Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τυπάς και μερικές φορές ο μάγκας.

Κλασικός γιαννιώτικος ιδιωματισμός της περιοχής του κάστρου Ιωαννίνων.

Εεεε, τον τζε... πολύ τζες ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.

Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία