Από το σωστός + τοστ. Σημαίνει σωστό(ς) και υποδηλώνει την αναγνώριση μιας πράξης, μιας κουβέντας κτλ. Όσο περισσότερα ο, τόσο περισσότερο σωστός.
- Ε, μ' αυτά που μου είπε την παράτησα...
- Σωστόοοοοοοστ...!
Από το σωστός + τοστ. Σημαίνει σωστό(ς) και υποδηλώνει την αναγνώριση μιας πράξης, μιας κουβέντας κτλ. Όσο περισσότερα ο, τόσο περισσότερο σωστός.
- Ε, μ' αυτά που μου είπε την παράτησα...
- Σωστόοοοοοοστ...!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Που αναφέρεται στο Λιάκουρα (Λιακόπουλο). ~ μέθοδος: τρόπος απόδειξης οτι όλα τα θαυμαστά τα χρωστάμε στους Έλληνες, και όλα τα κακά στους Εβραίους. ~ θεωρία: οι θεωρίες του Λιακό.
-Το ξέρεις οτι υπάρχουν Έλληνες που κατοικούν στον Άρη εδώ και χιλιάδες χρόνια;
-Σύμφωνα με ποιον; Με τη λιακούρειο θεωρία; Άσε μας ρε Μπάμπη...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αν κάποτε δημιουργηθεί ίδρυμα προς τιμήν του σύγχρονου προφήτη, θα λέγεται Λιακούρειο Ίδρυμα. Ομοίως Λιακούρειο Μέλαθρον κτλ.
Ξεναγός: Στα δεξιά μας βλέπουμε το Λιακούρειο Μέλαθρον...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το παγωμένο.
Το νερό της πηγής ήταν μπουζάτο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
βλ. και φραγκοκίλερ
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.
Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.
Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.
- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Aυτός που, στις πορείες, τα συλλαλητήρια και κάθε είδους συγκέντρωση διαμαρτυρίας τα δίνει όλα, με τόσο πάθος που νομίζει ότι βρίσκεται στο γήπεδο.
- Πάρε τον τύπο στην πρώτη σειρά με τη σημαία που φωνάζει μόνος του: Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών. Τι βλάκας!
- Τον έχω δει ώρα. Ο γηπεδικός!
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Χρησιμοποιείται για να ειδοποιήσει κανείς κάποιον για την παρουσία μιας όμορφης και εντυπωσιακής κοπέλας, ενίοτε και ξέκωλου.
- Τίγκα τίγκα!
- Πού ρε’συ;
- Εκεί ρε, στο τραπεζάκι στα δεξιά!
– Πωπωπω, τι τούμπανο είναι αυτό! Πού θα βρω μια τέτοια γκόμενα εγώ ρε γαμώτο;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία