Επιπλέον ετικέτες

Η πιο γενική -ίλα που βγαίνει από το ανθρώπινο κορμί. Φανταζόμαστε είτε ότι είναι οι οσμές που κυριαρχούν πιο έντονα, όπως ο ιδρώτας, είτε σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο οι οσμές των υγρών που φανερώνουν περισσότερο την επισφάλεια και θνητότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως το αίμα και το σπέρμα. Η ανθρωπίλα μπορεί να είναι γενική, όπως τα χνώτα ενός ανθρώπινου πλήθους. Μπορεί να είναι η μοναδική ανθρωπίλα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου όταν απογυμνωθεί από φτιασίδια και ψιμύθια και μείνει στη γύμνια της οσμής του. Μπορεί, με λίγη φαντασία, να είναι το πώς μας μυρίζουν τα άλλα ζώα. Μπορεί να είναι τελείως υπαρξιακά η απόλυτη έκθεση στην επισφάλεια μέσα από την οποία γεννιέται η πιο στέρεη αγάπη. Πρόκειται για μια λέξη αγαπημένη συγγραφέων της οσμής, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας, η οποία όμως παραμένει, νομίζω, αδόκιμη, παρόλο που έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς.

  1. Ήταν σκοτάδι πήχτρα και μια μπόχα λίμναζε μουχλιασμένης ανθρωπίλας και τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Αθέατο, κάπου γύρω μας, ένα ραδιόφωνο μετάδινε από το Κάιρο αράπικα ερωτικά τραγούδια, όλο στριγγλιά και λάγγεμα. Πίσω απ' τις σαρακοφαγωμένες πόρτες τους, τ' αχτάρικα βγάζαν ένα μπερδεμένο πυρό χνώτο από μπαχαρικά. Σκιές μας κόβαν ξαφνικά τον δρόμο και μας καλησπερίσαν στα αράπικα, φιλήσυχα ή λίγο ειρωνικά. Το ραδιόφωνο έσβησε απότομα. Συναγερμός. Πάνω από την Αίγυπτο πετούσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά. (Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες Α΄, Η Λέσχη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1960, σ. 215).
  2. Η Ανθρωπίλα δεν είναι όμορφη, δεν είναι κομψή, δεν είναι λογοτεχνίζουσα λέξη. Μια λέξη που υιοθέτησα ...παίζοντας, κόντρα στην υποτιθέμενη ...συνώνυμη της, την ...ανθρωπιά. [...] Και μοιάζει θαρρείς η λέξη μου, να προβοκάρει , τα υψιπετή του Ουρανού. Αν μύρο αναβλύζει από τα υψιπετή της ...ανθρωπιάς, μυρωδιά εκκρίσεων, ιδρώτα, σπέρματος, αίματος λες και μυρίζει η ...ανθρωπίλα. Ένας Ουρανός...κόντρα σε μια Γη. [...] Και η Ανθρωπίλα είναι ο δικός μου, ο Γήινος ο Ουρανός. Είναι η μυρωδιά του φόβου του κάθε Χριστού που φωνάζει «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί», είναι ο πόνος της κάθε Παναγιάς που θρηνεί σπαραχτικά «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;», είναι οι Πέτροι που σκιάζονται και λιποτακτούν, είναι οι Ιούδες που προδίδουν, είναι οι Θωμάδες που ψάχνουν να ακουμπήσουν τον τύπο των ήλων, είναι οι Μαγδαληνές που ταπεινές ερωμένες, γονατίζουν. [...] Κι όσων οι φωνές απο το πληθος για Ιησού υψώνονται, είναι αυτοί που έχουν να κάνουν εικόνισμα, την ελπίδα της γήινης Ανάστασης, δοξάζοντας το πιο μεγάλο έργο τέχνης που πλάστηκε ποτέ. Τον κάθε Άνθρωπο. Δοξάζοντας το μόνο μεγαλείο του, όχι την τελειότητα, αλλά την απόλυτη ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ του, λουσμένη στις πολλές αδυναμίες του... Δοξάζοντας την μόνη σωτηρία του, τη θαλπωρή της ...Ανθρωπίλας που ανακουφίζει μοιραζόμενη το βάρος του Σταυρού. [...] Σε όποια Ανάσταση κι αν προσβλέπετε συχωριανοί μου, σας την εύχομαι. Απλά, όπως αρμόζει στις μέρες που διαβαίνουμε, σας εξομολογήθηκα και τη δική μου. Την Ανάσταση της ...Ανθρωπίλας. Με τον προσήκοντα σεβασμό...στη Γη. (Κατερίνα).
  3. Μύριζε ο αγέρας σαπημένα φρούτα, λιβάνι κι αποκρουστική βαριά ανθρωπίλα. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο).
  4. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος βγάζει μια ξεχωριστή μυρωδιά. Δεν την καταλαβαίνουμε γιατί μπερδεύονται οι μυρωδιές, δεν ξέρουμε ποια 'ναι δική σου και ποια δική μου. Καταλαβαίνουμε μονάχα πως ο αγέρας βγάζει μια βρώμα και τήνε λέμε ανθρωπίλα. Άλλοι την ανασαίνουν σαν λεβάντα. Εμένα μού ΄ρχεται να κάνω εμετό. Ας είναι. Αυτό είναι άλλου παπά τροπάρι. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά).
  5. Η σέλφι του Τσίπρα στο Αργος (αγάπη ρε, και ανθρωπίλα!) (Νίκος Ξυδάκης στο Τουίτερ).
  6. -Μετά δε μυρίζει ο άλλος ανθρωπίλα, αλλά σαν απορρυπαντικό. Μπλιάχ! ...
    -Μπλιάχ! Και ποιος σου είπε ότι θέλει ολος ο κόσμος να μυρίζει την... ανθρωπίλα σου? (Εδώ).

"Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα, τη μουγκαμάρα σας και του μπλα μπλα την ξευτίλα" Σανταζίνια έφα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χμού είναι το «χμ», το οσφρητικό «χμ», το οσφρητικό μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι αυτό που διακρίνεται στο πολύ βάθος, που είναι μόνο για λεπτές μύτες και απευθύνεται μόνο σε λεπτά γούστα και καλά. Α touch, μία ιδέα, πίσω-πίσω, ένα ίχνος, μία στάξη, μια μυρωδιά, μια πρέζα, μία υποψία.

Δηλαδή. Δοκιμάζουμε ένα άρωμα στον Χόντο και δεν μας αρέσει γιατί διακρίνουμε ένα χμού γιασεμιού -και μεις με το γιασεμί, δεν. Ή δοκιμάζουμε το φαγητό που ετοιμάζουμε και βλέπουμε ότι του λείπει κάτι: θέλει ένα χμού από μοσχοκάρυδο.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και ευρέως, βλ. παράδειγμα.

Τονίζεται απαραιτήτως.

- Ωραίος γκόμενος!
- Είδες; Έχει και ένα χμού από Τζουντ Λω, το μανάρι...

(από ironick, 04/09/09)(από ironick, 04/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή αλλιώς πορδή... Γνωστή προφανώς η σημασία της λέξης και κάθε άλλο παρά slang έννοια... Σε ένα blog όμως βρήκα ένα ξεκαρδιστικό κατάλογο από είδη κλανιών που πραγματικά είναι εξαιρετικός! Προτού παραθέσω τα γραφόμενα του blog, σημειώνω ότι στο site υπάρχουν ήδη κάποια είδη που αναφέρονται(κομπολογάτη)...

Λεβεντόπορδος

Το λέει και το όνομα… περήφανος που δεν διστάζει να λέει τα πάντα, μα τα πάντα με το όνομά τους. Που δεν ντρέπεται για αυτό που είναι!! Και το φωνάζει σε κάθε ευκαιρία!!! Μπορεί να τον συμπαθήσεις, να τον μισήσεις, ή να σε κάνει να χαμογελάσεις, να γελάσεις ή ακόμα να μουτρώσεις ή ακόμα και να ξινίσεις. Σε κάθε περίπτωση κερδίζει τον σεβασμό. Να έχεις πάντα το θάρρος της γνώμης σου!

Σωβρακοξεσκίστρα

Και ξαφνικά όλα γύρω σου τρέμουν! Πέφτει η τάση του ρεύματος, ξεκρεμάνε τα κάδρα και σπάνε όλα τα γυαλικά, τα τζάμια ραγίζουν και εσύ τα έχεις χαμένα. Αναρωτιέσαι αν μόλίς τώρα πέρασε ένα αεροπλάνο… Μήπως ρε παιδί μου ξύπνησε η μάνα Γη και τρέμει το έδαφος, μήπως ενεργοποιήθηκε το ρήγμα των Κυθήρων. Όχι αγαπητά μου ρεμάλια. Απλά έκανε την εμφάνισή της η σωβρακοξεσκίστρα. Γρήγορη, άμεση, αποτελεσματική που καμιά ραφή εσωρούχου δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή της, που κανένα ντεσιμπελόμετρο δε μπορεί να μείνει ασυγκίνητο. Κανένα κεφάλι δε μπορεί να γυρίσει με απόλυτη ανησυχία.

Κομπολογάτη

Μην είναι 10 να πάρω δρόμο; Μην είναι 100 να πάρω το ασθενοφόρο; Μην είναι 1.000 να πάρω τον πούλο; Εντάξει ρεμάλια, 1.000 δύσκολα θα έφτανε κανείς (όποιος φτάσει… πάνε τα φυτά της διπλανής αυλής) αλλά τα 10, 20 άντε 30 είναι ένα λογικό νούμερο… και μπορεί να επιτευχθεί με λίγη παραπάνω προσπάθεια. Οι καλά εκπαιδευμένοι πισινοί μπορούν να την αναπαράγουν σε κάθε στάση-θέση, ενώ οι λιγότεροι έμπειροι χρησιμοποιούν το περπάτημα “δεκανίκι” ώστε σε κάθε τους βήμα να αμολούν και μία! Κάνει ωραίο εφε στη παρέα καθώς όλοι προσπαθούν να τις μετρήσουν για να δουν μέχρι που αντέχει η χάρη τους…

Παραπονιάρα

Αν η θλίψη που αφήνει πίσω της, δεν κάνει κανέναν να δακρύσει, τότε το μοιρολόι της δεν θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο! Εκφράζει το ανολοκλήρωτο, το πιεσμένο, αυτό που ήθελε να βγει και να μιλήσει αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία. Ενός λεπτού σιγή σας παρακαλώ αγαπητά ρεμάλια!!

Θου-Βου (Θανάσιμα Βρομερή)

Εδώ αγαπητά μου ρεμάλια τα πράγματα σοβαρεύουν απότομα! Εδώ τα παιδιά ξεχωρίζουν από τους άντρες! Πίσω από τις αστείες και χιουμοριστικές ταινίες που κρύβει το όνομά της, κρύβεται το δράμα, η ασφυξία και η προσπάθεια για επιβίωση. Η Θου-Βου δεν παίρνει ποτέ αιχμάλωτους. Δεν καταλαβαίνει από γυναικόπαιδα. Μόλις σκάσει η βόμβα… ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Κατευθυνθείτε προς την πλησιέστερη έξοδο και κρατήστε την αναπνοή μας! Α, και αγαπητά ρεμάλια… προς Θεού, μην ανάψετε αμέσως τσιγάρο! Κίνδυνος ανάφλεξης!!

Βεντουζωτή
Εκεί ρεμάλια που νομίζαμε πως όλα αντιμετωπίζονται με το άνοιγμα του παραθύρου και μιας πόρτας για την δημιουργία ρεύματος… (ΑερίζουμεεεΕεεεεΕΕΕΕ) ή ακόμα και το πέρασμα του χρόνου, που συνήθως γιατρεύει τα πάντα, η Βεντουζωτή έρχεται να ανατρέψει όλη μας την κοσμοθεωρία και όλους τους νόμους της Φυσικής! Γιατί επιμένει παρότι το παράθυρο παραμένει ερμητικά ανοικτό! Παραμένει αλώβητη παρόλο που ανοίξαμε και την πόρτα διάπλατα, ακόμα και αν ανοίξαμε ότι ανοίγει με το έξω κόσμο… μέχρι και το απορροφητήρα της κουζίνας!!!! Και αφού της δώσαμε και αρκετή ώρα να αποδράσει με την ησυχία της, εκείνη παραμένει στο χώρο και με το που μας βλέπει μας κλείνει πονηρά το μάτι!!!

Κρότου - Λάμψης

Εντυπωσιακή, σαν την γκομενάρα με το φοβερό σώμα που σκάει μύτη στην παραλία το καλοκαίρι! Αλλά και ακίνδυνη σαν την γκομενάρα που δεν μπορεί να ρίξει εκείνο το παιδί στην παραλία που εξέχει το πλωμάρι του 10 εκατοστά από το μαγιό του…. Αυτή είναι κρότου-λάμψης, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι (κυριολεκτικά, και μεταφορικά). Σαν λιοντάρι που τρώει μόνο το γρασίδι, τρομάζει τους πάντες με την πυγμή και την αποφασιστικότητά της και εκεί που όλοι περιμένουν τα χειρότερα, αποδεικνύεται για false alarm. Κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας πάνω κάτω…

Μουλωχτή (Ή ύπουλη ή τζούφια)

Δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά την πιάνει όμως η μύτη σου! Ίσα που ακούγεται και κάνει αισθητή την παρουσία της! “Ψωράλογο” λες, μόνο που μετά από την λέξη “ψωράλογο” που θα πείς, σηκώνεται στα πίσω πόδια, και τρέχει σαν αστραπή! Η μουλωχτή θέλει το χρόνο της να εξαπλωθεί και να κατακτήσει το χώρο και να επιτεθεί με την ησυχία της. Μην την υποτιμήσετε ποτέ αγαπητά ρεμάλια! Αλλιώς την βάψατε!

Μακράς Διάρκειας (Ή LP)

Ανακαλύψτε τα όρια σας! Γιατί συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει… και κερδίζει! Δεν καταπιέζεται καθόλου. Ότι έχει να το πει, θα το πει, χωρίς το άγχος χρόνου καθώς δεν κάνει οικονομία χρόνου! Θα πλατειάσει, θα φλυαρήσει, θα επεκταθεί, θα επαναλάβει τις ίδιες κουβέντες. Θα εντυπωσιάσει, θα σχολιαστεί, θα προκαλέσει δέος, θα αποστομώσει τους πάντες. Δεν σηκώνει όμως πολλά πολλά! Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν θα πρέπει να μιλάς! Μην την διακόψετε… που θα πάει θα ολοκληρώσει….

Αγχωμένη
Πρέπει να “τα πει” αλλά ντρέπεται τι θα πει ο κόσμος για αυτήν! Φοβάται μην πει τίποτα παραπάνω από αυτά που θέλει να πει! Φοβάται μην φωνάξει αυτό που θέλει να πει, παραπάνω από ότι πρέπει. Αλλά αν δεν μιλήσει, θα σκάσει! Το άγχος είναι ολοφάνερο! Προσπαθεί να είναι σύντομη και αθόρυβη. Να προλάβει να ολοκληρώσει ότι έχει να πει, στα λίγα δευτερόλεπτα από την ώρα που ο καλός κύριος της ανοίξει την πόρτα να μπει, μέχρι να κάνει το γύρω του αυτοκινήτου εκείνος και μπει και κάτσει δίπλα της. Να εκμεταλλευθεί έναν ήχο που θα παραχθεί από έξω και προλάβει να καλυφτεί και να καλύψει τα ίχνη της. Είναι όμως καταπιεσμένη, γιατί νιώθει μη κοινωνικά αποδεκτή και αυτό το στίγμα θα την κυνηγάει για πάντα.

Παιχνιδιάρα

Το μέτρο και τα σταθμά χάνονται! Όλοι οι κανόνες παραμερίζονται και ξεχνιούνται για όσο η χαρωπή και παιχνιδιάρα αναλάβει να σκορπίσει το κέφι γύρω της! Ξεκινάει αργά και αναγνωριστικά και στην συνέχεια ανεβάζει στροφές, γίνεται και λίγο κομπολογάτη και ρίχνει μερικά σκασίματα σαν παλιά εξάτμιση και συνεχίζει στο δικό της τέμπο, όσο βέβαια της επιτρέπουν οι δυνάμεις της! Σε όσο κακή διάθεση και να είσαι δεν μπορείς να μην της σκάσεις ούτε ένα χαμογελάκι. Ειδοποιεί επίσης τον σκύλο ότι είναι ώρα για να φάει!

(http://www.rhodesblogs.gr)

«Μιλάνε» άπο μόνες τους!!

(από Galadriel, 04/03/09)Να και μία του Πάγκαλου που θα έπρεπε να απογορευτεί με διεθνείς συνθήκες! (από Cunning Linguist, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ξινίλα, ξίνια

Ξινίλα ή ξίνια είναι αυτό που αποπνέει ο ξινός ανθρώπας, ο ξινίχλας κι η ξινιόλα.
Είναι κι η μυρωδιά της απλισιάς και των παρατημένων -αλίμονο- γερονταματώνε.

Σημείωση: Δες κι άλλες -ίλες.

  1. -Save the planet, wear less clothes!!!!!!!!!
    -Εύγε! Συμφωνώ! Αυτο είναι! :)
    -χαχαχαχαχα οριστε .. αυτο θα λετε στις κοπελες .. ασε που μπορει να ειναι κ ατακα για να ανοιξεις κουβεντα :-)
    -Ναι, αν δεν μας φέρουν κανά νερό στη μούρη τέτοια ξίνια που κυκλοφορεί:)) (εδώ)

  2. - Κρυώνουμε, μην ανοίγεις το παράθυρο νεαρε. -Να πλενεστε τοτε
    - φτιάξε με, πες μου ότι συνέβη.
    - οου γιες μπειμπι. Δεν άντεξα κ απ τη βρώμα κ απ την ξινια του γέρου

  3. -Στη Φωκίωνος Νέγρη με φίλους & κατοίκους της Κυψέλης #Olga2015 #ekloges2015
    -Πες τα σε κάναν άλλο. Ξέρουμε πόσο σιχαίνεσαι την "πλέμπα". Κ το χαμογελάκι στη φωτό μες στην ξίνια, φωνάζει (εδώ)

  4. Πεχάμετρο, να μετράει την ξινίλα στην φάτσα μερικών, δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη? (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.

- Μου προσέφερε το Axe της.

Από το ΤΕΙ Μάρκετινγκ Ιεράπετρας (από poniroskylo, 28/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.

Αναδοσιά είναι:

  • ο φόβος (εδώ κι εδώ)
  • η αναθυμίαση, η αποφορά ή η βρωμερή οσμή γενικά (να και να, καθώς και αντιλεξικό Μποσταντζόγλου)
  • η αναδουλειά (εδώ) και, τέλος, και βασικότερον για την σλανγκοσύνη:
  • η αγαμία, η αγαμοσύνη, η αγαμησιά, η αναβροχιά (μτφ) όπου καλό είναι και το χαλάζι, η αναμουνή.

- Τι λέει ο νέος γκόμενος;
- Ε δεν μπορώ άλλο, τον έκοψα τον μαλάκα. Σκάει μόνο όταν έχει αναδοσιές. Σπίτι του.
- Ε κράτα τον και συ για σέρβις.
- Πολύ καλή ιδέα ρε κολλητή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ντορός λέγεται, στη γλώσσα των κυνηγών, η οσμή που αφήνει το τριχωτό θήραμα, είτε είναι λαγός είτε κουνέλι, αγριογούρουνο, αλεπού. Βάσει αυτής της οσμής τα κυνηγόσκυλα ιχνηλάτες βρίσκουν το θήραμα και το ξεφωλιάζουν αρχικά και καταδιώκουν εν συνεχεία

Τα γκέκικα σκυλιά έχουν πολύ ευαίσθητη μύτη. Και ο παραμικρός ντορός εντοπίζεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία