Επιπλέον ετικέτες

Ένα από τα φωνητικά σφάλματα στο τραγούδι αλλά και τον προφορικό λόγο. Η φωνή αυτού που τραγουδά ή μιλά κάνει μια απότομη και αθέλητη μετατόπιση σε ψηλότερες συχνότητες, μοιάζοντας έτσι με την χροιά του κόκορα όταν κράζει.

Μουσικές πηγές μου με διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται, τεχνικά, για φάλτσο, παραφωνία, υποφωνία, ή άλλης μορφής εκτέλεση του κομματιού από τον εκάστοτε Κακοφωνίξ.

Εγκυκλοπαιδικά τώρα, όσον αφορά το τραγούδι, το κοκοράκι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εγρήγορσης του τραγουδιστή αλλά και στις τυχόν ταλαιπωρημένες φωνητικές του χορδές από καταχρήσεις ή δημιουργημένες κύστες κλπ κλπ.

  1. - Τον θεολόγο στο Λύκειο τον θυμάσαι;
    - Ναι τον καημένο, τρεις λέξεις έλεγε, πέντε κοκοράκια έκανε. Κι εμείς από κάτω να γελάμε.
    - Έφυγε στο Άγιο Όρος...

  2. - Μα τι πράμα είναι αυτός ρε πούστη μου. Ντεμέκ κυριλέ μαγαζί.
    - Αυτοί είναι οι δευτεράντζες ρε. Σε λίγο θα σκάσει ο κανονικός ο σκυλάς και θα γουστάρουμε.
    - Άντε, γιατί κάνει πιο πολλά κοκόρια κι από τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια... Κικιρίκου!

To krasaki tou Tsou. Επική ταινία. (από patsis, 06/09/09)Το φάλτσο κοκοράκι (από Vrastaman, 30/11/09)

Δες και τζαλκάντζες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από ένα γούγκλισμα στα γρήγορα ανακάλυψα ότι είναι αφενός ένα βάραθρο κάπου στην επικράτεια και αφεδύο ένα χαμηλό όρος με βάραθρα.

Επειδή δεν μου είναι και γνωστό το έτυμον του όρου, πιθανολογώ ότι και η σημασία αυτή επίσης προέρχεται από ανά την επικράτεια σλαγκόφώνους Έλληνες. Στα σλαγκολευκαδίτικα όμως. σημαίνει το κακομαγειρεμένο ψητό, σε σημείο που να έχει γίνει εντελώς μαύρο και να μην τρώγεται με τίποτα. Όταν δηλαδή οι συνδαιτυμόνες αναφωνούν «άνθρακες ο θησαυρός». Σαν έξυπνος σλάνγκος όμως που είμαι κτοκττμγ βρίσκομαι κοντά στο να συνδέσω τις δύο σημασίες εκ του κοινού χρώματος που έχει το στόμιο του βαράθρου με το καμμένο φαγητό.

  1. για την πρώτη εκδοχή: ... μέσ τη βροχή και το κρύο, για το όρος Κάρκανο, προέκταση του όρους Πούλου πριν το διάσελο της Κουλοχέρας ,πριν ξημερώσει και τους δουν οι αντίπαλοι. Μερικοί μπορεί να είναι και στενοί συγγενείς και παλαιότερα πολύ αγαπημένοι, ενώ τώρα σε αυτές τις μαύρες μέρες με το μίσος όλα είναι αλλόκοτα.. και επίσης: Ένα βαθύ κάρκανο στο Χιονοβούνι είναι μακρινή αποστολή και δεν πήγαμε για εξερεύνηση, ενώ έχει κάποια αξία ιστορική. Σε αυτό ο Ιμπραήμ έριξε τους Κρεμαστιώτες που απέφευγαν την κίνησή του για να γλιτώσουν τα κοπάδια τους και κάποια στιγμή τον χτύπησαν σε στενά και μερικοί σκοτώθηκαν. Αυτούς τους έριξε με τον ελαφρύ οπλισμό τους μέσα στο κάρκανο αυτό υποτιμώντας τα όπλα των μπροστά τα δικά του.

  2. ... και για την δεύτερη:
    - Ελάτε να φάτε που να με φάει κακός λέφας κι επέθανα στα ποδάρια μου, να νετάρω!!!
    - Έτσι που τό' καψες και τό' καμες κάρκανο δεν είναι κρέας αυτό μάνα, διαλούπι είναι!

very well done (από perkins, 10/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η εκφώνηση της λέξης ποιότητα από τον Κώστα Σημίτη

  2. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από ορκισμένους εχθρούς του τέως πρωθυπουργού για να αναφερθούν απαξιωτικά στο στυλ του και την πολιτική του. Ενίοτε η λέξη προσωποποιήθηκε, “Ο κύριος Πχοιότητα”, για αναφορά στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού είτε από επικριτές τους είτε από οπαδούς του με αίσθηση χιούμορ.

  3. Στην μετά Σημίτη εποχή η λέξη χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός, με ποικίλες και και πολλές φορές αντίθετες έννοιες, σχετιζόμενος με την τέχνη. Σε γενικές γραμμές η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοχή ή αποδοκιμασία ενός έργου τέχνης ή μιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι η χρήση της είναι αυθαίρετη και η απόδοση θετικής ή αρνητικής έννοιας στον προσδιορισμό εξαρτάται από την σχολή καλλιτεχνικής αντίληψης του χρήστη της λέξης και από την άποψή του για το έργο τέχνης ή σχολή αναφοράς.

α) Σε πολλές περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάσει τέχνη η οποία είναι κατ' εξοχήν καταναλωτική ή απλά χαμηλής αισθητικής (με βάση την αποδοχή της καλλιτεχνικής ελίτ).

β) Σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να επιδοκιμάσει καλλιτεχνικά έργα τα οποία παρότι είναι υψηλής αισθητικής, σε σχέση φυσικά με τις προτιμήσεις του σχολιαστή τους, δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής καθώς οι δημιουργοί τους δεν ανήκουν στο “γενικά αποδεκτό” στερέωμα της τέχνης και δεν τυγχάνουν ευνοϊκής κριτικής από τα μίντια.

γ) Σε μια “διεστραμμένη” μορφή, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία τέχνης η οποία, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά είναι υψηλής αισθητικής, δεν τυγχάνει αποδοχής από τον σχολιαστή της, που, ουσιαστικά, προτιμά μία μορφή υπο-κουλτούρας η οποία δεν «είναι γενικά αποδεκτή από το ευρύ καλλιτεχνικό κοινό.

δ) Άλλες φορές τέλος χρησιμοποιείται απλά ως υποκατάστατο της λέξης »ποιότητα«.

  1. Ο όρος απαντά και ως πχιόττα, ενσωματώνει δηλαδή και το φαινόμενο του φαγώματος μιας συλλαβής. Πιθανότατα δε, το πχιόττα να ήταν η εκφώνηση του πχοιότητα από τον Κώστα Σημίτη σε περιπτώσεις που ήταν ιδιαίτερα κουρασμένος.
  1. Δεν υπάρχει γραπτό παράδειγμα.

  2. Βγαίνει και ο Σημίτης και έχει το θράσος να μιλάει για αναπτυξιακή πολιτική! Ναι την ξέρουμε την άχρηστη πολιτική του. Σκέτη πχοιότητα!

... Οι λόγοι για τους οποίους έκανε στροφή ο κύριος Πχοιότητα ίσως να μην είναι ολοφάνεροι...
(blogspot.com)

  1. α) - Πού πήγες χθες βράδυ τελικά;
    - Σ' ένα undergound σκυλάδικο στην Εθνική (οδό Αθηνών-Λαμίας)
    - Μουσική πχοιότητα βλέπω!

β)
... Kαι λίγη πχοιότητα, διότι τα 'χω πάρει με τις “ποιοτικές” αηδίες που βλέπω τριγύρω μου...
(blogspot.com)

γ)
... κλασική μουσική! καλή η πχοιότητα, αλλά εδώ (link) δε παίζεται ο Μελάς! γεια σου μανα Σαλονίκη ...
(twitter.com)

δ)
... Καλέ, εγώ δεν σχολίασα την πχοιότητα (αρνητικά ή θετικά). Απλώς έχει τύχει να δουλέψω μια φορά ένα κείμενο που ήταν η βιογραφία του. Κι έλεγε αυτά ακριβώς που έγραψα. Και με εντυπωσίασε. Αυτά ... (blogspot.com)

Σταρόβας "έχω πάθει πχοιότητα" (από Khan, 05/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως φαγητό, η σαβούρα είναι το φτηνό φαγητό κακής ποιότητας που περιλαμβάνει πολλά λιπαρά.

Ειδικά για τους body-builders, είναι τα συμπληρώματα διατροφής με μεγάλη περιεκτικότητα σε carb (υδατάνθρακες), ή -δευτερευόντως- και το οποιοδήποτε γεύμα περιέχει πολλούς υδατάνθρακες. Η σαβούρα είναι πλήρως απαραίτητη όταν το μπιλντέρι είναι στον όγκο. Τότε ο σφίχτερμαν την θέλει την σαβούρα, την χρειάζεται, δεν την φοβάται.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ για τους κοινούς θνητούς ως σαβούρα θεωρείται περισσότερο το λίπος και δευτερευόντως οι υδατάνθρακες, αντιστρόφως, για τους σφίχτες, σαβούρα θεωρούνται περισσότερο οι υδατάνθρακες και δευτερευόντως το λίπος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μεν μπίλντερς προσέχουν το λίπος όπως ο διάολος το λιβάνι (ακόμη κι όταν ογκώνονται), οι δε κοινοί θνητοί ενίοτε υποτιμούν αφελώς το πόσο παχυντικοί είναι οι υδατάνθρακες.

Πηγή: Jeanoir, encore.

  1. Να περπατήσουμε λίγο, γιατρέ μου, να κάψουμε τις σαβούρες που φάγαμε στον μάκη.

  2. α. Την σαβούρα μην την φοβάσαι. Την θέλεις την σαβούρα!
    (Προτροπή έμπειρου μπιλντεριού προς νέοπα, που θέλει να δει γρήγορα αποτελέσματα).
    β. Τώρα που χειμωνιάζει πάω να πάρω τίποτα σαβούρες να ογκωθώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία