Η ασυμμετρία μεταξύ των δύο βυζιών, όταν μια θηλυκότητα είναι αλληθωροβύζα, κατά κανόνα ύστερα από όχι επιτυχημένη πλαστική επέμβαση που έχει ως συνέπεια να είναι στραβά τα βυζιά της. Λογοπαίγνιο με την οφθαλμολογική πάθηση στραβισμός.

Ύστερα από την τελευταία πλαστική που έκανε, πάσχει από στραβυζμό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία