Επιπλέον ετικέτες

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:

  1. Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

  2. Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.

This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...

Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.

  1. - Πού 'σαι ρε Μήτσο; Γουστάρεις να χτυπήσουμε κανά γιαουρτάκι;

  2. - Έτσι, έτσι μωρό μου, έεετσι! Ο γαλατάς, ο γαλατάς! Σου φέρνω τα γιαούρτια μανάρι μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δάνειο από την αγγλική λέξη death (θάνατος), σχετική με το μουσικό μεταλλικό ιδίωμα του death metal.

Η ντεθιά, όμως, σαν ελληνική λέξη, πάει ακόμη παραπέρα. Η χρήση της ενδέχεται να σηματοδοτεί τέσσερα σχετικά μεν, αλλά επί της ουσίας διαφορετικά πράγματα:

  1. Μία δισκογραφική δουλειά του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

  2. Ένα μουσικό πέρασμα σε κομμάτι το οποίο μπορεί να παραπέμπει συνθετικά και εκτελεστικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.

  3. Ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χώρου της μέταλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνθετική (κατά κύριο λόγο) τεχνοτροπία του death metal, έστω και αν συνολικά ο δίσκος κινείται σε άλλα μουσικά μονοπάτια (τις περισσότερες φορές εντός του ευρύτερου μεταλλικού μουσικού ιδιώματος).

  4. Οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει ηχητικά στα στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Τέλος, η λέξη ντεθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με άλλες περιπτώσεις (σχετικές ή μη με τις διάφορες μορφές τέχνης) υποδηλώνοντας μία αποπνέουσα ζοφερή, πένθιμη ή ψυχοπλακωτική διάθεση ή έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, το ουσιαστικό μετατρέπεται στο επίθετο ντεθιάρικος (ντεθιάρικη, ντεθιάρικο).

  1. Μπράβο βρε Gothic καιρό είχα να ακούσω τόσο καλή ντεθιά. (Από εδώ)

  2. τι ψαγμενη ντεθια ειναι αυτη... απο σουηδια ακουμε μονο the haunted... (Από εκεί)

  3. Sorry αλλά με πολλαπλά takes και hard panning και καμιά 100 βατ και κανά μπουστάρισμα και κανά eq και ένας βοξ μπορεί να βγάλει που και που καμιά ντεθιά... (από παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατευθείαν από το χώρο της πολιτικής παραφιλολογίας.

Εξόχως μειωτικός χαρακτηρισμός. Επιφυλάσσεται σε βουλευτές και λοιπά στελέχη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, προσδεδεμένους στο άρμα της Ντόρας Μπακογιάννη. Προσδεδεμένοι σε βαθμό αφοσίωσης και αφοσιωμένοι σε βαθμό αηδίας.

Οι ντοράκηδες είναι πολλοί. Άλλωστε το 90% των εν ενεργεία γαλάζιων βουλευτών, δημάρχων, νομαρχών, συνδικαλιστών κλπ στήριξε Ντόρα στις χθεσινές εκλογές. Κάποιοι ωστόσο είχαν άλλη άποψη...

Κυρίως όμως, όταν γίνεται λόγος για ντοράκηδες, «φωτογραφίζονται» ορισμένα μεγαλοστελέχη, συνήθως εκ παντέρμης Κρήτης ορμώμενοι: Βουλγαράκης, Μεϊμαράκης, Κωστής Χατζηδάκης κ.α. Par excellence οι δύο πρώτοι, γνωστοί γόηδες και μπήχτηδες. Τα πρωτοπαλίκαρα, κάτι σαν Ηρακλείς του στέμματος ένα πράμα...

Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως κατά το παρελθόν, αρκετοί ντοράκηδες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με την Κυρία, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν την εύνοια του μπαμπά της. Ποτέ όμως δεν την αγάπησαν πραγματικά. Οι φήμες αυτές αναπαρήχθησαν προσφάτως από την καινούρια εφημερίδα του Μάκη, η Ντόρα όμως άσκησε αγωγή και ζητάει 3 μύρια ευρά αποζημίωση για ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη κ.λ.π.. Όταν τη ρώτησαν τι θα κάνει τόσα λεφτά, απάντησε με άνεση πως τα θέλει για να εξασφαλίσει τα γεράματά της. Μπιλίβ ιτ.

  1. Kavala Blogs » Το Μποστάνι » ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ EMAΣ ΣΤΗΝ κ. ΝΤΟΡΑ... ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΤΟΡΑΚΗΔΕΣ.... (ΜΕΡΑ ΠΟΥΝΑΙ). Βλ. εδώ.

  2. Οι… Ντοράκηδες!
    Προκαλεί εντύπωση η εμμονή κάποιων «μεγαλοδημοσιογράφων», προοδευτικής, υποτίθεται, απόκλισης να κόπτονται υπέρ της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας μέχρι και... «διχαστική» την προχθεσινή πρωτοβουλία Αβραμόπουλου.
    Βλ. εδώ.

  3. Ντοράκηδες kαι σαμαρικοί στην Κ.Ο.
    Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
    Βλ. εδώ.

Επίσης βλ. ντορίτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία