε έναν από τους... αισθηματίες του τίτλου)!

  2. Την έκανε ο Πούτιν την πουτινιά του! Μπήκε στην Γεωργία, και τώρα φίλοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

  3. (Ατονιστής σε φόρουμ για θεατρική παράσταση):
    Παρασταση 3 ωρων, κουλτουρα να φυγουμε. Δεν ξερω, ωρες ωρες με πιανουν κατι φιλοσοφικα ερωτηματα τυπου αν υπαρχει θεος, τι ειναι αγαπη, αν μπορει να βρει κανεις αληθινους φιλους, ποιος θα δειρει τον Σουγκλακο, σε ποια θεση παιζει ο Ζιοβανι και χθες προστεθηκε ακομα ενα.

  4. (Αλλού στα διαδίχτυα):
    Πέντε χρόνια μετά, το ΜΕΝ 24 παρουσιάζει τα ερωτήματα που δεν πήραν ποτέ απάντηση...
    11 Σεπτεμβρίου και Θεωρίες Συνομωσίας. Δεν μάθαμε ποτέ τι πραγματικά έγινε. Απόστολος Σουγκλάκος. Δεν τον έδειρε κανείς... Το MEN 24 αποχαιρετώντας τον άρχοντα του κατς, απαντά στο ερώτημα »ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο«: Κανείς....

  5. -Πού πας ρε Καραμήτρο να το παίξεις λεσβοχωρίστρας, αφού την βλέπεις την Ευλαμπία τι Σουγκλάκος είναι και πως είναι διατεθειμένη να προστατεύσει την Δανάη τον ερωτά της. Τελικά τις έφαγε κι ησύχασε. Και του 'χα πει εγώ: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

Μη βιαστείτε να πείτε ότι βρέθηκε άνθρωπος που έδειρε τον Σουγκλάκο! (από Hank, 16/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.

Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.

Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).

Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.

Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.

Και η Αλμούνα! ακα αλμουνάκι (από Hank, 11/07/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Σύγκρινε με -ψώλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία