Εμφανέστατη, πέραν πάσης αμφιβολίας, παράβαση που συνίσταται σε επαφή της χειρός (βραχίονα, αντιβραχίου ή άκρας χειρός) ποδοσφαιριστή με την μπάλα, στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα.

- Έι! Χερούκλα! Δεν το έδωσε ο πουλημένος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στις ποδοσφαιρικές αλάνες, τσουκίδα αποκαλείται το δυνατό, ξερό σουτ. Μπορεί να είναι μίτο, (ζ)ντροπ ή να γίνεται με το coup de pied (<γ>κου<ν>τουπιέ). Χαρακτηριστικό της τσουκίδας είναι η δύναμη και η ευθυβολία.

Συντάσσεται με τα βαράω, τραβάω, πιάνω, κάνω.

Συνώνυμο: βολίδα.

Θα πιάσω εγώ τέρμα, αλλά μη βαράς τσουκίδες από κοντά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάπως παρωχημένος ο όρος πλέον, γνώρισε μεγάλη δόξα όταν ο Ιταλός προπονητής Αλμπέρτο Μαλεζάνι βρισκόταν στην Ελλάδα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αναπάντεχη / απροσδόκητη / ανεξήγητη αλλαγή παίκτη / συστήματος κλπ από τον Αλμπέρτο.

Πω τον πούστη τον Ιταλό άρχισε τις μαλεζανιές... Σέριτς βάζει εξτρέμ, Τζιόλη οργανωτή και κόφτη μαζί, Λεοντίου μπακ... Τι 11αδα κατέβασε το άτομο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία