Αθίγγανοι πωλητές ναρκωτικών στα Λιόσια χρησιμοποιούν την άνωθεν λέξη διά να σιγουρευτούν ότι το θύμα δεν έφαγε τόνγκα με το χόρτο που του πούλησαν. Περιγράφουν την πούδρα από το χασίς, το καλύτερο κομμάτι.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;
ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.
Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί: -ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!
Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η εκφώνηση της λέξης ποιότητα από τον Κώστα Σημίτη

  2. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από ορκισμένους εχθρούς του τέως πρωθυπουργού για να αναφερθούν απαξιωτικά στο στυλ του και την πολιτική του. Ενίοτε η λέξη προσωποποιήθηκε, “Ο κύριος Πχοιότητα”, για αναφορά στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού είτε από επικριτές τους είτε από οπαδούς του με αίσθηση χιούμορ.

  3. Στην μετά Σημίτη εποχή η λέξη χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός, με ποικίλες και και πολλές φορές αντίθετες έννοιες, σχετιζόμενος με την τέχνη. Σε γενικές γραμμές η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοχή ή αποδοκιμασία ενός έργου τέχνης ή μιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι η χρήση της είναι αυθαίρετη και η απόδοση θετικής ή αρνητικής έννοιας στον προσδιορισμό εξαρτάται από την σχολή καλλιτεχνικής αντίληψης του χρήστη της λέξης και από την άποψή του για το έργο τέχνης ή σχολή αναφοράς.

α) Σε πολλές περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάσει τέχνη η οποία είναι κατ' εξοχήν καταναλωτική ή απλά χαμηλής αισθητικής (με βάση την αποδοχή της καλλιτεχνικής ελίτ).

β) Σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να επιδοκιμάσει καλλιτεχνικά έργα τα οποία παρότι είναι υψηλής αισθητικής, σε σχέση φυσικά με τις προτιμήσεις του σχολιαστή τους, δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής καθώς οι δημιουργοί τους δεν ανήκουν στο “γενικά αποδεκτό” στερέωμα της τέχνης και δεν τυγχάνουν ευνοϊκής κριτικής από τα μίντια.

γ) Σε μια “διεστραμμένη” μορφή, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία τέχνης η οποία, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά είναι υψηλής αισθητικής, δεν τυγχάνει αποδοχής από τον σχολιαστή της, που, ουσιαστικά, προτιμά μία μορφή υπο-κουλτούρας η οποία δεν «είναι γενικά αποδεκτή από το ευρύ καλλιτεχνικό κοινό.

δ) Άλλες φορές τέλος χρησιμοποιείται απλά ως υποκατάστατο της λέξης »ποιότητα«.

  1. Ο όρος απαντά και ως πχιόττα, ενσωματώνει δηλαδή και το φαινόμενο του φαγώματος μιας συλλαβής. Πιθανότατα δε, το πχιόττα να ήταν η εκφώνηση του πχοιότητα από τον Κώστα Σημίτη σε περιπτώσεις που ήταν ιδιαίτερα κουρασμένος.
  1. Δεν υπάρχει γραπτό παράδειγμα.

  2. Βγαίνει και ο Σημίτης και έχει το θράσος να μιλάει για αναπτυξιακή πολιτική! Ναι την ξέρουμε την άχρηστη πολιτική του. Σκέτη πχοιότητα!

... Οι λόγοι για τους οποίους έκανε στροφή ο κύριος Πχοιότητα ίσως να μην είναι ολοφάνεροι...
(blogspot.com)

  1. α) - Πού πήγες χθες βράδυ τελικά;
    - Σ' ένα undergound σκυλάδικο στην Εθνική (οδό Αθηνών-Λαμίας)
    - Μουσική πχοιότητα βλέπω!

β)
... Kαι λίγη πχοιότητα, διότι τα 'χω πάρει με τις “ποιοτικές” αηδίες που βλέπω τριγύρω μου...
(blogspot.com)

γ)
... κλασική μουσική! καλή η πχοιότητα, αλλά εδώ (link) δε παίζεται ο Μελάς! γεια σου μανα Σαλονίκη ...
(twitter.com)

δ)
... Καλέ, εγώ δεν σχολίασα την πχοιότητα (αρνητικά ή θετικά). Απλώς έχει τύχει να δουλέψω μια φορά ένα κείμενο που ήταν η βιογραφία του. Κι έλεγε αυτά ακριβώς που έγραψα. Και με εντυπωσίασε. Αυτά ... (blogspot.com)

Σταρόβας "έχω πάθει πχοιότητα" (από Khan, 05/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι χαρακτηρίζουν μανάβηδες κηπευτικά, όσπρια ακόμη και μανιτάρια που εμπορεύονται για να διαφημίσουν την ανώτερη ποιότητά τους, αλλά και νοικοκυρές, κυρίως παλιάς κοπής, που τα μαγείρεψαν για να παινέψουν τη νοστιμιά τους.

Μόνο σε νυν χορτοφάγους από επιλογή μπορεί να ακούγεται οξύμωρος ο χαρακτηρισμός.

Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος αποτελεί έναν από τους δείκτες του βιοτικού επιπέδου ενός πληθυσμού και πενήντα χρόνια πριν οι Έλληνες καταναλώναμε κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις φορές λιγότερο κρέας απ’ ό,τι σήμερα λόγω ανέχειας.
Και μάλλον από εκείνα τα χρόνια επιζεί ο χαρακτηρισμός, όταν σε κάποιους η μικρή κατανάλωση κρέατος προκαλούσε διαφορετικά προβλήματα υγείας απ’ ό,τι σήμερα.

Αν δεν πρόκειται για επιβίωση, αλλά αναβίωση… δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.

-Για ντομάτες κοιτάει η κυρία;
- Ναι… Τι λέν’ αυτές;
- Κι αυτές των Τρικάλων καλές, αλλ’ αυτές οι υδροπονικές της Δράμας είν’ άλλο πράμα… Κρέας!!
(sic)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία