1. Το γραφείο κηδειών (καλύτερο –άποψή μου– απ’ την καταχρηστική χρήση του πεθαμενατζίδικου).

  2. Οποιοδήποτε μέρος, μαγαζί, σημείο όπου εμπορεύεται θάνατος σε οποιαδήποτε μορφή (ντρόγκα επικίνδυνης καθαρότητας, ξίδια, μπόμπες, ψοφίμια σε βρώσιμη μορφή που δεν πέρασαν από έλεγχο –π.χ. τότε με τις τρελές αγελάδες και τις διοξίνες) αλλά και άσχημα σημεία σε δρόμους όπου γίνονται κόντρες μηχανόβιων.

  1. - Με βοηθάς κι έχω κολλήσει;
    - Τι ‘ναι;
    - Να μωρέ: οργανώνω τα εγκαίνια του θανατάδικου Χάρου και Μακαρίτη γωνία.
    - Και;
    - Τα ‘χω κανονίσει όλα: γκοθοστυλάκι ντεκόρ με πινελιές μωβ να σπάει το μονοχρώμ, μπίο κολυβοσνάκ σε αεροστεγή πακ, στη ρεσεψιόν μια μπάμπω νίντζα με διχτυωτό, λούπα το Αι γενεαί πάσαι, αλλά δεν έχω μοτοσλόγκαν για την καρτβιζίτ.
    - Το «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» σου κάνει;

  2. - Σαββατόβραδο στο φράγμα. Τι λες; Θα ‘χει καλά φράγκα. Κατεβαίνουν καναδυό φορτωμένα βλαχαδερά.
    - Εγώ στο θανατάδικο τη μάχα δε την πάω. Τράβα ‘συ να σε γυρίσουν τέσσερις, μαλάκα.

γκρι-σουρί διαφήμιση του τραγικόμικ μιας λεσβίας καρτουνίστριας (από sstteffannoss, 26/11/10)Θανατάδικο ΔΕΗ, όπως το είδε ο Marat. (από Galadriel, 25/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δάνειο από την αγγλική λέξη death (θάνατος), σχετική με το μουσικό μεταλλικό ιδίωμα του death metal.

Η ντεθιά, όμως, σαν ελληνική λέξη, πάει ακόμη παραπέρα. Η χρήση της ενδέχεται να σηματοδοτεί τέσσερα σχετικά μεν, αλλά επί της ουσίας διαφορετικά πράγματα:

  1. Μία δισκογραφική δουλειά του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

  2. Ένα μουσικό πέρασμα σε κομμάτι το οποίο μπορεί να παραπέμπει συνθετικά και εκτελεστικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.

  3. Ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χώρου της μέταλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνθετική (κατά κύριο λόγο) τεχνοτροπία του death metal, έστω και αν συνολικά ο δίσκος κινείται σε άλλα μουσικά μονοπάτια (τις περισσότερες φορές εντός του ευρύτερου μεταλλικού μουσικού ιδιώματος).

  4. Οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει ηχητικά στα στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Τέλος, η λέξη ντεθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με άλλες περιπτώσεις (σχετικές ή μη με τις διάφορες μορφές τέχνης) υποδηλώνοντας μία αποπνέουσα ζοφερή, πένθιμη ή ψυχοπλακωτική διάθεση ή έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, το ουσιαστικό μετατρέπεται στο επίθετο ντεθιάρικος (ντεθιάρικη, ντεθιάρικο).

  1. Μπράβο βρε Gothic καιρό είχα να ακούσω τόσο καλή ντεθιά. (Από εδώ)

  2. τι ψαγμενη ντεθια ειναι αυτη... απο σουηδια ακουμε μονο the haunted... (Από εκεί)

  3. Sorry αλλά με πολλαπλά takes και hard panning και καμιά 100 βατ και κανά μπουστάρισμα και κανά eq και ένας βοξ μπορεί να βγάλει που και που καμιά ντεθιά... (από παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία